Sponsor

ATHENS WEATHER

Η Ελλάδα ως καταστροφική δημοκρατία: 2007-2018


Γράφει ο Παναγής Παναγιωτόπουλος *

Tην περασμένη Κυριακή περιγράψαμε τη δυτική δημοκρατία από τη σκοπιά των καταστροφών. Είδαμε ότι η «προοδευτικότητα μιας κοινωνίας» είναι μεγαλύτερη όταν στα καθιερωμένα κριτήρια της οικονομικής ευημερίας και του θεσμικού φιλελευθερισμού προσθέσουμε και μια αντίστοιχη κουλτούρα αντιμετώπισης των καταστροφών. Στις συνθήκες ταυτόχρονης αύξησης των προσδοκιών ασφαλείας και των κινδύνων που προκαλούν τα σύγχρονα τεχνολογικά συστήματα, οι κοινωνίες που διατηρούν υψηλό δημοκρατικά επίπεδο δεν είναι εκείνες που ξορκίζουν τις καταστροφές μα όσες αναγνωρίζουν τον κίνδυνο ως αναπόδραστο και τον περιορισμό του ως αποστολή τους. Είναι οι δημοκρατίες που νιώθουν υπόλογες όταν εκθέτουν τους πολίτες σε κινδύνους ή όταν γενικώς διαψεύδουν τη θεμελιώδη υπόσχεση ασφαλείας που τις συνέχει.

Αν δούμε την Ελλάδα υπό το πρίσμα των καταστροφών, μπορεί να οδηγηθούμε σε μια σοβαρή επανεκτίμηση τόσο της πρόσφατης ιστορικής μας διαδρομής όσο και του στερεοτύπου που θέλει τους Ελληνες πολιτισμικά αρχαϊκούς και καθηλωμένους, μα και σε άλλα, πιο εντυπωσιακά και αναπάντεχα ευρήματα. Η κρατική μέριμνα για πολιτική προστασία, η συμμόρφωση της αγοράς προς την έννοια της κοινωνικής ευθύνης και η σημασία της ατομικής αυτοβιογραφίας – της δυνατότητας δηλαδή του ατόμου να επιδιώκει ανεμπόδιστα το σχέδιο ζωής που το ίδιο έχει χαράξει – είναι και για την Ελλάδα μεγέθη που αν μετρηθούν σωστά μάς βοηθούν να δούμε αν, πόσο και πότε η κοινωνία διέπεται από εκσυγχρονιστικές δυναμικές ή αν καθηλώνεται στην παράδοση. Περίοδοι υψηλής οικονομικής ανάπτυξης και δημοκρατικής επέκτασης μπορεί να χάσουν από την προοδευτική τους λάμψη όταν σε αυτές το κράτος και η κοινωνία μοιρολατρικά αποδέχονται τις καταστροφές. Αντίστροφα, κάτω από μια επιφάνεια ανελευθερίας και ένδειας, ενίοτε κρύβονται δυναμικές που συγκρούονται με τις έξεις της υποταγής στη «θεομηνία». Δυναμικές αυτοοργάνωσης των θυμάτων μιας καταστροφής και ορθολογικής διεκδίκησης των αιτιών ενός δυστυχήματος, κινητοποιήσεις που προτάσσουν το δικαίωμα στην ασφαλή ζωή έναντι κάθε υπερβατολογικής δικαιολογίας που χρησιμοποιεί η πολιτική ή αγοραία εξουσία για να καλύψει παραλείψεις και οικονομική ιδιοτέλεια.

Μεταπολεμικά, και για μία εικοσαετία  περίπου, καταστροφές και θανατηφόρα δυστυχήματα, στις μεταφορές, στις πόλεις και στους χώρους εργασίας, «διαβάζονταν» είτε με τη γραμματική του Εμφυλίου είτε με το συντακτικό της υποταγής στη θεία τιμωρία. Νεκροί και τραυματίες από δυστύχημα ή φυσική καταστροφή δεν αποκτούσαν ποτέ την ταυτότητα μιας νέας συλλογικότητας που σκανδαλωδώς εθίγη. Κουβαλούσαν υποχρεωτικά τις προηγούμενες πολιτικές τους ταυτότητες και ακόμα και αν ήσουν θύμα της ίδιας καταστροφής δεν κοινωνούσες στον ίδιο πόνο. Σε ένα ναυάγιο του 1947 η διαμάχη για τα αίτια του πολύνεκρου δυστυχήματος θα γίνει αρένα των ομάδων που επέβαιναν στο πλοίο (κρατούμενοι κομμουνιστές, αστυφύλακες, ναυτικοί). Θα ακολουθήσουν συνωμοσιολογία, τερατολογικός αντικομμουνισμός και a priori απαλλαγή του πληρώματος από τις αριστερές οργανώσεις. Μεταξύ κουλτούρας του θανάτου και εμφύλιας σύγκρουσης όλα ήταν καλώς καμωμένα τότε, και ο ίδιος ο θάνατος από ναυάγιο.

Το 1966 όμως, σε συνθήκες υπερπολιτικοποίησης, με το πραξικόπημα επί θύραις, η κοινωνική αντίδραση στη ναυτική τραγωδία του «Ηράκλειον» αποκάλυψε μια διαφορετική Ελλάδα. Το πένθος δεν ήταν παθητικό. Αντιθέτως, απελευθέρωσε πρωτόγνωρες δυναμικές που δεν στράφηκαν κατά της επιστήμης, της τεχνολογίας και των θεσμών αλλά τα οικειοποιήθηκαν στο όνομα της κοινωνίας των πολιτών. Η κοινωνία κινητοποιήθηκε και τίμησε τη μνήμη των θυμάτων, κράτησε το θέμα μακριά από ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, διαλεύκανε πλήρως τις αιτίες του ναυαγίου. Οι ένοχοι όλων των βαθμίδων τιμωρήθηκαν και άλλαξε ο επιχειρηματικός χάρτης της ακτοπλοΐας με την ίδρυση της ΑΝΕΚ και την επινόηση ενός νέου μοντέλου συμμετοχικής και υπεύθυνης επιχειρηματικότητας. Το αίτημα για μια καλύτερη ζωή και η πίστη σε μια τεχνολογία υπέρ των πολιτών είχαν νικήσει τον ζόφο και τη μοιρολατρία.

Καταστροφές, δυστυχήματα και τεχνολογικές κρίσεις (σεισμοί, καύσωνες, ναυάγια, αεροπορικά δυστυχήματα, τροχαία μαζικής κλίμακας, ακραίες προσβολές των οικοσυστημάτων) τις επόμενες δεκαετίες πολλαπλασιάστηκαν. Η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, ο καταναλωτικός ευδαιμονισμός και η ανάπτυξη σύνθετων τεχνολογικών συστημάτων ξεπερνούσαν παλαιότερους κινδύνους και γεννούσαν νέους – μαζί τους και αυξημένες απαιτήσεις ασφαλείας. Αυτές θα εκδηλώνονταν άλλοτε με οργή και παθητικότητα και άλλοτε με το κράτος να αναλαμβάνει τα πάντα χωρίς οι πολίτες να κινητοποιούνται ενεργά. Η μεταπολιτευτική κοινωνία μπορεί να υπήρξε αδύναμη στις σχετικές κινητοποιήσεις της, εν τούτοις η αξία της ζωής, ο φόβος της καταστροφής, το αίτημα δικαιοσύνης για τα θύματα και, κυρίως, η προσδοκία για ασφαλή ζωή υπήρξαν ο βασικός γνωστικός της ορίζοντας. Ευμάρεια και πίστη στην επιστήμη οργάνωναν έτσι μιαν άτυπη εκσυγχρονιστική ροπή που θα υπερνικούσε παραδοσιακές αδράνειες και ιδεολογικές δοξασίες. Αδύναμη μα συμπονετική στους σεισμούς του 1978-1981, δημιουργική στην Καλαμάτα το 1986, αποδιοργανωμένη στον καύσωνα του 1987, επαρκής και κοσμοπολίτικη στον σεισμό του 1999, η μεταπολιτευτική δημοκρατία ερχόταν σε αντιπαράθεση με τη μοίρα της καταστροφής.

Από ένα σημείο και μετά όμως αυτή η ορθολογική διαχείριση του ρίσκου μετατράπηκε σε μια παράξενη άρνηση του κινδύνου.

Σε αντίθεση με τις μεγάλες δημοκρατίες που, διαγιγνώσκοντας ότι ο απορρυθμισμένος καπιταλισμός θα γεννούσε καινοφανείς καταστροφές, εξοικειώνονταν με μια νέα συνθήκη κινδύνου, η Ελλάδα από τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα αφηνόταν σε μια υπερασφαλή ραστώνη. Εκεί που άλλοι διέβλεπαν τον κίνδυνο οικονομικής καταστροφής και μεταρρύθμιζαν το κοινωνικό τους κράτος, η Ελλάδα επέκτεινε μια ατελέσφορη και επίπλαστη ασφάλεια μέσω του κρατισμού. Ο φόβος και η ανησυχία είχαν εξαφανιστεί, με αποτέλεσμα η συλλογική συνείδηση να φτάσει σε ένα σημείο ασύνειδης κατάφασης (με τη μορφή της άρνησης και της γνωστικής ασυμφωνίας) της καταστροφής, σε μια μεταμοντέρνα μοιρολατρία. Η χώρα έχανε την ικανότητά της να ερευνά και να κινητοποιείται γύρω από ζητήματα πολιτικής προστασίας και τεχνολογικής ασφάλειας και για πάνω από δέκα χρόνια καθηλώθηκε στην υπερπολιτικοποίηση και οδηγήθηκε σε μια υπερβατική προσέγγιση του σύγχρονου κόσμου και των κινδύνων του.

Οι θανατηφόρες πυρκαγιές του 2007 δεν προκάλεσαν συμπόνια για τα θύματα ούτε κριτική στους κυβερνητικούς χειρισμούς και στην αυταρχική τους αυτοσκηνοθεσία. Αντιθέτως, η κοινωνία συνέπλευσε με την εξουσία στη συνωμοσιολογική  περιγραφή των πραγμάτων και επικρότησε τη διαιώνιση του επιδοματικού ευδαιμονισμού που υποσχόταν το άκριτο μοίρασμα μετρητών σε διάφορους «πυρόπληκτους». Η εξέγερση των μεσαίων στρωμάτων μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου το 2008 μετέφερε το καταστροφικό γεγονός μέσα στον αστικό ιστό. Πέρα από την πολιτική της σημασία, η τρίμηνη αυτή συνθήκη κατέστησε την πυρά οργανικό στοιχείο της ζωής στην πόλη. Αφηρημένη συνθηματολογία και αντισυστημισμός πολυτελείας υπερέβησαν την αυθεντική οργή και με την κρατική ανοχή έφτιαξαν το αισθητικό και βιωματικό υπόστρωμα μιας δημοκρατίας που ζούσε αμέριμνη μέσα από τις καταστροφές (της). Καιγόταν ένα κτίριο τη νύχτα και το πρωί το ωραίο καφέ με το δυστοπικό γκραφίτι έσφυζε από ζωή. Η Ελλάδα των νέων ερειπίων αρεσκόταν να βρίσκει μια προνομιακή θέση στο ινσταγραμικό πάνθεον της κρισιακής πορνογραφίας.

Η φωτιά δεν θα αργούσε να επικυρώσει τη διάρρηξη του κοινωνικού συμβολαίου της Μεταπολίτευσης. Τον Μάιο του 2010 η εμφυλιοπολεμική διαταραχή μας μετατράπηκε σε ανθρωπιστική υποχώρηση. Οι δολοφονημένοι της Μαρφίν, θύματα εμπρησμού και λαϊκού λιντσαρίσματος, δεν θα δικαιωθούν ποτέ. Εκλύσεις βίας και φωτιάς στο φινάλε των Αγανακτισμένων του 2011 και στον πολλαπλό εμπρησμό της Αθήνας τον Φεβρουάριο του 2011 εγκαθίδρυσαν μια δημοκρατία-θεματικό πάρκο ερειπίων και καταστροφών.

Ολα αυτά συναιρέθηκαν σε έναν ψυχικό εμβολιασμό έναντι της πραγματικότητας των κινδύνων Grexit/χρεοκοπίας και μετάπτωσης στην ολική εξαθλίωση. Ηταν ένα νέο κοινωνικό συναίσθημα υποταγής στην καταστροφή μέσα από την παραγνώρισή της. Η βαρουφάκεια συνθηματολογία που σκηνοθετούσε τη χρεοκοπία ως γιορτή και η επικράτηση ενός μείγματος ακίνδυνου βολονταρισμού και αμεριμνησίας που εκπροσωπούσε ο ΣΥΡΙΖΑ, εν όψει της αθέτησης των συμφωνηθέντων με τους δανειστές το 2015, κρυστάλλωναν παραδειγματικά τη συνθήκη της καταστροφικής δημοκρατίας. Η αξία της απρόσκοπτης επιδίωξης των ατομικών σχεδίων ζωής, της ασφάλειας, η πίστη στην επιστημονική γνώση (εκείνη που έλεγε τα απολύτως αυτονόητα περί ευρώ – δραχμής – Grexit) και η διεκδίκηση της εμπειρικής αλήθειας είχαν πλέον εξοβελιστεί από τη δημόσια σφαίρα. Θα επικρατούσαν η ιδεολογική αφαίρεση, η εθνικιστική γενικότητα, μια κουλτούρα εμφυλίου, μια συμβιωτική σχέση με την καταστροφή.

Η ολική κατάρρευση του Grexit αποφεύχθηκε in extremis, όμως στο Μάτι, λίγα χρόνια μετά, ο καταστροφισμός θα θριάμβευε εις βάρος της ζωής και κάθε κανόνα κοινωνικής συμβίωσης όπως θα δούμε την άλλη εβδομάδα στο τελευταίο σχετικό μας σημείωμα.

* Ο κ. Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής στο ΕΚΠΑ. Από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορεί το βιβλίο του «Τεχνολογικές καταστροφές και πολιτικές του κινδύνου. Παλινδρομήσεις του κοινωνικού εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα 1947-2000».


** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια