Γράφει ο Παναγιώτης Μπαλακτάρης
Το 1992 ήταν κρίσιμο για την ευρύτερη βαλκανική περιοχή, αλλά και όλον τον κόσμο. Η πρόσφατη κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και ο κατακρημνισμός των υποστηριζόμενων από εκείνην ολοκληρωτικών καθεστώτων διαμόρφωναν νέα δεδομένα στη γεωγραφία, την πολιτική και την οικονομία.
Χώρες που επί χρόνια βρίσκονταν κάτω από τον απεχθή κομμουνιστικό ζυγό απελευθερώνονταν.
Στην άλλη άκρη της υδρογείου οι, επικεφαλής του «Ελεύθερου Κόσμου», Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αναδύονταν νικήτριες του Ψυχρού Πολέμου, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για την ενδεχόμενη αλαζονεία με την οποία θα αντιμετώπιζαν πλέον τις παγκόσμιες προκλήσεις.
Ο κόσμος έπαιρνε νέα μορφή και κάθε κράτος προσπαθούσε να βρει τη θέση του στο νέο παγκόσμιο σύστημα.
Η προσοχή της μοναδικής πια υπερδύναμης στράφηκε, εξ ανάγκης, στις όμορες με τη Ρωσία χώρες, όσες υπέστησαν τα δεινά του κομμουνισμού και σε εκείνες που γεωγραφικά θα έπρεπε να αποτελέσουν ανάχωμα στη «δεύτερη ημέρα» της Ρωσίας. Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Λευκορωσία, Μολδαβία, Ρουμανία, Γιουγκοσλαβία ήταν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, παρά τις διαβεβαιώσεις της μη επέκτασης του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά. Άλλωστε, υπάρχει κάποιος που να πιστεύει ότι σε περίπτωση που το αποτέλεσμα του Ψυχρού Πολέμου ήταν διαφορετικό δεν θα ενεργούσε με τον ίδιο τρόπο διαφύλαξης των συμφερόντων της η Σοβιετική Ένωση;
Το 1991 με «βελούδινο» τρόπο αποσχίσθηκε από την Γιουγκοσλαβία κερδίζοντας την ανεξαρτησία της η Σλοβενία. Ήταν η αρχή του τέλους για το ανομοιογενές κράτος που συντηρούσε η αντιπαλότητα Δύσης-Ρωσίας. Αυτό διαλύθηκε σε περισσότερα κομμάτια από όσα είχε συντεθεί. Και καθένα εξ αυτών διεκδικούσε αξία και ρόλο στο λυκόφως του 20ου αιώνα, ακόμη κι αν αυτό θα γινόταν με την επανύψωση παρωχημένων λαβάρων εθνικισμού.
Κάπως έτσι έγινε εμφανίσθηκε το πρόβλημα που απέκτησε η Ελλάδα με το νεοσύστατο (1991) κράτος των Σκοπίων, το οποίο για να έχει λόγο ύπαρξης μετά από δεκαετίες ανυπαρξίας και καταπίεσης καπηλεύθηκε ανυπόστατους ισχυρισμούς περί «μακεδονικότητας» και επικαλέσθηκε διάφορες άλλες ιστορικές ανακρίβειες περί «μακεδονικής γλώσσας» και «μακεδονικού έθνους». Εδώ να σημειωθεί, ότι τα νέα κράτη που σχηματίσθηκαν μετά την βήμα-βήμα διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ενδύθηκαν τον μανδύα του άκρατου και βίαιου εθνικισμού.
Στην Ελλάδα οι πιέσεις από τις άγνωστες εν πολλοίς συνέπειες των κοσμοϊστορικών γεγονότων στην γειτονιά ήταν το τελευταίο που χρειαζόταν μια εξ αντικειμένου ασταθής κυβέρνηση όπως αυτή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Οι κοινωνικές αντιδράσεις στο πεδίο της εσωτερικής πολιτικής ήταν πάρα πολλές από έναν μπετοναρισμένο πράσινο κομματικό μηχανισμό, ο οποίος έλεγχε ασφυκτικά τα πάντα∙ από συνδικαλιστικά σωματεία μέχρι και ΜΜΕ. Η αδυναμία ουσιαστικής διακυβέρνησης έφερνε εσωκομματική γκρίνια και διχόνοια και όλα έδειχναν ότι μια διακρατική κρίση από το πουθενά θα επιτάχυνε τις εξελίξεις.
Η κρίση αυτή ήρθε και αφορούσε την ονομασία του κράτους των Σκοπίων, το οποίο, άμα τη ανεξαρτησία, του θέσπισε στο Σύνταγμά του την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Η Ελληνική Δημοκρατία, όπως αναμενόταν, αντέδρασε και η διεθνής κοινότητα επενέβη για να διαχειριστεί το ζήτημα.
Δυστυχώς, οι χειρισμοί μας ήταν κακοί και το εθνικό μας δίκαιο βρέθηκε συμπιεσμένο μεταξύ αφενός της αμερικανικής βούλησης για ταχύτατη ενσωμάτωση των Σκοπίων στον άξονα των δυτικών δυνάμεων και αφετέρου της εφεκτικής ελληνικής στάσης.
Η θέση της ελληνικής πλευράς ξεκαθάρισε το 2008, όταν με αφορμή την επικείμενη σύνοδο του ΝΑΤΟ για διεύρυνση συμπεριλαμβανομένου και του κράτους των Σκοπίων η κυβέρνηση Καραμανλή διατύπωσε την ανάγκη για «σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό με ισχύ έναντι όλων». Παρακάμφθηκε με τον τρόπο αυτόν η πραγματική βούληση των Ελλήνων πολιτών, όπως είχε εκφραστεί σε μεγαλειώδη συλλαλητήρια, η οποία ήταν αντίθετη με τη χρήση του όρου «Μακεδονία» είτε ως πρώτου είτε ως δεύτερου συνθετικού. Η ελληνική κοινωνία πανηγύρισε το μεγαλοπρεπές «ΟΧΙ» του Κώστα Καραμανλή στο Βουκουρέστι, αλλά ουδείς παρατήρησε τότε πως οι πολιτικοί είχαν αψηφήσει την πραγματική της βούληση και είχαν υποχωρήσει στο θέμα της ονομασίας, παραχωρώντας τη λέξη «Μακεδονία» στα Σκόπια.
Εδώ και λίγους μήνες, η κυβέρνηση Τσίπρα σίγουρη για την υποστήριξη του διεθνούς παράγοντα έχει βαλθεί, εκτός από το Κυπριακό, να…λύσει και το Σκοπιανό. Άνοιξε, λοιπόν, το ζήτημα αιφνιδιάζοντας μια ανέτοιμη και σκόρπια αξιωματική αντιπολίτευση, καθώς και τα λοιπά κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης. Η Νέα Δημοκρατία δεσμευμένη από τη θέση της κυβέρνησης Καραμανλή το 2008, αλλά και από τη στάση του πατέρα του αρχηγού της στις αρχές του ’90, με φοβικά σύνδρομα να την ταλαιπωρούν, κατηγόρησε την κυβέρνηση για την απόκρυψη μιας – υπαρκτής – ενδοκυβερνητικής διαφωνίας, όμως για την ουσία μόλις προχθές επαναδιατύπωσε τη θέση Καραμανλή. Θέση που έχει και η κυβέρνηση. Μάλιστα, στην επίσημη ιστοσελίδα του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών πληροφορούμαστε τα εξής: «Η Ελλάδα είναι σταθερή στην ειλικρινή επιθυμία της για την επίτευξη μιας βιώσιμης συμφωνίας στο ζήτημα του ονόματος της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Η Ελληνική Κυβέρνηση έχει προτείνει ένα ρεαλιστικό και βιώσιμο πλαίσιο διευθέτησης, το οποίο στοχεύει στην εξεύρεση οριστικής λύσης στο θέμα του ονόματος. Η θέση μας είναι σαφής: σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό πριν από τη λέξη «Μακεδονία» που θα ισχύει έναντι όλων (erga omnes), για κάθε χρήση, εσωτερική και διεθνή.».
Συνεπώς, είναι σαφές ότι η λύση που επωάζεται θα περιέχει τη λέξη «Μακεδονία», η οποία περιγράφει γεωγραφικά την κοιτίδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου που μιλούσε ελληνικά και φοίτησε δίπλα στον Αριστοτέλη που συνέγραψε μια σειρά από βιβλία στην ελληνική γλώσσα και όχι σε κάποια δήθεν «μακεδονική». Η ελληνική κυβέρνηση διεξάγει διαπραγματεύσεις, με τις επιδοκιμασίες της αντιπολίτευσης, για να παραδώσει τον όρο «Μακεδονία» στο κράτος των Σκοπίων, με αντάλλαγμα δήθεν να κατασιγάσει τις λοιπές αλυτρωτικές του φιλοδοξίες…
Δηλαδή, αυτοκτονία αλλά με προοπτική!
Ας υποθέσουμε, ότι κατ’ ευφημισμόν επιτυγχάνεται μια «λύση» στο Σκοπιανό και το όμορο κράτος ονομάζεται «Άνω Μακεδονία» ή «Βόρεια Μακεδονία» ή «Υπερμακεδονία» ή «Σλαβική Μακεδονία» ή οτιδήποτε άλλο σε «-Μακεδονία». Ας υποθέσουμε, επίσης, χάριν του σεναρίου που εξετάζουμε, ότι τα Σκόπια θα κατορθώσουν να εξαφανίσουν από το Σύνταγμά τους τις όποιες αλυτρωτικές βλέψεις στη Μακεδονία, τη Θεσσαλονίκη και την έξοδο στο Αιγαίο. Ας υποθέσουμε, τέλος, ότι έτσι θα συνυπάρξουμε για λίγο διάστημα ειρηνικά και υποτίθεται ανέφελα.
-Ποίος μας διαβεβαιώνει ότι δεν θα υπάρξει στο μέλλον απόπειρα – και μάλιστα θα είναι και δικαιολογημένη – του νεοβάπτιστου κράτους να διεκδικήσει μερίδιο από την πολιτιστική κληρονομιά των Μακεδόνων βασιλέων;
-Ποίος μας εγγυάται ότι δεν θα προωθούν και ως δική τους κληρονομιά την Βεργίνα (αρχαίες Αιγές), την Αμφίπολη, τον χώρο της Πέλλας και τη Μίεζα, όπου μαθήτευσε ο νεαρός Αλέξανδρος;
-Ποίος μας εξασφαλίζει ότι σε βάθος μίας-δύο δεκαετιών από σήμερα δεν θα βρεθεί ένας πολιτικός στα Σκόπια που θα θελήσει να αναθεωρήσει τη συμφωνία που θα έχει υπογραφεί, βασιζόμενος στην αποδεκτή από όλους, ήτοι και από την Ελλάδα, χρήση του όρου «Μακεδονία» και την αυτονόητη στον πολιτισμένο κόσμο συμμετοχή στα πολιτιστικά μνημεία της Μακεδονίας;
Μ’ αυτόν τον τρόπο δεν θα έχουμε υπογράψει την θανατική καταδίκη της Ελλάδας και όχι μόνο της Μακεδονίας; Δεν θα έχουμε ανοίξει την πόρτα διάπλατα στις ορέξεις των Σκοπιανών, οι οποίοι και με την ελληνική βούλα θα κάνουν παιχνίδι ανενόχλητοι και ως μέλος της συμμαχίας του ΝΑΤΟ; Εξάλλου, τί θα φαντάζει σημαντικότερο στα μάτια της διεθνούς κοινότητας άπαξ και παραδοθούμε εμείς; Μια χώρα που ονομάζει μια περιφέρειά της Μακεδονία όπως η Ελλάδα ή ένα κράτος που ονομάζεται το ίδιο «Μακεδονία»; Προφανώς, το δεύτερο.
Τέλος για την ώρα, το γεγονός ότι η κυβέρνηση διαπραγματεύεται ερήμην των Ελλήνων πολιτών καθιστά τη διαδικασία από μόνη της νόθα.
Όμως, ας προσέξουν καλά οι πολιτικοί που διαχειρίζονται αυτό το ζήτημα. Πλην της ετυμηγορίας των πολιτών υπάρχει και η Ιστορία. Και αυτή δεν κάνει χάρες ούτε σκόντο. Τους Εφιάλτες τούς ονομάζει Εφιάλτες.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Το 1992 ήταν κρίσιμο για την ευρύτερη βαλκανική περιοχή, αλλά και όλον τον κόσμο. Η πρόσφατη κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και ο κατακρημνισμός των υποστηριζόμενων από εκείνην ολοκληρωτικών καθεστώτων διαμόρφωναν νέα δεδομένα στη γεωγραφία, την πολιτική και την οικονομία.
Χώρες που επί χρόνια βρίσκονταν κάτω από τον απεχθή κομμουνιστικό ζυγό απελευθερώνονταν.
Στην άλλη άκρη της υδρογείου οι, επικεφαλής του «Ελεύθερου Κόσμου», Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αναδύονταν νικήτριες του Ψυχρού Πολέμου, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για την ενδεχόμενη αλαζονεία με την οποία θα αντιμετώπιζαν πλέον τις παγκόσμιες προκλήσεις.
Ο κόσμος έπαιρνε νέα μορφή και κάθε κράτος προσπαθούσε να βρει τη θέση του στο νέο παγκόσμιο σύστημα.
Η προσοχή της μοναδικής πια υπερδύναμης στράφηκε, εξ ανάγκης, στις όμορες με τη Ρωσία χώρες, όσες υπέστησαν τα δεινά του κομμουνισμού και σε εκείνες που γεωγραφικά θα έπρεπε να αποτελέσουν ανάχωμα στη «δεύτερη ημέρα» της Ρωσίας. Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Λευκορωσία, Μολδαβία, Ρουμανία, Γιουγκοσλαβία ήταν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, παρά τις διαβεβαιώσεις της μη επέκτασης του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά. Άλλωστε, υπάρχει κάποιος που να πιστεύει ότι σε περίπτωση που το αποτέλεσμα του Ψυχρού Πολέμου ήταν διαφορετικό δεν θα ενεργούσε με τον ίδιο τρόπο διαφύλαξης των συμφερόντων της η Σοβιετική Ένωση;
Το 1991 με «βελούδινο» τρόπο αποσχίσθηκε από την Γιουγκοσλαβία κερδίζοντας την ανεξαρτησία της η Σλοβενία. Ήταν η αρχή του τέλους για το ανομοιογενές κράτος που συντηρούσε η αντιπαλότητα Δύσης-Ρωσίας. Αυτό διαλύθηκε σε περισσότερα κομμάτια από όσα είχε συντεθεί. Και καθένα εξ αυτών διεκδικούσε αξία και ρόλο στο λυκόφως του 20ου αιώνα, ακόμη κι αν αυτό θα γινόταν με την επανύψωση παρωχημένων λαβάρων εθνικισμού.
Κάπως έτσι έγινε εμφανίσθηκε το πρόβλημα που απέκτησε η Ελλάδα με το νεοσύστατο (1991) κράτος των Σκοπίων, το οποίο για να έχει λόγο ύπαρξης μετά από δεκαετίες ανυπαρξίας και καταπίεσης καπηλεύθηκε ανυπόστατους ισχυρισμούς περί «μακεδονικότητας» και επικαλέσθηκε διάφορες άλλες ιστορικές ανακρίβειες περί «μακεδονικής γλώσσας» και «μακεδονικού έθνους». Εδώ να σημειωθεί, ότι τα νέα κράτη που σχηματίσθηκαν μετά την βήμα-βήμα διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ενδύθηκαν τον μανδύα του άκρατου και βίαιου εθνικισμού.
Στην Ελλάδα οι πιέσεις από τις άγνωστες εν πολλοίς συνέπειες των κοσμοϊστορικών γεγονότων στην γειτονιά ήταν το τελευταίο που χρειαζόταν μια εξ αντικειμένου ασταθής κυβέρνηση όπως αυτή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Οι κοινωνικές αντιδράσεις στο πεδίο της εσωτερικής πολιτικής ήταν πάρα πολλές από έναν μπετοναρισμένο πράσινο κομματικό μηχανισμό, ο οποίος έλεγχε ασφυκτικά τα πάντα∙ από συνδικαλιστικά σωματεία μέχρι και ΜΜΕ. Η αδυναμία ουσιαστικής διακυβέρνησης έφερνε εσωκομματική γκρίνια και διχόνοια και όλα έδειχναν ότι μια διακρατική κρίση από το πουθενά θα επιτάχυνε τις εξελίξεις.
Η κρίση αυτή ήρθε και αφορούσε την ονομασία του κράτους των Σκοπίων, το οποίο, άμα τη ανεξαρτησία, του θέσπισε στο Σύνταγμά του την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Η Ελληνική Δημοκρατία, όπως αναμενόταν, αντέδρασε και η διεθνής κοινότητα επενέβη για να διαχειριστεί το ζήτημα.
Δυστυχώς, οι χειρισμοί μας ήταν κακοί και το εθνικό μας δίκαιο βρέθηκε συμπιεσμένο μεταξύ αφενός της αμερικανικής βούλησης για ταχύτατη ενσωμάτωση των Σκοπίων στον άξονα των δυτικών δυνάμεων και αφετέρου της εφεκτικής ελληνικής στάσης.
Η θέση της ελληνικής πλευράς ξεκαθάρισε το 2008, όταν με αφορμή την επικείμενη σύνοδο του ΝΑΤΟ για διεύρυνση συμπεριλαμβανομένου και του κράτους των Σκοπίων η κυβέρνηση Καραμανλή διατύπωσε την ανάγκη για «σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό με ισχύ έναντι όλων». Παρακάμφθηκε με τον τρόπο αυτόν η πραγματική βούληση των Ελλήνων πολιτών, όπως είχε εκφραστεί σε μεγαλειώδη συλλαλητήρια, η οποία ήταν αντίθετη με τη χρήση του όρου «Μακεδονία» είτε ως πρώτου είτε ως δεύτερου συνθετικού. Η ελληνική κοινωνία πανηγύρισε το μεγαλοπρεπές «ΟΧΙ» του Κώστα Καραμανλή στο Βουκουρέστι, αλλά ουδείς παρατήρησε τότε πως οι πολιτικοί είχαν αψηφήσει την πραγματική της βούληση και είχαν υποχωρήσει στο θέμα της ονομασίας, παραχωρώντας τη λέξη «Μακεδονία» στα Σκόπια.
Εδώ και λίγους μήνες, η κυβέρνηση Τσίπρα σίγουρη για την υποστήριξη του διεθνούς παράγοντα έχει βαλθεί, εκτός από το Κυπριακό, να…λύσει και το Σκοπιανό. Άνοιξε, λοιπόν, το ζήτημα αιφνιδιάζοντας μια ανέτοιμη και σκόρπια αξιωματική αντιπολίτευση, καθώς και τα λοιπά κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης. Η Νέα Δημοκρατία δεσμευμένη από τη θέση της κυβέρνησης Καραμανλή το 2008, αλλά και από τη στάση του πατέρα του αρχηγού της στις αρχές του ’90, με φοβικά σύνδρομα να την ταλαιπωρούν, κατηγόρησε την κυβέρνηση για την απόκρυψη μιας – υπαρκτής – ενδοκυβερνητικής διαφωνίας, όμως για την ουσία μόλις προχθές επαναδιατύπωσε τη θέση Καραμανλή. Θέση που έχει και η κυβέρνηση. Μάλιστα, στην επίσημη ιστοσελίδα του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών πληροφορούμαστε τα εξής: «Η Ελλάδα είναι σταθερή στην ειλικρινή επιθυμία της για την επίτευξη μιας βιώσιμης συμφωνίας στο ζήτημα του ονόματος της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Η Ελληνική Κυβέρνηση έχει προτείνει ένα ρεαλιστικό και βιώσιμο πλαίσιο διευθέτησης, το οποίο στοχεύει στην εξεύρεση οριστικής λύσης στο θέμα του ονόματος. Η θέση μας είναι σαφής: σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό πριν από τη λέξη «Μακεδονία» που θα ισχύει έναντι όλων (erga omnes), για κάθε χρήση, εσωτερική και διεθνή.».
Συνεπώς, είναι σαφές ότι η λύση που επωάζεται θα περιέχει τη λέξη «Μακεδονία», η οποία περιγράφει γεωγραφικά την κοιτίδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου που μιλούσε ελληνικά και φοίτησε δίπλα στον Αριστοτέλη που συνέγραψε μια σειρά από βιβλία στην ελληνική γλώσσα και όχι σε κάποια δήθεν «μακεδονική». Η ελληνική κυβέρνηση διεξάγει διαπραγματεύσεις, με τις επιδοκιμασίες της αντιπολίτευσης, για να παραδώσει τον όρο «Μακεδονία» στο κράτος των Σκοπίων, με αντάλλαγμα δήθεν να κατασιγάσει τις λοιπές αλυτρωτικές του φιλοδοξίες…
Δηλαδή, αυτοκτονία αλλά με προοπτική!
Ας υποθέσουμε, ότι κατ’ ευφημισμόν επιτυγχάνεται μια «λύση» στο Σκοπιανό και το όμορο κράτος ονομάζεται «Άνω Μακεδονία» ή «Βόρεια Μακεδονία» ή «Υπερμακεδονία» ή «Σλαβική Μακεδονία» ή οτιδήποτε άλλο σε «-Μακεδονία». Ας υποθέσουμε, επίσης, χάριν του σεναρίου που εξετάζουμε, ότι τα Σκόπια θα κατορθώσουν να εξαφανίσουν από το Σύνταγμά τους τις όποιες αλυτρωτικές βλέψεις στη Μακεδονία, τη Θεσσαλονίκη και την έξοδο στο Αιγαίο. Ας υποθέσουμε, τέλος, ότι έτσι θα συνυπάρξουμε για λίγο διάστημα ειρηνικά και υποτίθεται ανέφελα.
-Ποίος μας διαβεβαιώνει ότι δεν θα υπάρξει στο μέλλον απόπειρα – και μάλιστα θα είναι και δικαιολογημένη – του νεοβάπτιστου κράτους να διεκδικήσει μερίδιο από την πολιτιστική κληρονομιά των Μακεδόνων βασιλέων;
-Ποίος μας εγγυάται ότι δεν θα προωθούν και ως δική τους κληρονομιά την Βεργίνα (αρχαίες Αιγές), την Αμφίπολη, τον χώρο της Πέλλας και τη Μίεζα, όπου μαθήτευσε ο νεαρός Αλέξανδρος;
-Ποίος μας εξασφαλίζει ότι σε βάθος μίας-δύο δεκαετιών από σήμερα δεν θα βρεθεί ένας πολιτικός στα Σκόπια που θα θελήσει να αναθεωρήσει τη συμφωνία που θα έχει υπογραφεί, βασιζόμενος στην αποδεκτή από όλους, ήτοι και από την Ελλάδα, χρήση του όρου «Μακεδονία» και την αυτονόητη στον πολιτισμένο κόσμο συμμετοχή στα πολιτιστικά μνημεία της Μακεδονίας;
Μ’ αυτόν τον τρόπο δεν θα έχουμε υπογράψει την θανατική καταδίκη της Ελλάδας και όχι μόνο της Μακεδονίας; Δεν θα έχουμε ανοίξει την πόρτα διάπλατα στις ορέξεις των Σκοπιανών, οι οποίοι και με την ελληνική βούλα θα κάνουν παιχνίδι ανενόχλητοι και ως μέλος της συμμαχίας του ΝΑΤΟ; Εξάλλου, τί θα φαντάζει σημαντικότερο στα μάτια της διεθνούς κοινότητας άπαξ και παραδοθούμε εμείς; Μια χώρα που ονομάζει μια περιφέρειά της Μακεδονία όπως η Ελλάδα ή ένα κράτος που ονομάζεται το ίδιο «Μακεδονία»; Προφανώς, το δεύτερο.
Τέλος για την ώρα, το γεγονός ότι η κυβέρνηση διαπραγματεύεται ερήμην των Ελλήνων πολιτών καθιστά τη διαδικασία από μόνη της νόθα.
Όμως, ας προσέξουν καλά οι πολιτικοί που διαχειρίζονται αυτό το ζήτημα. Πλην της ετυμηγορίας των πολιτών υπάρχει και η Ιστορία. Και αυτή δεν κάνει χάρες ούτε σκόντο. Τους Εφιάλτες τούς ονομάζει Εφιάλτες.
0 Σχόλια