Του Γιώργου Φιντικάκη
Τον πετροπόλεμο που πρόκειται να ακολουθήσει και τις συντονισμένες αντιδράσεις με τις οποίες θα βρεθεί αντιμέτωπη η κυβέρνηση το επόμενο διάστημα, όταν θα παρουσιάσει το τελικό της σχέδιο για την ΔΕΗ, πολλώ δε μάλλον όταν θα το θέσει σε εφαρμογή, μαρτυρούν οι μέχρι τώρα δηλώσεις των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ.
Η κυβέρνηση το γνωρίζει, γι αυτό και σπεύδει αφενός να στείλει το μήνυμα ότι εδώ που έχει φτάσει η ΔΕΗ, απαιτούνται ριζικές λύσεις, αφετέρου να αναδείξει ποιοι ευθύνονται για την κατάρρευσή της.
"Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τίναξε την ΔΕΗ στον αέρα", ήταν το χθεσινό μήνυμα Χατζηδάκη, σε μια ανακοίνωση που κινούνταν στην λογική "δείτε ποιοι μας κατηγορούν", δηλαδή ότι η σημερινή αντιπολίτευση δεν δικαιούται να μιλά για απόπειρα απαξίωσης, όταν ήταν εκείνη που ως κυβέρνηση απαξίωσε την επιχείρηση, όπως προκύπτει από την κατάρρευση την τελευταία τετραετία κατά 90% της μετοχής της, και από τις προειδοποιήσεις του ορκωτού της ελεγκτή, ότι αυτή κινδυνεύει με χρεοκοπία.
Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση γνωρίζει ότι οι επόμενοι μήνες θα είναι δύσκολοι, και ποντάρει στην στήριξη για την διάσωση της ΔΕΗ από το ίδιο το προσωπικό της, αλλά και από τις πιέσεις που ασκεί πλέον η ίδια η οικονομία, για την οποία η καταρρέουσα επιχείρηση αποτελεί βραδυφλεγή βόμβα. Τυχαία δεν ήταν η χθεσινή αναφορά Χατζηδάκη "είμαστε εδώ για να εκπονήσουμε ένα σχέδιο σωτηρίας, το οποίο είμαι βέβαιος θα στηρίξει ο μέσος εργαζόμενος της ΔΕΗ".
H αλήθεια είναι ότι όσο δυνατά και να φωνάξουν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι σε θέση να εμποδίσουν την εφαρμογή του σχεδίου για την ΔΕΗ, διότι τις λύσεις θα τις δώσει η κυβέρνηση. Επίσης αλήθεια είναι πως παρά τις αντιπολιτευτικές κορώνες που θα ακουστούν προσεχώς, πολλά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ έχουν αποδεχτεί πως μετά και το ναυάγιο του διαγωνισμού πώλησης των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, οι ριζικές λύσεις είναι μια αναπόφευκτη εξέλιξη.
Μπορεί να μη συμφωνούν όλοι με αυτή, αλλά γνωρίζουν πως έρχεται βίαια, εξαιτίας της μέχρι σήμερα αποτυχίας της ΔΕΗ και των πολιτικών που εφαρμόστηκαν τα τελευταία 15 χρόνια, ώστε να περιοριστεί η υπερδεσπόζουσα θέση της στην αγορά, κυρίως όμως λόγω της κατάρρευσης που αυτή υπέστη από τους πειραματισμούς της τελευταίας τετραετίας.
Από το 2015 μέχρι πρότινος, η προηγούμενη κυβέρνηση επέμενε ότι έχει τις λύσεις που θα καταστήσουν βιώσιμη τη ΔΕΗ, συμφωνώντας ή εξαγγέλλοντας σχέδια, όλα εκτός οικονομικής λογικής. Τελικά, όχι μόνο η ΔΕΗ βρίσκεται στο ίδιο ακριβώς σημείο όπου βρισκόταν το 2014, όσον αφορά τις υποχρεώσεις της έναντι της Ε.Ε. και των δανειστών, αλλά και έχει επιδεινωθεί δραματικά η χρηματοοικονομική της κατάσταση.
Το πολύτιμο κεφάλαιο που δαπανήθηκε σε ανεφάρμοστες λύσεις σχετικά με τις υποχρεώσεις της έναντι των Βρυξελλών, είχε ως αποτέλεσμα αυτή να χάσει σημαντικό έδαφος για την επέκτασή της στον τομέα των ΑΠΕ, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο στους εγχώριους ανταγωνιστές της και στις μεγάλες ξένες εταιρείες που μπαίνουν επιθετικά στην αγορά.
Τελευταία μεγάλη ευκαιρία να αναδιαρθρωθεί ήταν το σχέδιο "μικρής ΔΕΗ" (2014) επί κυβερνήσεως Σαμαρά - Βενιζέλου. Το 2015 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το ακύρωσε και αντί η επιχείρηση να βάλει στα ταμεία της 2 δισ. ευρώ, όσα υπολογίζονταν ότι θα εισέπραττε από το σχέδιο, ζημιώθηκε πολλαπλάσια, δίχως να παίρνει ούτε σεντ ως αντάλλαγμα, μέσω της περίφημης ισοδύναμης λύσης, που πέτυχε η προηγούμενη κυβέρνηση. Την μοναδικής εμπνεύσεως συμφωνία με τους δανειστές για απώλεια μεριδίου της 50% στην αγορά λιανικής μέχρι το τέλος του 2019, μέσω των υποχρεωτικών δημοπρασιών πώλησης ποσοτήτων λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής ισχύος (ΝΟΜΕ) προς τον ανταγωνισμό, σε προκαθορισμένες τιμές και χαμηλότερες απ’ όσο θα τις πωλούσε στη χονδρική.
Σήμερα, αρκετά χρόνια μετά την έναρξη εφαρμογής του μέτρου, ούτε το μερίδιο της ∆ΕΗ έχει μειωθεί σημαντικά (75,8% τον Μάιο) ούτε η ίδια απέφυγε να υποχρεωθεί να πουλήσει μονάδες, αλλά χωρίς επιτυχία. Και η επιχείρηση βγήκε χαμένη, και οι προς πώληση μονάδες έμειναν προς το παρόν στο ράφι, και οι ανταγωνιστές της γκρινιάζουν για τις υψηλές τιμές των δημοπρασιών, καθώς δεν είδαν το μερίδιό τους να αυξάνεται σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό.
Χαρακτηριστικό είναι ότι κατά την χθεσινή δημοπρασία ΝΟΜΕ, λόγω ακριβώς της υψηλής τιμής εκκίνησης (58,12 ευρώ η μεγαβατώρα, oριακά κάτω από την τιμή-ρεκόρ των 58,74 ευρώ του Απριλίου), η ζήτηση ήταν χαμηλότερη της προσφοράς, και από τα 763 μεγαβάτ που διατέθηκαν στην αγορά, έμειναν απούλητα τα 214 μεγαβάτ.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια