Πόσο ΣΥΡΙΖΑ μπορούν να γίνουν οι ΑΝΕΛ; Πόσο Τσίπρας μπορεί να γίνει ο Πάνος Καμμένος; Στο παρασκήνιο των έντονων πολιτικών διεργασιών του τελευταίου χρόνου, με επίκεντρο τη διαπραγμάτευση ανάμεσα στις κυβερνήσεις Ελλάδας και ΠΓΔΜ για το ζήτημα της ονομασίας, τα δύο ερωτήματα δοκιμάστηκαν στην πράξη με τις απαντήσεις να είναι μάλλον απογοητευτικές, τουλάχιστον όσον αφορά τις προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν από τους αρχικούς σχεδιασμούς. Σχεδιασμούς που εκπορεύθηκαν από το πολύ στενό επιτελείο του Αλέξη Τσίπρα και αποσκοπούσαν σε πολιτική μετεξέλιξη του μικρού κυβερνητικού εταίρου, με πολλαπλή στόχευση: τη βελτίωση της προοπτικής πολιτικής επιβίωσής του, τη δημιουργία ενός κεντροδεξιού «αναχώματος» που θα ανέκοπτε τη ροή ψήφων προς τη Ν.Δ., τον κατευνασμό των φωνών στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης, που θεωρούσαν ότι όσο περνάει ο καιρός, ο κυβερνητικός εταίρος μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε «βαρίδι», όλο και λιγότερο σε χρήσιμο στήριγμα.
Το παρασκήνιο
Καθώς οι ημέρες της συγκυβέρνησης έχουν παρέλθει, με τον επίλογο να περιλαμβάνει έμμεσες ή άμεσες προειδοποιήσεις, ποικιλόμορφες καταγγελίες, συναισθηματικές εξάρσεις, ακόμη και λυρικές εξάρσεις, αποκαλύπτεται το παρασκήνιο της προσπάθειας του κ. Τσίπρα να καταστήσει για ακόμα μία φορά χρήσιμο για την εξυπηρέτηση των πολιτικών σχεδιασμών του τον κ. Καμμένο και το κόμμα του. Οπως ειδικότερα αναφέρει πρόσωπο από το στενό πρωθυπουργικό επιτελείο, ο σχεδιασμός αυτός άρχισε να ξεδιπλώνεται από τη στιγμή που ο κ. Τσίπρας αποφάσισε να προχωρήσει μέχρι τέλους τη διαπραγμάτευση με τον Ζόραν Ζάεφ και να ολοκληρώσει μια συμφωνία επίλυσης του ονοματολογικού, καθώς στη σκέψη του το όλο ζήτημα έλαβε χαρακτηριστικά πολιτικής παρακαταθήκης που θα εγγραφεί στην Ιστορία. «Οταν αποφάσισε να αντιμετωπίσει το θέμα με όρους legacy», όπως αναφέρει ο συνομιλητής μας.
Αμέσως, βεβαίως, δεδομένης της «ευαισθησίας» του κ. Καμμένου για το συγκεκριμένο ζήτημα, καθώς πάνω σε αυτό πολιτεύθηκε σταθερά, ανέκυπτε το θέμα χειρισμού του κυβερνητικού εταίρου. Τότε ήταν που ο κ. Τσίπρας έδειξε να πιστεύει ότι θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην περίπτωση του κ. Καμμένου και των ΑΝΕΛ η συνταγή που ο ίδιος εφήρμοσε στον ΣΥΡΙΖΑ από το δεύτερο εξάμηνο του 2015 και μετά. Εν ολίγοις, η συνταγή αυτή κωδικοποιείται σε απαλλαγή από τις πιο «ακραίες» φωνές μέσα στο κόμμα, μετατόπιση προς το κέντρο με «πιστοποιητικά» ευρωπαϊκά και σταδιακή ενσωμάτωση προσώπων προερχόμενων από τον κεντρώο χώρο και, βεβαίως, οικειοποίηση σε επίπεδο δημόσιων τοποθετήσεων του κέντρου.
Η δυσκολία
«Από τις μετρήσεις που κάναμε τότε αλλά και την προηγούμενη περίοδο, ήταν σαφές ότι η δημοσκοπική καμπή των ΑΝΕΛ ήταν μη αναστρέψιμη. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά δεν άφηναν καμιά αμφιβολία. Εάν ο Καμμένος ήθελε να περισώσει κάτι από το κόμμα του και να έχει ελπίδες να συνεχίσει να υφίσταται πολιτικά, έπρεπε να προχωρήσει σε αλλαγές», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Την ίδια στιγμή, βεβαίως, το πρωθυπουργικό επιτελείο αντιλαμβανόταν τη δυσκολία του εγχειρήματος. «Ο Καμμένος έχανε διαρκώς από τον παρορμητισμό του και την επιμονή του σε κραυγές. Οταν είσαι στην αντιπολίτευση, οι κραυγές αποδίδουν. Οταν είσαι στην κυβέρνηση, γυρίζουν μπούμερανγκ», ήταν η κεντρική διαπίστωση. Παρά ταύτα, ο κύβος ερρίφθη και ο κ. Τσίπρας αποφάσισε να παρακινήσει τον κυβερνητικό εταίρο σε ένα πολιτικό «make over».
«Η ιδέα ήταν απλή: θεωρούσαμε δεδομένο ότι στην κορύφωση της συζήτησης για τη συμφωνία με την ΠΓΔΜ η Ν.Δ. και για λόγους αντιπολιτευτικούς, θα μετακινείτο προς τα δεξιά, θα υιοθετούσε πιο σκληρή ρητορική. Εκεί, λοιπόν, θα προέκυπτε στον χώρο της Κεντροδεξιάς το περιθώριο, ένας ζωτικός χώρος, τον οποίο θα μπορούσε να διεκδικήσει ένας σοβαρός, ήπιος και μετρημένος Πάνος Καμμένος», θυμάται στέλεχος του περιβάλλοντος του κ. Τσίπρα.
Παράλληλα, ο πρωθυπουργός δεσμεύθηκε στον κυβερνητικό εταίρο του ότι θα τον βοηθούσε να αποκαταστήσει σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ενωση, η οποία ήταν τουλάχιστον επιφυλακτική αν όχι ευθέως αρνητική ως προς τους ΑΝΕΛ – ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, μεταξύ άλλων, τους είχε κατατάξει στην Ακροδεξιά. Ο κ. Τσίπρας υποσχέθηκε ότι θα κατέβαλε προσπάθεια προσέγγισης των ΑΝΕΛ με το ΕΛΚ, προφανώς επιδιώκοντας να προκαλέσει με μια τέτοια εξέλιξη ενόχληση στη Ν.Δ. αντίστοιχη εκείνης που προκαλεί στο ΚΙΝΑΛ η δική του προσέγγιση με τους ευρωσοσιαλιστές.
Από την πλευρά του, ο Πάνος Καμμένος θα έπρεπε να αναμορφώσει το κόμμα με τρόπο τέτοιο που να σηματοδοτεί τη μετακίνηση προς το κέντρο. «Η “μαγιά” υπήρχε στους ΑΝΕΛ. Δεν μπορείς να πεις ότι είναι ακραίοι οι Μαυραγάνης, Παπαχριστόπουλος, Ζουράρις, Χρυσοβελώνη, ακόμα και η Κουντουρά», αναφέρει ο άνθρωπος με γνώση των χειρισμών που έγιναν και προσθέτει ότι «την ίδια στιγμή είχαν απομακρυνθεί από τη Ν.Δ. στελέχη όπως ο Ευάγγελος Αντώναρος, η Κατερίνα Παπακώστα, ο Κωνσταντίνος Μίχαλος, που κινούνται προς το κέντρο της δεξιάς παράταξης, ενώ συνδέονται και με την καραμανλική πτέρυγα. Η αποκατάσταση σύνδεσής τους με τους ΑΝΕΛ θα λειτουργούσε νομιμοποιητικά για την κεντρώα μετακίνηση του κόμματος, ενώ θα προκαλούσε πρόσθετο πονοκέφαλο στη Ν.Δ. η διεκδίκηση της καραμανλικής παρακαταθήκης».
Η άδοξη κατάληξη
Οπως αναφέρουν πηγές από το άμεσο περιβάλλον του Αλέξη Τσίπρα, ο κ. Καμμένος συμφώνησε αρχικά με αυτόν τον σχεδιασμό. Κάπως έτσι, από τα τέλη Ιουλίου του 2018 μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου, σε διάστημα 1,5 μήνα, συναντήθηκαν δύο φορές οι Καμμένος, Αντώναρος, Παπακώστα και άλλες δύο οι Καμμένος, Αντώναρος. Οι διεργασίες, ωστόσο, δεν έφεραν αποτέλεσμα. Και ο Πάνος Καμμένος, που για ένα διάστημα είχε υιοθετήσει πιο προσεκτικούς τόνους, «έγινε και πάλι ο γνωστός Καμμένος», όπως διαπίστωσαν στο Μαξίμου. Γιατί; «Διότι τόσο άντεξε την προσπάθεια να μετεξελιχθεί σε κάτι άλλο», θεωρούν από το πρωθυπουργικό περιβάλλον.
Δεν είναι τυχαίο, πάντως, ότι σχεδόν όλα τα ονόματα που «έπαιξαν» στο σχέδιο για μετάλλαξη των ΑΝΕΛ έχουν πλέον προσδεθεί στο άρμα της κυβέρνησης και βλέπουν το πολιτικό μέλλον τους στις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ. Το ερώτημα είναι αν ο ΣΥΡΙΖΑ, που διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία στην Κεντροαριστερά, μπορεί να μετακινηθεί ακόμα πιο δεξιά για να τους αφομοιώσει.
Δώρα Αντωνίου
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια