Του Νίκου Μελέτη
Η πραγματικότητα σχετικά με την Συμφωνία που υπογράφτηκε στις Πρέσπες για την επίλυση του ονοματολογικού με σύνθετη ονομασία «erga omnes» και την αναγνώριση «μακεδονικής» γλώσσας και εθνότητας είναι σκληρή.
Η Συμφωνία αυτή παράγει αποτελέσματα και ακόμη κι αν δεν ολοκληρωθεί η διαδικασία κύρωσης στα Σκόπια και η συνταγματική αλλαγή η αν ακόμη δεν υπάρξει η αναγκαία πλειοψηφία στην Ελλάδα για την κύρωση της, θα πρέπει να σχεδιασθεί η διαχείριση ορισμένων παράπλευρων συνέπειών της Συμφωνίας αυτής.
Η αναγνώριση «Μακεδονικής» γλώσσας με τα συνοδευτικά ψιλά γράμματα σε άλλο άρθρο της Συμφωνίας να διευκρινίζουν ότι πρόκειται περί σλαβικής γλώσσας, δεν αλλάζει σε τίποτε το πραγματικό γεγονός καθώς ποτέ, κανείς δεν υποστήριξε ότι η «μακεδονική» γλώσσα ήταν η γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων. Απλώς ο χαρακτηρισμός της λαλιάς αυτής που προέρχεται από την Βουλγαρική γλώσσα, ως «μακεδονικής» έγινε για τους γνωστούς λόγους που ενέπνευσαν στην Σοσιαλιστική Ομοσπονδία της Γιουγκοσλαβίας την δημιουργία «μακεδονικής» ταυτότητας η οποία δεν θα είχε σημείο αναφοράς στο γεωγραφικό τμήμα της Μακεδονίας το οποίο ανήκε στην Γιουγκοσλαβία, αλλά στο σύνολο της Μακεδονίας. Εξ ου και η έγερση εκ μέρους του Τίτο και ζητήματος «μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα που είχε αποκρουσθεί από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Σε ότι αφορά την «μακεδονική» εθνότητα, έχει εξηγηθεί επαρκώς ότι αν και η αναφορά είναι για την εθνικότητα «Μακεδονική/ πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας» αυτή δεν ήταν παρά η συμβιβαστική λύση στην απαίτηση μέχρι την τελευταία στιγμή της σκοπιανής πλευράς για ρητή αναφορά σε «Μακεδονική Εθνότητα» (ethnicity). Όμως καθώς η εθνικότητα (ιθαγένεια) αναφέρεται σε νομικό δεσμό του προσώπου με το κράτος, είναι σαφές ότι η διατύπωση που επέλεξαν να καταγράψουν στην Συμφωνία αφορά την Εθνότητα.
Στην διαπραγμάτευση η Ελλάδα για μια ακόμη φορά (η πρώτη έγινε με την απόσυρση της σημαίας με τον Ήλιο της Βεργίνας) βρέθηκε να πληρώνει υπερβολικό αντάλλαγμα για ένα θέμα που προστέθηκε εκ των υστέρων στην Διαφορά, και αυτό ήταν ο εξαρχαϊσμός του κ. Γκρουέφσκι. Η αναγνώριση τελικά μακεδονικής ταυτότητας, ήταν το αντάλλαγμα για να δηλωθεί από την άλλη πλευρά ότι η «Μακεδονία» τους δεν είχε σχέση με τον Μέγα Αλέξανδρο, λες και μπορούσε να έχει …
Πιθανότατα η Συμφωνία αυτή όταν φθάσει στην Ελληνική Βουλή θα είναι δύσκολο να κυρωθεί μετά και τους παραλογισμούς που ακούστηκαν από το κόμμα των ΑΝΕΛ, ότι θα ζητήσουν αυξημένη πλειοψηφία 180 ψήφων αλλά οι ίδιοι θα την καταψηφίσουν, συνεχίζοντας να υποστηρίζουν την κυβέρνηση η οποία υπέγραψε την Συμφωνία.
Η ΝΔ, ήδη έσπευσε να δηλώσει ότι θα την καταψηφίσει προφανώς αναμένοντας ότι δυνάμεις της κεντροαριστεράς θα υπερψηφίσουν στην Συμφωνία, ώστε να μην βρεθεί στα χέρια μιας επόμενης κυβέρνησης η καυτή πατάτα διαχείρισης των αντιδράσεων από μια ενδεχομένη απόρριψη της Συμφωνίας από το Ελληνικό Κοινοβούλιο.
Τα πρώτα αποτελέσματα που παράγει η Συμφωνία θα καταγραφούν στην Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, όπου χωρίς τυπικά να υπάρχει Συμφωνία που να έχει τεθεί σε ισχύ, η ΠΓΔΜ έστω και με το προσωρινό όνομα FYROM θα πάρει το πράσινο φως για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε. και πρόσκληση για ένταξη στο ΝΑΤΟ.
Και οι δυο αυτές αποφάσεις κλειδιά για την ευρωατλαντική πορεία της χώρας είχαν συνδεθεί από την Αθήνα σταθερά από το 2005 και το 2008, με την επίλυση της διαφοράς και την υιοθέτηση της νέας ονομασίας. Κάτι που πρακτικά και ουσιαστικά δεν έχει ακόμη συμβεί και δεν θα έχει συμβεί μέχρι την ολοκλήρωση της κυρωτικής διαδικασίας και από την Ελληνική Βουλή.
Μια συνέπεια την οποία καλείται να διαχειρισθεί η Αθήνα, παρά το γεγονός ότι σημαντικό τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει θετικά την ύπαρξη «μειονοτικού ζητήματος στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία», είναι αυτό όχι μόνο των δίγλωσσων που έχουν απομείνει στην περιοχή, αλλά όλων εκείνων που επιδιώκουν να μετατρέψουν την τοπική διάλεκτο σε απόδειξη μειονότητας με «μακεδονική συνείδηση».
Στις υποθέσεις «Σιδηρόπουλος και άλλοι εναντίον Ελλάδας» και της «Στέγης Μακεδονικού Πολιτισμού», υποθέσεις που η Ελλάδα έχει καταδικασθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ουσιαστικά είχε απορριφθεί από τις ελληνικές δικαστικές Αρχές και τον Άρειο Πάγο η ύπαρξη «μακεδονικής» γλώσσας και «μακεδονικού» πολιτισμού και ταυτότητας και είχε θεωρηθεί ως προσπάθεια δημιουργίας μειονοτικού ζητήματος που έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια της χώρας.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν συνέτρεχε τέτοιος λόγος για την ασφάλεια της χώρας και ότι επρόκειτο περί παραβίασης και του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι.
Στο αρθρο 2 του Καταστατικού της «Στέγης Μακεδονικού Πολιτισμού» ορίζεται ότι σκοπός του σωματείου είναι, μεταξύ άλλων, "η πολιτιστική αποκέντρωση και η προστασία των πνευματικών και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων και οι παραδόσεις των πολιτιστικών μνημείων και γενικότερα η διατήρηση και διάδοση του Μακεδονικού πολιτισμού. Η διατήρηση και καλλιέργεια της Μακεδονικής γλώσσας - MAKEDONCKI -και, ως μέσο για την επίτευξη του παραπάνω στόχου, δηλώνει ότι είναι ομιλίες, δημοσιεύσεις, αντιπροσώπευση σε όλες τις μορφές, καθώς και η συνεργασία του Συλλόγου με άλλες ενώσεις, οι οποίες έχουν κοινούς στόχους, με την τοπική αυτοδιοίκηση και με άλλους αρμόδιους δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς".
Η ελληνική κυβέρνηση είχε καταθέσει ότι «το ελληνικό κράτος αναγνωρίζει σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα να εκφράζεται υπέρ της οποιασδήποτε μειονότητας στην ελληνική επικράτεια» αλλά ότι η «χρήση του όρου "Μακεδονικού" στο όνομα της προσφεύγουσας ενώσεως ως πολιτιστικό και γλωσσικό στοιχείο, που διαφέρει από την ελληνική ιστορία, θα μπορούσε να παρεμποδίσει την άσκηση της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι σε τρίτους. Τέτοια είναι η περίπτωση μελών άλλων συλλόγων, όπου ο όρος «μακεδονικός» χρησιμοποιείται στην γεωγραφική σημασία του, αναφερόμενος στο βόρειο τμήμα της Ελλάδα».
Με την υπογραφή της Συμφωνίας και την αναγνώριση από την κυβέρνηση της «μακεδονικής» γλώσσας και εθνότητας και κυρίως με τα άρθρα 1παρ.3(δ) («Οι όροι “Μακεδονία” και “Μακεδόνας» έχουν την έννοια που αποδίδεται στο Άρθρο 7 της παρούσας Συμφωνίας) και κυρίως με το Άρθρο 7 που αποδέχεται και νομιμοποιεί πλήρως την χρήση των όρων «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» με την αναγνώριση ότι η «εκατέρωθεν αντίληψη τους ως προς τους όρους αυτούς αναφέρεται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και πολιτιστική κληρονομιά», είναι προφανές ότι υπονομεύεται η μεχρι τωρα επιχειρηματολογία εναντίον όσων επιχειρούσαν υπογείως να θέσουν μειονοτικό ζήτημα.
Οι ελληνικές Αρχές δεν θα είναι εύκολο να αρνηθούν ως σκοπό λειτουργίας σωματείου την προώθηση της «μακεδονικής γλώσσας, που ανήκει στην ομάδα των νότιων σλαβικών γλωσσών», και του «μακεδονικού» πολιτισμού όπως τον αποδέχεται η Συμφωνία, διαφορετικό και διακριτό από τον Ελληνικό Πολιτισμό. Με την διάφορα ότι αυτά τα Σωματεία θα λειτουργούν πλέον επί ελληνικού εδάφους και σε περιοχές που θα επιχειρηθεί μεσώ του γλωσσικού η καλλιέργεια και «εθνικής συνείδησης»
(π.χ. πως θα αρνηθούν οι Αρμόδιες Αρχές την λειτουργία φροντιστηρίου «μακεδονικής γλώσσας» στην Φλώρινα, η λειτουργία κέντρου «Μακεδονικού Πολιτισμού» στην Αριδαία, όταν αυτά θα έχουν αναγνωρισθεί και έχουν γίνει αποδεκτά από την Συμφωνία;)
Πλέον όσες εκκρεμότητες θα προκύπτουν σχετικά με την εφαρμογή της Συμφωνίας θα μεταφερθούν και στο εσωτερικό πεδίο της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, όπου ως γνωστόν και οι δυο θεσμοί αποφεύγουν να εμπλέκονται σε αντιθέσεις τέτοιου είδους μεταξύ κρατών μελών.
Ένα σημαντικό ερώτημα που επίσης πρέπει να τεθεί είναι εάν έχουν ληφθεί πρόνοιες ώστε να αντιμετωπισθεί μια προσπάθεια που θα πρέπει να είναι αναμενόμενη, για αλλαγή του Νόμου του 1982 περί Αμνηστίας (Νόμος 106841) βάσει του οποίου επιτράπηκε η επιστροφή των Πολιτικών Προσφύγων που έφυγαν στην διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου και τους είχε αφαιρεθεί η ιθαγένεια, υπό την προϋπόθεσή ότι είναι «Έλληνες το γένος» αλλά και του νόμου 1540 (του 1985) που δόθηκε στους Πολιτικούς Πρόσφυγες που επέστρεφαν για να διεκδικήσουν τις δημευμένες περιουσίες τους υπό την προϋπόθεση ότι είναι «Έλληνες το γένος». Ρυθμίσεις που είχαν εφαρμοσθεί για να αποκλεισθεί η επιστροφή όσων δίγλωσσων με «μακεδονική» πλέον συνείδηση, μετά από δεκαετίες παραμονής στην Ομόσπονδη Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» θα ήθελαν να επιστρέψουν διεκδικώντας τις περιουσίες τους και δημιουργώντας έναν πυρήνα «μακεδονικής» μειονότητας συνδεδεμένης με γειτονικό κράτος, το οποίο κάθε άλλο πάρα είχε αποκηρύξει τον Αλυτρωτισμό
Και σήμερα όμως ο Αλυτρωτισμός τον οποίο υποτίθεται θα αποκηρύξει η γειτονική χώρα αφορά την Αρχαία Ελλάδα (σ.σ. και όχι την Αρχαία Μακεδονία), ενώ φυσικά παραμένει ζωντανός ο σύγχρονος αλυτρωτισμός όπως εκδηλώθηκε από το Ίλιντεν και κυρίως το ANSOM το 1944.
Να θυμίσουμε τέλος ότι υπάρχει μεν δέσμευση για την αποφυγή έγερσης μειονοτικού ζητήματος από τις κυβερνήσεις και επίσημους φορείς, αλλά αυτό κάθε άλλο παρά αποκλείεται για ιδιωτικούς φορείς και άλλους θεσμούς οι οποίοι έχουν σύμφωνα με την Συμφωνία που υπογράφτηκε στις Πρέσπες το δικαίωμα χρήσης του όρου «Μακεδονία» και «Μακεδόνας».
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Η πραγματικότητα σχετικά με την Συμφωνία που υπογράφτηκε στις Πρέσπες για την επίλυση του ονοματολογικού με σύνθετη ονομασία «erga omnes» και την αναγνώριση «μακεδονικής» γλώσσας και εθνότητας είναι σκληρή.
Η Συμφωνία αυτή παράγει αποτελέσματα και ακόμη κι αν δεν ολοκληρωθεί η διαδικασία κύρωσης στα Σκόπια και η συνταγματική αλλαγή η αν ακόμη δεν υπάρξει η αναγκαία πλειοψηφία στην Ελλάδα για την κύρωση της, θα πρέπει να σχεδιασθεί η διαχείριση ορισμένων παράπλευρων συνέπειών της Συμφωνίας αυτής.
Η αναγνώριση «Μακεδονικής» γλώσσας με τα συνοδευτικά ψιλά γράμματα σε άλλο άρθρο της Συμφωνίας να διευκρινίζουν ότι πρόκειται περί σλαβικής γλώσσας, δεν αλλάζει σε τίποτε το πραγματικό γεγονός καθώς ποτέ, κανείς δεν υποστήριξε ότι η «μακεδονική» γλώσσα ήταν η γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων. Απλώς ο χαρακτηρισμός της λαλιάς αυτής που προέρχεται από την Βουλγαρική γλώσσα, ως «μακεδονικής» έγινε για τους γνωστούς λόγους που ενέπνευσαν στην Σοσιαλιστική Ομοσπονδία της Γιουγκοσλαβίας την δημιουργία «μακεδονικής» ταυτότητας η οποία δεν θα είχε σημείο αναφοράς στο γεωγραφικό τμήμα της Μακεδονίας το οποίο ανήκε στην Γιουγκοσλαβία, αλλά στο σύνολο της Μακεδονίας. Εξ ου και η έγερση εκ μέρους του Τίτο και ζητήματος «μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα που είχε αποκρουσθεί από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Σε ότι αφορά την «μακεδονική» εθνότητα, έχει εξηγηθεί επαρκώς ότι αν και η αναφορά είναι για την εθνικότητα «Μακεδονική/ πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας» αυτή δεν ήταν παρά η συμβιβαστική λύση στην απαίτηση μέχρι την τελευταία στιγμή της σκοπιανής πλευράς για ρητή αναφορά σε «Μακεδονική Εθνότητα» (ethnicity). Όμως καθώς η εθνικότητα (ιθαγένεια) αναφέρεται σε νομικό δεσμό του προσώπου με το κράτος, είναι σαφές ότι η διατύπωση που επέλεξαν να καταγράψουν στην Συμφωνία αφορά την Εθνότητα.
Στην διαπραγμάτευση η Ελλάδα για μια ακόμη φορά (η πρώτη έγινε με την απόσυρση της σημαίας με τον Ήλιο της Βεργίνας) βρέθηκε να πληρώνει υπερβολικό αντάλλαγμα για ένα θέμα που προστέθηκε εκ των υστέρων στην Διαφορά, και αυτό ήταν ο εξαρχαϊσμός του κ. Γκρουέφσκι. Η αναγνώριση τελικά μακεδονικής ταυτότητας, ήταν το αντάλλαγμα για να δηλωθεί από την άλλη πλευρά ότι η «Μακεδονία» τους δεν είχε σχέση με τον Μέγα Αλέξανδρο, λες και μπορούσε να έχει …
Πιθανότατα η Συμφωνία αυτή όταν φθάσει στην Ελληνική Βουλή θα είναι δύσκολο να κυρωθεί μετά και τους παραλογισμούς που ακούστηκαν από το κόμμα των ΑΝΕΛ, ότι θα ζητήσουν αυξημένη πλειοψηφία 180 ψήφων αλλά οι ίδιοι θα την καταψηφίσουν, συνεχίζοντας να υποστηρίζουν την κυβέρνηση η οποία υπέγραψε την Συμφωνία.
Η ΝΔ, ήδη έσπευσε να δηλώσει ότι θα την καταψηφίσει προφανώς αναμένοντας ότι δυνάμεις της κεντροαριστεράς θα υπερψηφίσουν στην Συμφωνία, ώστε να μην βρεθεί στα χέρια μιας επόμενης κυβέρνησης η καυτή πατάτα διαχείρισης των αντιδράσεων από μια ενδεχομένη απόρριψη της Συμφωνίας από το Ελληνικό Κοινοβούλιο.
Τα πρώτα αποτελέσματα που παράγει η Συμφωνία θα καταγραφούν στην Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, όπου χωρίς τυπικά να υπάρχει Συμφωνία που να έχει τεθεί σε ισχύ, η ΠΓΔΜ έστω και με το προσωρινό όνομα FYROM θα πάρει το πράσινο φως για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε. και πρόσκληση για ένταξη στο ΝΑΤΟ.
Και οι δυο αυτές αποφάσεις κλειδιά για την ευρωατλαντική πορεία της χώρας είχαν συνδεθεί από την Αθήνα σταθερά από το 2005 και το 2008, με την επίλυση της διαφοράς και την υιοθέτηση της νέας ονομασίας. Κάτι που πρακτικά και ουσιαστικά δεν έχει ακόμη συμβεί και δεν θα έχει συμβεί μέχρι την ολοκλήρωση της κυρωτικής διαδικασίας και από την Ελληνική Βουλή.
Μια συνέπεια την οποία καλείται να διαχειρισθεί η Αθήνα, παρά το γεγονός ότι σημαντικό τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει θετικά την ύπαρξη «μειονοτικού ζητήματος στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία», είναι αυτό όχι μόνο των δίγλωσσων που έχουν απομείνει στην περιοχή, αλλά όλων εκείνων που επιδιώκουν να μετατρέψουν την τοπική διάλεκτο σε απόδειξη μειονότητας με «μακεδονική συνείδηση».
Στις υποθέσεις «Σιδηρόπουλος και άλλοι εναντίον Ελλάδας» και της «Στέγης Μακεδονικού Πολιτισμού», υποθέσεις που η Ελλάδα έχει καταδικασθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ουσιαστικά είχε απορριφθεί από τις ελληνικές δικαστικές Αρχές και τον Άρειο Πάγο η ύπαρξη «μακεδονικής» γλώσσας και «μακεδονικού» πολιτισμού και ταυτότητας και είχε θεωρηθεί ως προσπάθεια δημιουργίας μειονοτικού ζητήματος που έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια της χώρας.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν συνέτρεχε τέτοιος λόγος για την ασφάλεια της χώρας και ότι επρόκειτο περί παραβίασης και του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι.
Στο αρθρο 2 του Καταστατικού της «Στέγης Μακεδονικού Πολιτισμού» ορίζεται ότι σκοπός του σωματείου είναι, μεταξύ άλλων, "η πολιτιστική αποκέντρωση και η προστασία των πνευματικών και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων και οι παραδόσεις των πολιτιστικών μνημείων και γενικότερα η διατήρηση και διάδοση του Μακεδονικού πολιτισμού. Η διατήρηση και καλλιέργεια της Μακεδονικής γλώσσας - MAKEDONCKI -και, ως μέσο για την επίτευξη του παραπάνω στόχου, δηλώνει ότι είναι ομιλίες, δημοσιεύσεις, αντιπροσώπευση σε όλες τις μορφές, καθώς και η συνεργασία του Συλλόγου με άλλες ενώσεις, οι οποίες έχουν κοινούς στόχους, με την τοπική αυτοδιοίκηση και με άλλους αρμόδιους δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς".
Η ελληνική κυβέρνηση είχε καταθέσει ότι «το ελληνικό κράτος αναγνωρίζει σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα να εκφράζεται υπέρ της οποιασδήποτε μειονότητας στην ελληνική επικράτεια» αλλά ότι η «χρήση του όρου "Μακεδονικού" στο όνομα της προσφεύγουσας ενώσεως ως πολιτιστικό και γλωσσικό στοιχείο, που διαφέρει από την ελληνική ιστορία, θα μπορούσε να παρεμποδίσει την άσκηση της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι σε τρίτους. Τέτοια είναι η περίπτωση μελών άλλων συλλόγων, όπου ο όρος «μακεδονικός» χρησιμοποιείται στην γεωγραφική σημασία του, αναφερόμενος στο βόρειο τμήμα της Ελλάδα».
Με την υπογραφή της Συμφωνίας και την αναγνώριση από την κυβέρνηση της «μακεδονικής» γλώσσας και εθνότητας και κυρίως με τα άρθρα 1παρ.3(δ) («Οι όροι “Μακεδονία” και “Μακεδόνας» έχουν την έννοια που αποδίδεται στο Άρθρο 7 της παρούσας Συμφωνίας) και κυρίως με το Άρθρο 7 που αποδέχεται και νομιμοποιεί πλήρως την χρήση των όρων «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» με την αναγνώριση ότι η «εκατέρωθεν αντίληψη τους ως προς τους όρους αυτούς αναφέρεται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και πολιτιστική κληρονομιά», είναι προφανές ότι υπονομεύεται η μεχρι τωρα επιχειρηματολογία εναντίον όσων επιχειρούσαν υπογείως να θέσουν μειονοτικό ζήτημα.
Οι ελληνικές Αρχές δεν θα είναι εύκολο να αρνηθούν ως σκοπό λειτουργίας σωματείου την προώθηση της «μακεδονικής γλώσσας, που ανήκει στην ομάδα των νότιων σλαβικών γλωσσών», και του «μακεδονικού» πολιτισμού όπως τον αποδέχεται η Συμφωνία, διαφορετικό και διακριτό από τον Ελληνικό Πολιτισμό. Με την διάφορα ότι αυτά τα Σωματεία θα λειτουργούν πλέον επί ελληνικού εδάφους και σε περιοχές που θα επιχειρηθεί μεσώ του γλωσσικού η καλλιέργεια και «εθνικής συνείδησης»
(π.χ. πως θα αρνηθούν οι Αρμόδιες Αρχές την λειτουργία φροντιστηρίου «μακεδονικής γλώσσας» στην Φλώρινα, η λειτουργία κέντρου «Μακεδονικού Πολιτισμού» στην Αριδαία, όταν αυτά θα έχουν αναγνωρισθεί και έχουν γίνει αποδεκτά από την Συμφωνία;)
Πλέον όσες εκκρεμότητες θα προκύπτουν σχετικά με την εφαρμογή της Συμφωνίας θα μεταφερθούν και στο εσωτερικό πεδίο της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, όπου ως γνωστόν και οι δυο θεσμοί αποφεύγουν να εμπλέκονται σε αντιθέσεις τέτοιου είδους μεταξύ κρατών μελών.
Ένα σημαντικό ερώτημα που επίσης πρέπει να τεθεί είναι εάν έχουν ληφθεί πρόνοιες ώστε να αντιμετωπισθεί μια προσπάθεια που θα πρέπει να είναι αναμενόμενη, για αλλαγή του Νόμου του 1982 περί Αμνηστίας (Νόμος 106841) βάσει του οποίου επιτράπηκε η επιστροφή των Πολιτικών Προσφύγων που έφυγαν στην διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου και τους είχε αφαιρεθεί η ιθαγένεια, υπό την προϋπόθεσή ότι είναι «Έλληνες το γένος» αλλά και του νόμου 1540 (του 1985) που δόθηκε στους Πολιτικούς Πρόσφυγες που επέστρεφαν για να διεκδικήσουν τις δημευμένες περιουσίες τους υπό την προϋπόθεση ότι είναι «Έλληνες το γένος». Ρυθμίσεις που είχαν εφαρμοσθεί για να αποκλεισθεί η επιστροφή όσων δίγλωσσων με «μακεδονική» πλέον συνείδηση, μετά από δεκαετίες παραμονής στην Ομόσπονδη Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» θα ήθελαν να επιστρέψουν διεκδικώντας τις περιουσίες τους και δημιουργώντας έναν πυρήνα «μακεδονικής» μειονότητας συνδεδεμένης με γειτονικό κράτος, το οποίο κάθε άλλο πάρα είχε αποκηρύξει τον Αλυτρωτισμό
Και σήμερα όμως ο Αλυτρωτισμός τον οποίο υποτίθεται θα αποκηρύξει η γειτονική χώρα αφορά την Αρχαία Ελλάδα (σ.σ. και όχι την Αρχαία Μακεδονία), ενώ φυσικά παραμένει ζωντανός ο σύγχρονος αλυτρωτισμός όπως εκδηλώθηκε από το Ίλιντεν και κυρίως το ANSOM το 1944.
Να θυμίσουμε τέλος ότι υπάρχει μεν δέσμευση για την αποφυγή έγερσης μειονοτικού ζητήματος από τις κυβερνήσεις και επίσημους φορείς, αλλά αυτό κάθε άλλο παρά αποκλείεται για ιδιωτικούς φορείς και άλλους θεσμούς οι οποίοι έχουν σύμφωνα με την Συμφωνία που υπογράφτηκε στις Πρέσπες το δικαίωμα χρήσης του όρου «Μακεδονία» και «Μακεδόνας».
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια