Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
Τα όσα συμβαίνουν το τελευταίο διάστημα με τις διαλυτικές τάσεις στα μικρά κόμματα του ενδιάμεσου χώρου επιβεβαιώνουν πως επιστρέφουμε σε ένα νέο δικομματισμό. Μετά από την πρώτη περίοδο διαμόρφωσης (1974-77), το μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα διήλθε καμπές και υπέστη κλυδωνισμούς, αλλά κεντρικό χαρακτηριστικό του ήταν ο λεγόμενος δικομματισμός. Για την ακρίβεια επρόκειτο για διπολισμό, δεδομένου πως πάντα υπήρχαν οι “μικροί παίκτες”.
Όλες οι κατά καιρούς προσπάθειες ανατροπής του δικομματισμού από τα μέσα είχαν κακό τέλος. Αυτό ισχύει για τους “μικροί παίκτες” και των προηγούμενων δεκαετιών και της εποχής των Μνημονίων. Η ΔΗΑΝΑ του Στεφανόπουλου στη δεκαετία 1980, η Πολιτική Άνοιξη του Σαμαρά και το ΔΗΚΚΙ του Τσοβόλα στη δεκαετία 1990 ξεκίνησαν με μεγαλύτερη ή μικρότερη εκλογική απήχηση, αλλά ακολούθησαν φθίνουσα πορεία και έσβησαν. Μετά από περισσότερο ή λιγότερο χρόνο, οι δύο μεγάλες παρατάξεις επανασυσπειρώνονταν κι απορροφούσαν τα αποσχισθέντα τμήματά τους.
Στα χρόνια από την μεταπολίτευση μέχρι τα Μνημόνια, το ΚΚΕ και ο Συνασπισμός (μετέπειτα ΣΥΡΙΖΑ) λειτουργούσαν ως κόμματα διαμαρτυρίας συμπληρώνοντας το κυρίαρχο δίπολο κεντροαριστερά-κεντροδεξιά. Καθοριστικό ρόλο για την κυριαρχία του δικομματισμού έπαιξε ότι από την μεταπολίτευση μέχρι τώρα εφαρμόσθηκαν παραλλαγές της ενισχυμένης αναλογικής. Μόνη εξαίρεση η περίοδος 1989-90, που εφαρμόσθηκε η απλή αναλογική.
Ο δικομματισμός, όμως, δεν οφειλόταν αποκλειστικά και μόνο στο εκλογικό σύστημα. Δεν θα είχε κυριαρχήσει για τόσα πολλά χρόνια, εάν δεν στηριζόταν στην πολιτική συναίνεση της μεγάλης πλειονότητας του εκλογικού σώματος. Απλώς, η ενισχυμένη αναλογική τροφοδότησε και εδραίωσε την συσπείρωση της μεγάλης πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος στο δίπολο ΠΑΣΟΚ-ΝΔ.
Σημάδια κόπωσης
Πριν ακόμα εκδηλωθεί η οικονομική κρίση και εισέλθουμε στη μνημονιακή εποχή, είχε καταστεί σαφές πως το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης εμφάνιζε έντονα σημάδια κόπωσης. Αυτό που διαφοροποιούσε ποιοτικά εκείνη την κρίση-κόπωση από τις όλες τις προηγούμενες κρίσεις, λόγω διασπάσεων, ήταν το γεγονός ότι συρρικνωνόταν η πολιτική συναίνεση της κοινωνίας προς τις δύο παρατάξεις-πυλώνες. Η πολιτική απαξίωση και της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ έδειχνε να αχρηστεύει τον βασικό μηχανισμό του κοινοβουλευτισμού: Η αξιωματική αντιπολίτευση δεν μπορούσε να εισπράξει πολιτικά την φθορά της συμπολίτευσης και κατ’ αυτό τον τρόπο να κρατήσει το σύστημα σε ισορροπία.
Σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις της περιόδου 2007-08, η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών θεωρούσε ότι οι “γαλάζιοι” του Κώστα Καραμανλή δεν μπορούσαν να κυβερνήσουν παραγωγικά κι ότι οι “πράσινοι” του Γιώργου Παπανδρέου δεν αποτελούσαν αξιόπιστη εναλλακτική λύση. Πολύ σωστά, οι πολίτες, που δεν ήταν στρατευμένοι στο ένα ή στο άλλο μεγάλο κόμμα, θεωρούσαν ότι τα φαινόμενα παρακμής δεν αποτελούσαν μεμονωμένα θλιβερά περιστατικά, αλλά προϊόντα της νοσηρής κατάστασης, που για πολλά χρόνια δηλητηρίαζε τον δημόσιο βίο. Αυτός ήταν ο λόγος, που οι πολίτες χρέωναν πολιτικά όχι μόνο τη ΝΔ που τότε κυβερνούσε, αλλά και το αντιπολιτευόμενο ΠΑΣΟΚ, το οποίο, όμως, ευθυνόταν σε μεγάλο βαθμό για τη γιγάντωση της διαπλοκής και της διαφθοράς.
Στην πραγματικότητα, το 2004 ήταν η τελευταία ευκαιρία του δικομματισμού. Υπήρχε η προσδοκία ότι η ΝΔ του Καραμανλή θα κυβερνούσε με άλλο ήθος, ύφος κι αποτελεσματικότητα. Υπήρχε, επίσης, η προσδοκία ότι ο νέος αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, που είχε γίνει δεκτός με τόσες ελπίδες, θα ανασυγκροτούσε την παράταξή του και θα αναβάθμιζε τον θεσμικό ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Η διπλή απογοήτευση
Γρήγορα φάνηκε ότι –αν και σε διαφορετικό βαθμό– ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δικαίωσαν τις προσδοκίες. Η διπλή αυτή απογοήτευση βιώθηκε από το εκλογικό σώμα ως κρίση εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα. Και εκδηλώθηκε ως ισχυρή τάση συρρίκνωσης της εκλογικής επιρροής και των δύο πυλώνων του. Παρότι η κυβέρνηση είχε περιέλθει σε δυσχερή θέση και είχε υποστεί πολιτική φθορά, η αξιωματική αντιπολίτευση όχι μόνο δεν εισέπραττε, αλλά και η ίδια έχανε συνεχώς εκλογικό έδαφος.
Η –έστω και άνιση– μείωση της εκλογικής επιρροής των δύο τότε κομμάτων εξουσίας ήταν η κύρια όψη της κρίσης, αλλά όχι η μοναδική. Κι αυτό, επειδή το κενό δεν καλυπτόταν πολιτικά από τα μικρότερα κόμματα. Καλυπτόταν εν μέρει και μόνο εκλογικά. Όπως έδειξαν και οι κάλπες του Σεπτεμβρίου 2007, η πολιτική απαξίωση του δικομματισμού τα τροφοδότησε. Πιο εντυπωσιακή ήταν η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, το δημοσκοπικό ποσοστό του οποίου είχε από τότε σημειώσει σημαντική άνοδο.
Όπως σημείωνα τότε «η άνοδος αυτή δεν αντανακλούσε πραγματική διεύρυνση της πολιτικής επιρροής του. Οφείλεται στο γεγονός ότι για πολλούς δυσαρεστημένους ψηφοφόρους λειτουργεί σαν προνομιακό δοχείο για την ψήφο διαμαρτυρίας» (Καθημερινή 16-3-2008). Το ίδιο ίσχυε και για το ΚΚΕ, αλλά σε μικρότερο βαθμό, αφού και η καταγραφόμενη άνοδός του δεν ήταν της ίδιας τάξεως.
Σε αντίθεση με το ΚΚΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ, έστω με ιδιότυπο τρόπο, ήταν εντός του συστήματος. Το κύμα εισροής ψηφοφόρων αποτελούσε μία μοναδική ευκαιρία να αφομοιώσουν ένα μέρος τουλάχιστον από την “εκλογική μετανάστευση” και να κάνουν ένα ποιοτικό άλμα. Αυξάνοντας σημαντικά το ποσοστό τους, αλλά –όπως έγραφα τότε– «κυρίως εγγράφοντας μία υποθήκη για να μετατραπούν από κόμματα διαμαρτυρίας σε κόμματα εξουσίας» (Καθημερινή 16-3-2008).
Ο φόβος της ακυβερνησίας
Παρότι ο δικομματισμός κλυδωνιζόταν σε πρωτοφανή βαθμό, ήταν πολύ μακριά από το να κινδυνεύει με κατάρρευση. Με την στάση τους οι πολίτες εκδήλωναν την επιθυμία τους για νέα σχήματα και νέους τρόπους διακυβέρνησης. Δεν ήταν σε θέση, όμως, ούτε να υποδείξουν συγκεκριμένα ούτε πολύ περισσότερο να επιβάλλουν. Όταν, λοιπόν, ο κόμπος έφθασε στο χτένι στις εκλογές του 2009 και ετέθη το ερώτημα της εναλλακτικής λύσης, το ΠΑΣΟΚ εκτοξεύθηκε εκλογικά, όχι επειδή είχε πείσει, αλλά κυρίως λόγω της αρνητικής ψήφου. Ο φόβος της ακυβερνησίας είναι πρωτογενής και τόσο ισχυρός, που το 2009, έστω και προσωρινά, ξανάστησε στα πόδια του τον παραπαίοντα δικομματισμό.
Η κρίση, όμως, είχε πλέον ήδη αρχίσει να πλήττει την Ελλάδα, έστω κι αν ακόμα τότε οι πολίτες είχαν δει μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Άρχισαν να συνειδητοποιούν την έκταση και την έντασή της στις αρχές του 2010. Ειδικά μετά την υπαγωγή στο Μνημόνιο οι σταθερές του βίου όλων σχεδόν των Ελλήνων άρχισαν να ανατρέπονται. Τέτοιου είδους τεκτονικές αλλαγές στο οικονομικό-κοινωνικό επίπεδο ήταν αναπόφευκτο να έχουν επιπτώσεις και στο πολιτικό επίπεδο. Με άλλα λόγια, εκείνη τη φορά, σε αντίθεση με ό,τι είχε συμβεί στο παρελθόν, οι αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό δεν ήταν αποτέλεσμα διαφωνιών στα ηγετικά κλιμάκια των τότε κομμάτων εξουσίας που κατέληξαν σε αποσχίσεις.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Το ΠΑΣΟΚ, το οποίο ψήφισε και ταυτίσθηκε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο κόμμα με τα Μνημόνια, εξέπεσε από κόμμα εξουσίας με ποσοστά 40%+ σε ένα φθίνον μικρομεσαίο κόμμα. Τίμημα πλήρωσε και η ΝΔ, αλλά πολύ μικρότερο, κυρίως, επειδή ο Σαμαράς είχε επιλέξει να καταψηφίσει το πρώτο Μνημόνιο. Από τη ΝΔ προέκυψαν ως αποσχίσεις και το ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη και οι ΑΝΕΛ του Καμμένου.
Το μεν πρώτο, μετά τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση Παπαδήμου, έδυσε πολιτικά. Το ίδιο φαίνεται πως θα συμβεί και με τους ΑΝΕΛ. Ξεκίνησαν εντυπωσιακά, έγιναν μικρός εταίρος στην κυβέρνηση Τσίπρα, επιβίωσαν τον Σεπτέμβριο 2015, αλλά οι δημοσκοπήσεις δείχνουν εδώ και καιρό πως στις επόμενες εκλογές δεν θα τα καταφέρουν. Αυτό ήταν αποφασιστικός παράγοντας για τη μετακίνηση προς τον ΣΥΡΙΖΑ βουλευτών τους.
Το Ποτάμι του Θεοδωράκη έχει ήδη διαλυθεί, ενώ η Ένωση Κεντρώων του Λεβέντη, παρά τις απώλειες δείχνει ακόμα να κρατάει, χωρίς να μπορεί να πει κανείς εάν στις επόμενες εκλογές θα επιβιώσει κοινοβουλευτικά. Και τα τρία αυτά κόμματα (ΑΝΕΛ, Ποτάμι και Ένωση Κεντρώων), παρότι είναι τέκνα των Μνημονίων, ήδη αρχίζουν να έχουν την τύχη των μικρών κομμάτων του ενδιάμεσου χώρου των προηγούμενων δεκαετιών.
Ο νέος δικομματισμός
Μόνη εξαίρεση αποτελεί η Χρυσή Αυγή, η οποία, επίσης, είναι τέκνο των Μνημονίων. Αν και ως κόμμα βρίσκεται εδώ και χρόνια στο εδώλιο του κατηγορουμένου, διατηρεί σταθερά την τρίτη θέση, αποδεικνύοντας ότι δεν είναι περιστασιακό φαινόμενο. Η αιτία δεν είναι τόσο ότι εκφράζει ένα παγιωμένο αυτόνομο ακροδεξιό ρεύμα στην κοινωνία. Εάν ίσχυε αυτό, το ποσοστό της Χρυσής Αυγής δεν θα ήταν αμελητέο πριν τα Μνημόνια.
Μπορεί η δυναμική άνοδός της να ενισχύθηκε λόγω του μεταναστευτικού, αλλά ο κύριος λόγος που δεν έχει την τύχη των άλλων μικρών κομμάτων είναι ότι παρέμεινε αποβλητέα και εκτός συστήματος. Έτσι, δεν προσφέρεται για “αρπαγή” των βουλευτών της από τα μεγάλα κόμματα, όπως συμβαίνει με τους ΑΝΕΛ, το Ποτάμι και την Ένωση Κεντρώων.
Από το 2012 φάνηκε ότι ο παραδοσιακός δικομματισμός (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ) αντικαθίσταται από το δίπολο ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ. Οι δύο εκλογές του 2015 τον επιβεβαίωσαν και οι δημοσκοπήσεις του 2018 καταδεικνύουν πως αυτό το δίπολο παγιώνεται. Μπορεί πλέον το άθροισμα των εκλογικών ποσοστών των δύο νέων κομμάτων εξουσίας να είναι πολύ μικρότερο από όσο ήταν στις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός πως το νέο πολιτικό σκηνικό διαμορφώνεται πλέον με επίσης δύο πρωταγωνιστές-πυλώνες.
Με άλλα λόγια, εδραιώνεται ένας νέος δικομματισμός και μάλιστα με καθαρισμένο το έδαφος όσον αφορά την κοινοβουλευτική παρουσία μικρών κομμάτων στον ενδιάμεσο χώρο. Όλα δείχνουν πως μπορεί στις ευρωεκλογές να δούμε κατακερματισμό και παρουσία μικρών κομμάτων, αλλά η επόμενη εθνική Βουλή μπορεί να επιστρέψει στα παλιά και να είναι πεντακομματική.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια