Τα βαλκανικά μέτωπα και το ερώτημα εάν μετά τις εκλογές ο Ερντογάν θα συνεχίσει την επιθετικότητά του
Από τον Αλέξανδρο Τάρκα *
Ο ελάχιστος χρόνος μέχρι τις τουρκικές εκλογές της 24ης Ιουνίου και η μέγιστη ανησυχία για τη μελλοντική στάση του (προφανώς επανεκλεγόμενου) προέδρου Ρ.Τ. Ερντογάν στρέφουν το ενδιαφέρον της Αθήνας και όλων των δυτικών κυβερνήσεων, και πάλι, προς Ανατολάς.
Η ελληνική κυβέρνηση, μετά την ουσιαστική διακοπή των διαύλων επικοινωνίας με την Αγκυρα ήδη από τα μέσα του 2017 και την κλιμάκωση της τουρκικής προκλητικότητας από τις αρχές του 2018, υιοθέτησε τους τελευταίους μήνες στρατηγική «κλεισίματος» των βαλκανικών μετώπων. Κύριος σκοπός της ήταν η χώρα να έχει καλυμμένα τα νώτα της και να αφιερώσει όλες τις δυνάμεις της στην αντιμετώπιση της προσεχούς κρίσιμης περιόδου με την απειλητική Τουρκία και τον απρόβλεπτο ηγέτη της.
Ο σχεδιασμός ήταν απολύτως λογικός και έγκαιρος, αλλά η πρακτική υλοποίησή του απεδείχθη, δυστυχώς, δυσχερέστατη και ελάχιστα καρποφόρα. Παρά τις προσπάθειες του υπουργείου Εξωτερικών, ούτε η Αλβανία έσπευσε να υπογράψει συμφωνία με την Ελλάδα για τις θαλάσσιες ζώνες ούτε η ΠΓΔΜ αποδέχθηκε την erga omnes ισχύ όποιας νέας ονομασίας. Ειδικά ο τραγέλαφος της ονομασίας «Μακεδονία του Ιλιντεν», που, αν προσέξει κανείς τις δηλώσεις του πρωθυπουργού Ζ. Ζάεφ, θα συνοδευόταν (ακόμα κι αυτή!) με σταδιακά -και όχι άμεσα- μέτρα απάλειψης του αλυτρωτισμού των Σκοπίων, επιβεβαιώνει ότι η ευθύνη του αδιεξόδου ανήκε πάντοτε στον βόρειο γείτονά μας. Η αλήθεια είναι ότι, από το 1991 ως σήμερα, η Ελλάδα έχει κάνει μύριες υποχωρήσεις και έχει υποστεί εσωτερικές διαιρέσεις και διπλωματικές κρίσεις με τους εταίρους και συμμάχους της, ενώ η ΠΓΔΜ δεν έχει αλλάξει απόψεις και νοοτροπία.
Παράλληλα με τα βαλκανικά μέτωπα, το κύριο ερώτημα που απασχολεί την Αθήνα είναι αν την επομένη των τουρκικών εκλογών ο κύριος Ερντογάν θα συνεχίσει την επιθετικότητά του έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου. Ως προς το Αιγαίο, όχι μόνο δεν υπάρχει καμιά πληροφορία ή και απλή ένδειξη περί αλλαγής στάσης του, αλλά γίνεται πλέον σαφές ότι ολόκληρος ο πολιτικός κόσμος της Τουρκίας και οι κρατικές δομές της υιοθετούν, συνολικά, τις αμφισβητήσεις κατά της χώρας μας.
Ακριβώς η ίδια πολιτική αναμένεται να διατηρηθεί και έναντι της Μεγαλονήσου, καθώς η Αγκυρα διαπιστώνει ότι αποκόπτεται από τα κοιτάσματα φυσικού αερίου της ανατολικής Μεσογείου.
Ακόμα κι αν προβεί στη μέγιστη πρόκληση διεξαγωγής δικών της ερευνών στην αποκαλούμενη «ΑΟΖ» του ψευδοκράτους, το πρόβλημά της δεν λύνεται, αφού αδυνατεί να επηρεάσει τη δραστηριότητα της αμερικανικής ExxonMobil και της γαλλικής Total ή να αναμειχθεί, όπως συζητούσε παλαιότερα, στις εξαγωγικές οδούς του φυσικού αερίου του Ισραήλ και της Αιγύπτου.
Ταυτόχρονα, όπως προβλέπουν ελληνικές και ξένες διπλωματικές πηγές, ο Τούρκος πρόεδρος δεν πρόκειται να κάνει κανένα βήμα προς την κατεύθυνση επίλυσης του Κυπριακού. Αν και τις προσεχείς εβδομάδες θα δημιουργηθεί η εντύπωση νέας κινητικότητας, λόγω της ανανέωσης της εντολής της ειρηνευτικής δύναμης UNFICYP και του διορισμού νέου ειδικού απεσταλμένου του γ.γ. του ΟΗΕ Αντ. Γκουτέρες, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για επανέναρξη ουσιαστικών συνομιλιών - πολύ περισσότερο από τη στιγμή που και ο Τουρκοκύπριος εκπρόσωπος Μ. Ακιντζί θέτει και δικές του προϋποθέσεις, σχετιζόμενες με τα ενεργειακά κοιτάσματα.
Οπως επισημαίνουν οι ίδιες πηγές, πολλά θα εξαρτηθούν ασφαλώς από τη γενικότερη στάση του κυρίου Ερντογάν έναντι της Δύσης και της Μόσχας. Οι διαμορφωτές πολιτικής στην Ουάσινγκτον είναι μάλλον διχασμένοι ως προς τις εκτιμήσεις για τις σχέσεις Τουρκίας - Ρωσίας. Ορισμένοι αξιωματούχοι, κυρίως στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, θεωρούν την προσέγγιση των προέδρων Πούτιν και Ερντογάν πρόσκαιρη, καθώς οι χώρες τους έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα μεσοπρόθεσμα, ενώ άλλοι, κυρίως στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας, κρίνουν ότι η Αγκυρα αυτοπαγιδεύεται και διολισθαίνει προς πλήρη εξάρτηση από τη Μόσχα.
Η εκτίμηση περί προσωρινής προσέγγισης διατυπώνεται και από το Λονδίνο, χωρίς πάντως να υπάρχει εφησυχασμός στην Ντάουνινγκ Στριτ και στο Φόρεϊν Οφις, που επιδιώκουν να διασφαλίσουν τα βρετανικά συμφέροντα μέσω της συγκρότησης μεικτών επιτροπών με την Τουρκία σε μια σειρά θεμάτων, με προτεραιότητα στις οικονομικές και τις εμπορικές συναλλαγές.
Επίσης, από την πλευρά της Γαλλίας αφενός επιβεβαιώνεται η μακροπρόθεσμη εμπλοκή στην αξιοποίηση των κοιτασμάτων της ανατολικής Μεσογείου και αφετέρου επιδιώκεται να διευρυνθούν οι διμερείς οικονομικές σχέσεις, με συνεργασία στα κατασκευαστικά έργα και στην πυρηνική τεχνολογία (ως αντίβαρο και της ρωσικής εμπλοκής στον σταθμό του Ακούγιου).
* Ο Αλέξανδρος Τάρκας είναι εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη
0 Σχόλια