Μπορεί ο Τσίπρας το καλοκαίρι του 2016 να μην τα κατάφερε να συγκεντρώσει την αναγκαία πλειοψηφία των 200 εδρών για να εφαρμοσθεί η απλή αναλογική στις επόμενες εκλογές, αλλά έχει επαναφέρει την πρότασή του με σκοπό να την κατοχυρώσει συνταγματικά. Όπως αναμενόταν και φάνηκε αυτές τις ημέρες στη Βουλή, δεν έχει πιθανότητες να το επιτύχει.
Η ΝΔ είναι παγίως υπέρ της ενισχυμένης αναλογικής. Πολύ περισσότερο όταν από τότε οι δημοσκοπήσεις την έδειχναν πρώτο κόμμα. Ως εκ τούτου είχε και έχει συμφέρον να παραμείνει το μπόνους των 50 εδρών. Σημασία είχε και έχει η στάση του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ. Αν και ως μικρομεσαίο κόμμα θα ευνοείτο από την άμεση εφαρμογή της απλής αναλογικής, η Γεννηματά είχε το 2016 επιλέξει την καταψήφιση. Αποφασιστικό ρόλο είχε παίξει ο Βενιζέλος, ο οποίος όχι μόνο είχε δηλώσει σαφώς ότι είναι εναντίον της απλής αναλογικής, αλλά και -σύμφωνα με πληροφορίες- είχε θέσει βέτο στην αρχηγό του. Σαφή αρνητική στάση είχε λάβει και το Ποτάμι του Θεοδωράκη.
Μπορεί παραδοσιακά ο ΣΥΡΙΖΑ να είχε σημαία του την απλή αναλογική, αλλά το Μαξίμου δεν είχε φθάσει χωρίς προβληματισμό στο να προτείνει την απλή αναλογική. Ο τότε υπουργός Εσωτερικών Κουρουμπλής είχε εισηγηθεί ένα αναλογικότερο εκλογικό σύστημα, με σημαντική μείωση του μπόνους των 50 εδρών. Η αιτία που η κυβέρνηση τελικώς έφερε προς ψήφιση την απλή αναλογική οφειλόταν και στους τότε πολιτικούς σχεδιασμούς της.
Οι δημοσκοπήσεις έδειχναν από τότε πως ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο βρισκόταν στη δεύτερη θέση, αλλά και έχανε σταθερά έδαφος. Ο Τσίπρας είχε ζωτική ανάγκη από κινήσεις με αριστερό πρόσημο και κυρίως από κινήσεις που θα αποδείκνυαν πολιτική συνέπεια για να διασκεδάσει τη διάχυτη εντύπωση ότι είναι πρωταθλητής της πολιτικής κωλοτούμπας. Εκτός αυτού, όμως, το Μαξίμου θεωρούσε την απλή αναλογική μέσο για να σπάσει την πολιτική απομόνωση, την οποία δημιουργούσε η αντιπολιτευτική σύμπλευση κυρίως της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ και να οικοδομήσει τις προϋποθέσεις για μελλοντικές κυβερνητικές συνεργασίες με το ΚΙΝΑΛ ή τουλάχιστον με πτέρυγά του.
Χωρίς πλειοψηφική προοπτική
Στο Μαξίμου είχαν από τότε συνείδηση πως η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, πέρα από τις εγγενείς αντιφάσεις της, δεν είχε από μόνη της πλειοψηφική προοπτική. Γι’ αυτό και έστρεφαν το βλέμμα προς το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ και δευτερευόντως προς την Ένωση Κεντρώων, με σκοπό τη συγκρότηση ενός αντιδεξιού μετώπου για τη διεκδίκηση μίας νέας τετραετίας.
Ο Τσίπρας ήθελε να παραμείνει στην εξουσία και για να το καταφέρει δεν είχε άλλη επιλογή από το να ανοίξει το παιχνίδι. Με την απλή αναλογική τα μικρά κόμματα του ενδιάμεσου χώρου, ναι μεν θα εξασφάλιζαν περισσότερους βουλευτές, αλλά θα ήταν υποχρεωμένα να επιλέξουν αν θα συνεργάζονταν για τον σχηματισμό κυβέρνησης με τον ΣΥΡΙΖΑ ή με τη ΝΔ. Το δίλημμα αυτό από τότε δίχαζε τον ενδιάμεσο χώρο. Απειλούσε όχι μόνο να τινάξει στον αέρα τις προσπάθειες της Γεννηματά για ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς, αλλά και την ενότητα του ίδιου του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ.
Στο Μαξίμου είχαν δρομολογήσει την ψήφιση της απλής αναλογικής, επειδή θεωρούσαν ότι με την εφαρμογή της θα χαρασσόταν η νέα διαχωριστική γραμμή. Εάν τα μικρά κόμματα συνεργάζονταν με τον ΣΥΡΙΖΑ θα συγκροτείτο πλειοψηφική προοπτική. Εάν συμμαχούσαν με τη ΝΔ θα είχαν αφήσει εκλογικά ελεύθερο στον ΣΥΡΙΖΑ τον χώρο της κεντροαριστεράς. Εάν πάλι αρνούνταν τις αναγκαίες συνεργασίες και προέκυπτε ακυβερνησία αναπόφευκτα το πολιτικό σύστημα θα παλινδρομούσε σε ακόμα πιο σκληρό δικομματισμό με πρωταγωνιστές τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Έπεσαν στο κενό
Με την αποτυχία συγκέντρωσης των 200 βουλευτικών ψήφων οι κυβερνητικοί αυτοί σχεδιασμοί έπεσαν στο κενό. Οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με το σύστημα που δίνει στο πρώτο κόμμα πριμ 50 εδρών. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η ΝΔ, η οποία -με βάση όλες τις δημοσκοπήσεις- θα είναι άνετα πρώτο κόμμα, θα εξασφαλίσει το πριμ των 50 εδρών και κατά συνέπεια θα είναι ο κορμός της επόμενης κυβέρνησης, ακόμα και εάν δεν εξασφαλίσει αυτοδυναμία.
Τα όσα μεσολάβησαν από το καλοκαίρι του 2016 ενίσχυσαν την απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ να παίξει το χαρτί της απλής αναλογικής. Από τότε, άλλωστε, ο Τσίπρας είχε προτείνει τη συνταγματική κατοχύρωσή της και η ίδια πρόταση συμπεριλαμβάνεται στο πακέτο της συνταγματικής αναθεώρησης που συζητείται αυτές τις ημέρες στη Βουλή. Ο ενδιάμεσος χώρος, άλλωστε, έχει σε μεγάλο βαθμό «καθαρίσει».
Το Ποτάμι πρώτα και μετά οι ΑΝΕΛ έχουν φύγει από τη μέση. Η Ένωση Κεντρώων διατηρεί το καθεστώς του αυτόνομου κόμματος στη Βουλή, αλλά -σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις- είναι ερώτημα εάν στις κάλπες θα υπερβεί το 3%. Μόνο το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, λόγω της μεγάλης πολιτικής-εκλογικής παράδοσής του, έχει εξασφαλίσει την είσοδό του στην επόμενη Βουλή.
Δυσανάλογος ρόλος ρυθμιστή
Όσο λάθος είναι κάθε κυβέρνηση να αλλάζει το εκλογικό σύστημα ανάλογα με τις ανάγκες της, άλλο τόσο λάθος είναι να καθιερωθεί συνταγματικά η απλή αναλογική και οποιοδήποτε άλλο εκλογικό σύστημα. Πολύ περισσότερο, όταν ο ένας από τους δύο πυλώνες του πολιτικού συστήματος (εν προκειμένω η ΝΔ) είναι κατηγορηματικά αντίθετη. Το Σύνταγμα καταγράφει τους κανόνες του παιχνιδιού και ως εκ τούτου οφείλει να είναι ο κοινός παρονομαστής και όχι η επιβολή της όποιας περιστασιακής πλειοψηφίας επί της μειοψηφίας.
Το επιχείρημα αυτό έχει ισχύ και για όσους θεωρούν την απλή αναλογική το ενδεδειγμένο εκλογικό σύστημα. Πολύ περισσότερο όταν υπάρχουν σοβαρές επιφυλάξεις. Στην Ελλάδα, η Χρυσή Αυγή και το ΚΚΕ είναι από χέρι εκτός των εκάστοτε ζυμώσεων για σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας. Το ίδιο και εάν -παρά τις δημοσκοπήσεις- καταφέρουν και εισέλθουν στη Βουλή μικρά αριστερά κόμματα, όπως π.χ. η ΛΑΕ του Λαφαζάνη.
Όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, αυτό σημαίνει ότι ουσιαστικά το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ (και όποιο άλλο κόμμα καταφέρει να εισέλθει στη Βουλή) θα πρέπει να συμμαχεί με τη ΝΔ ή με τον ΣΥΡΙΖΑ για να σχηματισθεί κυβέρνηση. Και πάλι είναι αμφίβολο εάν θα είναι δυνατή η συγκρότηση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, πάντα στην περίπτωση που έχει ισχύσει η απλή αναλογική.
Ακόμα και εάν παρακάμψουμε τον κίνδυνο ακυβερνησίας, εγείρεται ένα άλλο πρόβλημα. Η συνταγματική κατοχύρωση της απλής αναλογικής, όπως προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, θα δώσει ένα δυσανάλογα αποφασιστικό πολιτικό ρόλο ρυθμιστή στο όποιο μικρό κόμμα επιβιώσει κοινοβουλευτικά. Κι αυτό, επειδή η εναλλακτική λύση της κυβέρνησης μεγάλου συνασπισμού στην Ελλάδα (ΣΥΡΙΖΑ με ΝΔ) και μοιάζει ανέφικτη και δεν είναι προς όφελος του πολιτικού συστήματος.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια