Οι βάσεις της τεχνολογίας για εμφυτεύματα μνήμης στον ανθρώπινο εγκέφαλο στο μέλλον υπάρχουν ήδη, με τη μορφή συσκευών βαθιάς εγκεφαλικής διέγερσης, αναφέρει νέα έκθεση ερευνητών της Kaspersky Lab και της Ομάδας Λειτουργικής Νευροχειρουργικής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης που παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο Kaspersky Next στη Βαρκελώνη. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζουν, η τεχνολογία αυτή είναι ευάλωτη, οπότε δεν θα ήταν απίθανο στο μέλλον οι κυβερνοεπιθέσεις να έχουν τη δυνατότητα να εκμεταλλεύονται τα εμφυτεύματα μνήμης για να κλέψουν, να παρακολουθήσουν, να αλλάξουν ή να ελέγξουν τις ανθρώπινες αναμνήσεις.
Όπως σημειώνουν οι ερευνητές της Kaspersky Lab, απέχουμε αρκετές δεκαετίες από την τεχνολογία αυτή, πόσο μάλλον από τις πιο ριζοσπαστικές απειλές, ωστόσο οι επιστήμονες μαθαίνουν πώς δημιουργούνται μνήμες στον εγκέφαλο και μπορούν να τις στοχεύσουν, να τις αποκαταστασήσουν και να τις ενισχυσούν χρησιμοποιώντας εμφυτεύσιμες συσκευές.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της Kaspersky Lab, οι ερευνητές συνδύασαν την πρακτική και θεωρητική ανάλυση με σκοπό να διερευνήσουν τα τρέχοντα τρωτά σημεία των εμφυτευμένων συσκευών που χρησιμοποιούνται για βαθιά εγκεφαλική διέγερση. Γνωστές ως εμφυτεύσιμες γεννήτριες παλμών (IPG) ή νευροδιεγέρτες, στέλνουν ηλεκτρικούς παλμούς σε συγκεκριμένα σημεία του εγκέφαλου για τη θεραπεία διαταραχών όπως η νόσος Parkinson, ο ιδιοπαθής τρόμος, η μείζων καταθλιπτική διαταραχή και η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Η τελευταία γενιά αυτών των εμφυτευμάτων συνοδεύονται με λογισμικό διαχείρισης – το οποίο είναι εγκατεστημένο σε tablet και smartphones – τόσο για τους κλινικούς ιατρούς όσο και για τους ασθενείς. Η σύνδεση μεταξύ τους βασίζεται στο Bluetooth.
Οι ερευνητές βρήκαν μια σειρά υφιστάμενων και δυνητικών απειλών, κάθε μία από τις οποίες θα μπορούσε να αξιοποιηθεί από τους εισβολείς. Αυτές περιλαμβάνουν εκτεθειμένες συνδεδεμένες υποδομές (οι ερευνητές εντόπισαν μια σοβαρή ευπάθεια και πολλές ανησυχητικές λανθασμένες διαμορφώσεις σε μια πλατφόρμα ηλεκτρονικής διαχείρισης δημοφιλή στους κύκλους των χειρουργικών ομάδων, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν έναν εισβολέα σε ευαίσθητα δεδομένα και διαδικασίες θεραπείας), επισφαλή ή μη κρυπτογραφημένη μεταφορά δεδομένων μεταξύ του εμφυτεύματος, του λογισμικού και τυχόν συνδεδεμένων δικτύων, περιορισμούς σχεδιασμού καθώς η υγεία των ασθενών υπερισχύει έναντι της ασφάλειας και επισφαλή συμπεριφορά του ιατρικού προσωπικού.
Η αντιμετώπιση αυτών των ευάλωτων ζητημάτων κρίνεται ως καίριας σημασίας, επειδή οι ερευνητές εκτιμούν ότι τις επόμενες δεκαετίες οι πιο προηγμένοι νευροδιεγέρτες και η πιο βαθιά κατανόηση για το πώς ο ανθρώπινος εγκέφαλος σχηματίζει και αποθηκεύει μνήμες, θα επιταχύνουν την ανάπτυξη και τη χρήση τέτοιων τεχνολογιών και θα δημιουργήσει νέες ευκαιρίες για κυβερνοεπιθέσεις.
Όπως εκτιμούν οι ερευνητές της Kaspersky Lab, μέσα σε πέντε χρόνια, οι επιστήμονες αναμένουν να είναι σε θέση να καταγράφουν ηλεκτρονικά τα σήματα του εγκεφάλου που δημιουργούν τις μνήμες και στη συνέχεια να τα ενισχύσουν ή και να τα ξαναγράψουν προτού τα επανατοποθετήσουν στον εγκέφαλο. Σε μια δεκαετία από τώρα, τα πρώτα εμφυτεύματα που ενισχύουν τη μνήμη θα μπορούσαν να εμφανιστούν στην αγορά - και, μέσα σε 20 περίπου χρόνια, η τεχνολογία θα μπορούσε να προχωρήσει αρκετά ώστε να επιτρέψει τον εκτεταμένο έλεγχο των αναμνήσεων. Οι νέες απειλές που θα προκύψουν από αυτό θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν τη μαζική χειραγώγηση ομάδων μέσω εμφυτευμένων ή διαγραμμένων αναμνήσεων πολιτικών γεγονότων ή συγκρούσεων. ενώ οι «επαναπροσδιορισμένες» ψηφιακές απειλές θα μπορούσαν να στοχεύσουν νέες ευκαιρίες ψηφιακής κατασκοπείας ή την κλοπή, τη διαγραφή ή το «κλείδωμα» αναμνήσεων (για παράδειγμα, σε αντάλλαγμα για λύτρα).
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια