Sponsor

ATHENS WEATHER

Αριστερά-Δεξιά: για πάντα, για όλα

Γράφει ο Σπύρος Γεωργάτος

Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Ευρώπης που αντιμετωπίζει ακόμη συνοριακά προβλήματα (Αιγαίο) και έχει σοβαρές διαφορές με τις γειτονικές της χώρες. Λόγω αυτής της ιδιομορφίας, ο εθνικισμός δεν εκφράζεται σε μας με μια οικονομίστικη ρητορική  α λα Λέγκα του Βορρά, αλλά με κορώνες μεγαλοϊδεατισμού.

Στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες το πρόβλημα με τα εθνολαϊκιστικά κόμματα αφορά κυρίως το προσφυγικό, τον απομονωτισμό και το αστυνομικό Κράτος που ευαγγελίζονταικαι προωθούν. Εδώ, έχουμε ένα επιπλέον θέμα: την εξωτερική πολιτική, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, δηλαδή τον κίνδυνο θερμών επεισοδίων και γεωπολιτικής περιχαράκωσης. Αν το 1974 -όταν χάσαμε έναν ακήρυχτο πόλεμο με την Τουρκία- φαντάζει πολύ μακρινό, η διπλωματική περιθωριοποίησή μας στην υπόθεση των Σκοπίων μας υπενθυμίζει με επώδυνο τρόπο τί κινδύνους κρύβει ο μεγαλοϊδεατισμός.

Το μείζον ζήτημα που αναδεικνύεται στη συγκυρία δεν είναι όμως το ίδιο το Μακεδονικό, αλλά κάτι άλλο: η υπερβολικά εύκολη ενσωμάτωση του πολιτικού λόγου της ακροδεξιάς από τα συμβατικά δεξιά –και εν μέρει τα κεντροαριστερά και αριστερά- σχήματα. Αυτό δεν θα πρέπει να μας ξενίζει. Ο εθνολαϊκισμός είναι μια καιροσκοπική παραλλαγή του λαϊκισμού που έχουν χρησιμοποιήσει κατά καιρούς πολλοί για να υπερκεράσουν τους αντιπάλους τους σε «φιλολαϊκότητα» και «πατριωτισμό», αλλάζοντας έτσι την εσωτερική ατζέντα και αποκομίζοντας εκλογικά οφέλη. Στα χαρτιά, ο (νεο)φιλελευθερισμός είναι ασύμβατος με τέτοιες «προσαρμογές» της πολιτικής γραμματικής. Στην πράξη όμως, αυτό δεν επιβεβαιώνεται πάντοτε (θυμηθείτε τα Φώκλαντ).

Η συζήτηση για τη συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ ξεσήκωσε έναν κουρνιαχτό αντιδράσεων, δήθεν για την προάσπιση της εδαφικής μας κυριαρχίας και τη διαφύλαξη της πολιτισμικής μας κληρονομιάς. Στην πραγματικότητα, το θέμα είναι μάλλον πεζό. Η κυβέρνηση, στη λογική της «τακτοποίησης» και της «κανονικοποίησης» των σχέσεων μας με την Ευρώπη, επιχείρησε να λύσει ένα εκκρεμές θέμα που λιμνάζει εδώ και 25 χρόνια. Εδώ που τα λέμε, δεν είχε και πολλά περιθώρια να το αποφύγει, καθώς η πίεση από το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση και ο εντεινόμενος ανταγωνισμός των Ηνωμένων Πολιτειών με τη Ρωσία έχουν εμπεδώσει έναν άτυπο «ψυχρό πόλεμο» στην περιοχή.

Ο Αλέξης Τσίπρας τόλμησε. Η Νέα Δημοκρατία, νομίζοντας ότι η κυβέρνηση δεν θα τολμήσει, επένδυσε στον αδύναμο κρίκο των ΑΝ.ΕΛ. και ξεδίπλωσε μια εκστρατεία συκοφάντησης και φθοράς του ΣΥΡΙΖΑ, σαν αντίβαρο στην αναποτελεσματικότητα της δικής της πολιτικής. Ήταν αναμενόμενο. Η ψαλίδα στις δημοσκοπήσεις σιγά-σιγά έκλεινε, η δε προοπτική της εξόδου από το μνημόνιο και της ρύθμισης του χρέους θα μπορούσε να επαναπροσελκύσει τους αποστασιοποιημένους ψηφοφόρους, που έδωσαν στο κυβερνών κόμμα τη νίκη το 2015.

Η δρυμεία επίθεση κατά της κυβέρνησης είχε, βεβαίως, μια βασική προϋπόθεση: ότι η ο καιροσκοπισμός της Δεξιάς θα μπορούσε να υπερβεί κάθε πολιτικό και ηθικό όριο. Δύσκολο κατ’ αρχήν, δεδομένων των περιστάσεων: η οικογενειακή πολιτική παράδοση του Κυριάκου Μητσοτάκη βρισκόταν στον αντίποδα αυτής της εθνολαϊκιστικής επιλογής. Πολύ δε περισσότερο, η καταγγελία της συμφωνίας Τσίπρα-Ζάεφ ήταν ακριβώς το αντίθετο απ’ ό,τι περίμεναν οι σύμμαχοι της Νέας Δημοκρατίας στην Ευρώπη. Όλα αυτά υποτάχθηκαν στη σκοπιμότητα του διεμβολισμού των ΑΝ.ΕΛ. και τη φθορά ή την κατάρρευση της κυβερνητικής συμμαχίας.

Η απόπειρα αυτή είχε πενιχρά αποτελέσματα. Ο βουλευτής των ΑΝ.ΕΛ. Δημήτρης Καμμένος έκανε την κίνηση που περίμεναν όλοι και καταψήφισε την Κυβέρνηση. Αλλά στη διαδικασία, ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εντυπώσεις ανάμεσα στους ρεαλιστές και τους πιο «ορθολογικούς» της Δεξιάς. Αυτό έχει τη σημασία του.

Γιατί εξεράγη η Φώφη Γενηματά πριν ακόμα αρχίσει η συζήτηση για το Μακεδονικό και γιατί δεν χρησιμοποίησε την ευκαιρία που έδινε η συμφωνία με τα Σκόπια για να κάνει ένα «προφίλ» στους προοδευτικούς ψηφοφόρους και τους σοσιαλδημοκράτες συνδαιτημόνες της στην Ευρώπη; Η σύντομη απάντηση είναι διότι ο καιροσκοπισμός της ηγεσίας του ΚΙΝ.ΑΛ. υπερβαίνει την τυπική πολιτική του ατζέντα. Αν το μείζον για να επανέλθουν στο προσκήνιο είναι «να φύγει ο Τσίπρας», τότε οι υποκλίσεις στον εθνικισμό και η σύμπραξη με τη Νέα Δημοκρατία δικαιολογούνται απόλυτα. Άλλωστε, κοινός στόχος ανάμεσα στα δύο κόμματα είναι η φθορά και η εξαφάνιση των ΑΝ.ΕΛ., πράγμα που θα προκαλούσε την αναδιαμόρφωση του πολιτικού χάρτη.

Πίσω όμως έχει η αχλάδα την ουρά. Εξαφανιζομένων των ΑΝ.ΕΛ. από το προσκήνιο –και μάλιστα με αυτόν τον τρόπο- το πρόβλημα και το δίλημμα της Φώφης Γενηματά γίνεται ακόμα μεγαλύτερο. Το ΚΙΝ.ΑΛ. θα πάει στις εκλογές έχοντας δώσει δείγματα γραφής που ελάχιστα διαφέρουν από εκείνα της Νέας Δημοκρατίας. Πρόωρες εκλογές ζητάει ο Μητσοτάκης, πρόωρες εκλογές ζητούν κι αυτοί. Κορώνες για «εθνικούς κινδύνους» η Δεξιά, από κοντά κι η Πρόεδρος της ΚΙΝ.ΑΛ. Κανένας δεν παίρνει στα σοβαρά την αναιμική μεταρρυθμιστική ατζέντα που ψελλίζει η Φώφη Γενηματά. Και κανείς δεν πιστεύει ότι σε περίπτωση συνεργασίας με τη Δεξιά του Μητσοτάκη, του Γεωργιάδη και του Βορίδη θα είχε τη δύναμη να την επιβάλει. Αντικειμενικά λοιπόν, το ΚΙΝ.ΑΛ. λειτουργεί ως δορυφόρος της Νέας Δημοκρατίας, αναμασώντας κάθε ιδεολόγημα που παράγει το επιτελείο της, από το θέμα της ασφάλειας, μέχρι το θέμα της πορείας μας μετά το μνημόνιο.

Στην ουσία, έχουμε μια μετατόπιση του άξονα Αριστεράς-Δεξιάς προς το πιο συντηρητικό –έως το ιστορικά παρωχημένο. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον η πιο καθαρόαιμη κεντροαριστερά που έχει υπάρξει από τη μεταπολίτευση και μετά, του ΠΑ.ΣΟ.Κ. συμπεριλαμβανομένου. Η πολιτική του ατζέντα αντέχει και τον κοινωνικό φιλελευθερισμό και την αναδιανομητική λειτουργία του Κράτους που αποτέλεσαν τα ιστορικά εργαλεία της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας μεταπολεμικά. Κι αυτό είναι αυθεντικό, γιατί το κυβερνών κόμμα πέρασε δια πυρός και σιδήρου για να φθάσει από το επίπεδο ενός μετα-μαρξιστικού, ριζοσπαστικού κόμματος της Αριστεράς στο mainstream της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.

Ορισμένοι απογοητεύονται από αυτή την πορεία κι αυτή την προοπτική. Δικαιολογημένα, σκέφτονται ότι «εμείς κινήσαμε γι’ αλλού, κι αλλού η ζωή μας πάει». Το ανάλογο φαινόμενο στην Ιταλία κατέληξε άλλωστε στον πολτό που λέγεται Δημοκρατικό Κόμμα, ενώ στη Γαλλία το Κομμουνιστικό Κόμμα και η ριζοσπαστική Αριστερά εξαφανίστηκαν. Σωστά όλα αυτά, η ζωή δεν υποτάσσεται όμως στον βολονταρισμό μας κι η ιστορική εξέλιξη δεν προδιαγράφεται με προβολές αμφιβόλου ακριβείας. Η μόνη σταθερά που έχει αντέξει στον χρόνο είναι η διχοτομία Αριστεράς-Δεξιάς, στο πεζό, πολύ πεζό επίπεδο, όπως την αντιλαμβάνεται ο πολύς κόσμος. Μέσα κι εντός των δύο στρατοπέδων υπάρχουν ασφαλώς αποχρώσεις, ποικιλίες, παραλλαγές. Άλλο όμως το μείζον και άλλο το έλασσον, αλλο το θεμελιώδες και άλλο το επιφαινόμενο.

Όσο τα ελληνικά πολιτικά κόμματα θα διατάσσονται και θα προσδιορίζονται σαφέστερα με βάση αυτό το διχοτομικό σχήμα, τόσο πιο γρήγορα θα προσεγγίζουμε τον ορίζοντα μιας πιο δημοκρατικής, δίκαιης και θεσμικά θωρακισμένης κοινωνίας. Εν τω μεταξύ, εκείνοι που έχουν ακόμα στον νου και την καρδιά τους εκείνο το «Κ» δεν θα πρέπει ν’ ανησυχούν. Βεβαιότητες δεν υπάρχουν, αλλά το μέλλον τους κλείνει το μάτι. Μόνο που διαρκεί πολύ ...



* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια