Sponsor

ATHENS WEATHER

Ο Κυριάκος να θυμάται ότι η μικρομεσαία θάλασσα παλινδρομεί...


Γράφει ο Σταύρος Λυγερός

Η διεθνής οικονομική κρίση του 2008 έβγαλε στην επιφάνεια την υποκείμενη ασθένεια της ελληνικής οικονομίας, οδηγώντας σε κατάρρευση το μέχρι τότε μοντέλο ανάπτυξης. Ήταν αναπόφευκτο. Η κλεπτοκρατία, ο ανορθολογισμός, η σπατάλη, ο παρασιτισμός και οι ποικίλες μορφές αυθαιρεσίας ήταν συστημικά φαινόμενα κι όχι εξαιρέσεις. Το γεγονός ότι αυτή η κουλτούρα είχε διαποτίσει όλο σχεδόν τον κοινωνικό ιστό την είχε καταστήσει ανθεκτική, αλλά όχι λιγότερο αντικοινωνική. Με το δημόσιο χρέος να διογκώνεται συνεχώς, όμως, η κρίση δανεισμού ήταν ζήτημα χρόνου να εκδηλωθεί.

Στην πραγματικότητα το 2009-10 η Ελλάδα βίωσε το τέλος μίας εποχής. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι λόγω των ριζικών αλλαγών στο διεθνή καταμερισμό εργασίας ήταν τέλος εποχής συνολικά για την Ευρώπη, παρότι στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ η κρίση εκδηλώθηκε με διαφορετική ένταση και πάντως δεν ήταν ούτε κατά προσέγγιση τόσο επώδυνη όσο για τη χώρα μας.

Πολλοί στην αρχή της κρίσης, την αντιλαμβάνονταν σαν μία δυσάρεστη παρένθεση. Όσοι είχαν μάθει με μία μικρομεσαία και συνήθως όχι πολύ ανταγωνιστική επιχείρηση, λόγω συστηματικής φοροδιαφυγής, να εξασφαλίζουν ένα σχετικά υψηλό βιοτικό επίπεδο, κατά κανόνα διαπίστωσαν με περισσότερο ή λιγότερο επώδυνο τρόπο ότι το μοντέλο αυτό δεν μπορεί να συνεχισθεί.

Το ίδιο συνέβη και με τους αγρότες, που είχαν βολευτεί με περισσότερες απ’ όσες δικαιούνταν και σχετικά υψηλές επιδοτήσεις, με κρατικές παροχές και φθηνή εργασία παράνομων μεταναστών. Εάν δεν αυξήσουν τον κλήρο τους και κυρίως εάν δεν προσανατολισθούν σε καλλιέργειες αυξημένης ζήτησης και κατ’ επέκταση μεγαλύτερης απόδοσης θα φυτοζωούν. Ακόμα και οι δημόσιοι υπάλληλοι που λόγω των αρμοδιοτήτων τους μπορούσαν να “λαδώνονται” και να κάνουν περιουσίες στριμώχθηκαν, αν και το πάρτι σ’ αυτό το επίπεδο, έστω και σε χαμηλότερο επίπεδο, συνεχίζεται.

Λαϊκισμός και επέλαση

Εάν το άρθρο σταματούσε εδώ, θα εισέπρατε επαίνους απ’ όσους έχουν την τάση να εστιάζουν μόνο στις παθογένειες των μικρομεσαίων στρωμάτων. Είναι οι ίδιοι που στιγματίζουν σαν λαϊκιστή όποιον ασκεί κριτική στη διαπλοκή και στις ποικίλες κομπίνες των μεγαλοεπιχειρηματιών και των κάθε είδους ελίτ. Το ίδιο κι όποιον υπερασπίζεται τα θεμιτά συμφέροντα των αδύναμων της κοινωνίας και την ανάγκη για κοινωνική συνοχή.

Ο λαϊκισμός, βεβαίως, δεν είναι ένα εύρημα. Υφίσταται ως ιδεολογικοπολιτική στάση και έχει συσσωρεύσει πολλά δεινά στην Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά, όμως, οι νεοφιλελεύθεροι –κι όχι μόνο– εκμεταλλεύονται την ιδεολογική απαξίωση του λαϊκισμού για να μετατρέψουν τη δημόσια καταγγελία του σε όχημα επιβολής των δικών τους ιδεολογικοπολιτικών επιλογών, οι οποίες κατά κανόνα όζουν ταξική ιδιοτέλεια.

Οι ανωτέρω παρατηρήσεις αποκτούν ιδιαίτερη σημασία σήμερα, που στη σκηνή έχει ανέβει η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Αν και οφείλουμε να περιμένουμε τις πράξεις της για να την κρίνουμε, είναι ορατό από λόγια και πράξεις ότι η ατζέντα της έχει μάλλον νεοφιλελεύθερο πρόσημο. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη σαρωτική σχεδόν εκλογική επικράτηση της ΝΔ και στις τοπικές και στις ευρωπαϊκές και στις εθνικές εκλογές δημιουργεί ένα κλίμα ιδεολογικής και πολιτικής επέλασης.

Κοινωνική δυναμική

Θα ήταν, ωστόσο, λάθος του εάν ο Μητσοτάκης υποτιμήσει την κοινωνική δυναμική. Τα Μνημόνια δεν έπληξαν μόνο τις σταθερές του βίου, το βιοτικό επίπεδο, τις κοινωνικές κατακτήσεις και ασφαλώς κάποιες από τις παθογένειες εκατομμυρίων Ελλήνων. Εν μέρει ρευστοποίησαν και τις παραδοσιακές  κομματικές ταυτίσεις. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία εξ αντιδιαστολής τροφοδότησε και ενδυνάμωσε τη ΝΔ, αλλά η κρίση έχει πυκνώσει τον πολιτικό χρόνο, με την έννοια ότι έχει επιταχύνει τις κομματικές-εκλογικές μετατοπίσεις.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι παρά τα όσα λέγονται ότι η νέα κυβέρνηση δεν θα έχει –ή δεν θέλει να έχει– περίοδο χάριτος, στην πραγματικότητα –εκτός απροόπτου– ο Μητσοτάκης θα είναι κυρίαρχος, χωρίς σοβαρές αμφισβητήσεις, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2019. Για το ίδιο διάστημα και πιθανώς για μεγαλύτερο, ο ΣΥΡΙΖΑ κατά κανόνα δεν θα μπορεί να ασκεί πειστική αντιπολίτευση.

Το κλίμα αυτό, ωστόσο, έχει ημερομηνία λήξεως και κυρίως μπορεί να λειτουργήσει σαν πολιτική παγίδα. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα κριθεί από το εάν κάνει βήματα για να οικοδομήσει ένα υγιές και παραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης. Πρόκειται αναμφίβολα για αντικειμενικά δύσκολο εγχείρημα, κυρίως λόγω των μνημονιακών δεσμεύσεων, αλλά και λόγω των εγγενών παθογενειών της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Από την άλλη πλευρά είναι ζωτική ανάγκη.

Η μικρομεσαία θάλασσα 

Για να οδηγηθεί συντεταγμένα η κοινωνία προς αυτή την κατεύθυνση προϋπόθεση είναι η κάθε κοινωνική ομάδα να πάψει να οχυρώνεται πίσω από τη δική της μισή αλήθεια. Για να γίνει η υπέρβαση το κόστος πρέπει να κατανεμηθεί στοιχειωδώς δίκαια. Η προϋπόθεση αυτή, όμως, δεν ίσχυσε. Όχι μόνο, επειδή τα μεγάλα “ψάρια” είχαν διεξόδους και στη μνημονιακή εποχή, αλλά και επειδή η πολιτική εξουσία έχει την τάση να τα προστατεύει.

Εάν η νέα κυβέρνηση παρακάμψει τις απλές αυτές αλήθειες είτε για λόγους ιδεολογικούς, είτε για λόγους διαπλοκής είτε ακόμα και για λόγους κεκτημένη ταχύτητας, θα τις βρει μπροστά της. Τα Μνημόνια ήταν ένας υβριδικός οικονομικός-κοινωνικός “πόλεμος” εναντίον κυρίως της ελληνικής μικρομεσαίας θάλασσας. Προσπάθησε αρχικά να αντιδράσει με το κίνημα των “Αγανακτισμένων” και όταν απέτυχε, επένδυσε τις ελπίδες της στον ΣΥΡΙΖΑ για να διασωθεί. Διαψεύσθηκε και ηττημένη αναδιπλώθηκε και επιδόθηκε ατομικά πλέον σε μία προσπάθεια να κρατήσει το κεφάλι έξω από το νερό.

Αντιδρώντας στο 3ο Μνημόνιο, αλλά και σε αλαζονικές πολιτικές συμπεριφορές και σε εθνικές επιλογές (Συμφωνία των Πρεσπών), η πλειονότητα της μικρομεσαίας θάλασσας στράφηκε μαζικά προς τη ΝΔ, κυρίως για να τιμωρήσει τον ΣΥΡΙΖΑ. Αντιθέτως, η αριστερόστροφη πτέρυγά της, αφού πήρε εν μέρει αποστάσεις στις ευρωεκλογές, στις εθνικές παρέμεινε εκλογικά στον Τσίπρα, κυρίως ως αντίβαρο στην κυριαρχία του Μητσοτάκη.

Ας μην έχει κανείς αυταπάτες, όμως. Η κοινωνική δυναμική, όπως διαμορφώνεται ως συνισταμένη αφενός της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης, αφετέρου των εθνικών επιλογών, “μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει”. Αυτό είναι ένα επιβεβαιωμένο ιστορικό δεδομένο, το οποίο οι εκάστοτε ευρισκόμενοι στην εξουσία έχουν την τάση να ξεχνούν, με αποτέλεσμα εν καιρώ να το πληρώνουν.


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια