Γράφει ο Γιάννης Νάκος
«Κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη ή κάθε σπίτι στα χέρια τραπεζίτη»; Αυτό ήταν το κάλπικο δίλημμα πάνω στο οποίο χτίστηκαν πολιτικές καριέρες και ανεβοκατέβηκαν κυβερνήσεις το οποίο και πάλι έρχεται στο προσκήνιο, δημιουργώντας πολιτικές και κοινωνικές ανισορροπίες.
Παρά το γεγονός ότι το ζήτημα της κατοικίας αποτελεί «τα άγια των αγίων» της ελληνικής κοινωνίας, εντούτοις οι τράπεζες φέρονται αποφασισμένες να αγοράσουν οι ίδιες έως και το 70% των ακινήτων που θα βγουν στο σφυρί το προσεχές διάστημα. Ο στόχος είναι διπλός: να περάσει το μήνυμα της επανεκκίνησης των πλειστηριασμών μετά από 9 χρόνια «παγώματος» αλλά και να αποτραπεί ένα νέο σπιράλ καθόδου των τιμών των ακινήτων.
Υπάρχουν όμως δύο άβολες αλήθειες:
Η πρώτη είναι ότι οι πλειστηριασμοί αφορούν στους στρατηγικούς κακοπληρωτές. Αν δηλαδή κάποιος όλα αυτά τα χρόνια δεν έκανε απολύτως καμία κίνηση έναντι της τράπεζας προκειμένου να ρυθμίσεις τις οφειλές ή τις δόσεις του δανείου του ή δεν χρησιμοποίησε κανένα προβλεπόμενο μηχανισμό (π.χ. νόμος Κατσέλη, εξωδικαστικός συμβιβασμός κ.τλ.) τότε πράγματι δεν έχει καμία προστασία.
Η δεύτερη αλήθεια αφορά στο άτυπο moratorium μεταξύ κυβέρνησης και τραπεζών ότι δεν θα γίνονται πλειστηριασμοί για ακίνητα κάτω των 300.000 ευρώ. Το όριο αυτό είναι πλασματικό, δεν προκύπτει από καμία συμφωνία είναι όμως κρίσιμο προκειμένου η χώρα να μην μπει σε νέο σπιράλ αστάθειας.
Αν οι πλειστηριασμοί εξελιχθούν πολιτικά σε «ΕΝΦΙΑ» της κυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου, τότε οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια σε μια νέα δίνη, η οποία αυτή τη φορά για να αντιμετωπισθεί θα απαιτήσει νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, κάτι το οποίο σημαίνει κούρεμα καταθέσεων.
Η σύνδεση, άλλωστε, των πλειστηριασμών με την ανάγκη να αποφευχθεί μια τέταρτη ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος δεν είναι πρόσχημα, αφού η αναστολή των πλειστηριασμών υποχρεώνει ουσιαστικά σε αύξηση της αξίας των προβλέψεων που έχουν σχηματίσει και η οποία ανέρχεται στο 49% του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Με δεδομένο ότι περίπου το υπόλοιπο 51% καλύπτεται από εμπράγματες εγγυήσεις, δηλαδή από τα ακίνητα, τυχόν αδυναμία αυτών των εγγυήσεων να ρευστοποιηθούν εξαιτίας της απαγόρευσης των πλειστηριασμών, μηδενίζει ουσιαστικά την αξία των εξασφαλίσεων και οδηγεί μαθηματικά τις τράπεζες σε ανάγκη νέων κεφαλαίων.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
«Κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη ή κάθε σπίτι στα χέρια τραπεζίτη»; Αυτό ήταν το κάλπικο δίλημμα πάνω στο οποίο χτίστηκαν πολιτικές καριέρες και ανεβοκατέβηκαν κυβερνήσεις το οποίο και πάλι έρχεται στο προσκήνιο, δημιουργώντας πολιτικές και κοινωνικές ανισορροπίες.
Παρά το γεγονός ότι το ζήτημα της κατοικίας αποτελεί «τα άγια των αγίων» της ελληνικής κοινωνίας, εντούτοις οι τράπεζες φέρονται αποφασισμένες να αγοράσουν οι ίδιες έως και το 70% των ακινήτων που θα βγουν στο σφυρί το προσεχές διάστημα. Ο στόχος είναι διπλός: να περάσει το μήνυμα της επανεκκίνησης των πλειστηριασμών μετά από 9 χρόνια «παγώματος» αλλά και να αποτραπεί ένα νέο σπιράλ καθόδου των τιμών των ακινήτων.
Υπάρχουν όμως δύο άβολες αλήθειες:
Η πρώτη είναι ότι οι πλειστηριασμοί αφορούν στους στρατηγικούς κακοπληρωτές. Αν δηλαδή κάποιος όλα αυτά τα χρόνια δεν έκανε απολύτως καμία κίνηση έναντι της τράπεζας προκειμένου να ρυθμίσεις τις οφειλές ή τις δόσεις του δανείου του ή δεν χρησιμοποίησε κανένα προβλεπόμενο μηχανισμό (π.χ. νόμος Κατσέλη, εξωδικαστικός συμβιβασμός κ.τλ.) τότε πράγματι δεν έχει καμία προστασία.
Η δεύτερη αλήθεια αφορά στο άτυπο moratorium μεταξύ κυβέρνησης και τραπεζών ότι δεν θα γίνονται πλειστηριασμοί για ακίνητα κάτω των 300.000 ευρώ. Το όριο αυτό είναι πλασματικό, δεν προκύπτει από καμία συμφωνία είναι όμως κρίσιμο προκειμένου η χώρα να μην μπει σε νέο σπιράλ αστάθειας.
Αν οι πλειστηριασμοί εξελιχθούν πολιτικά σε «ΕΝΦΙΑ» της κυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου, τότε οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια σε μια νέα δίνη, η οποία αυτή τη φορά για να αντιμετωπισθεί θα απαιτήσει νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, κάτι το οποίο σημαίνει κούρεμα καταθέσεων.
Η σύνδεση, άλλωστε, των πλειστηριασμών με την ανάγκη να αποφευχθεί μια τέταρτη ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος δεν είναι πρόσχημα, αφού η αναστολή των πλειστηριασμών υποχρεώνει ουσιαστικά σε αύξηση της αξίας των προβλέψεων που έχουν σχηματίσει και η οποία ανέρχεται στο 49% του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Με δεδομένο ότι περίπου το υπόλοιπο 51% καλύπτεται από εμπράγματες εγγυήσεις, δηλαδή από τα ακίνητα, τυχόν αδυναμία αυτών των εγγυήσεων να ρευστοποιηθούν εξαιτίας της απαγόρευσης των πλειστηριασμών, μηδενίζει ουσιαστικά την αξία των εξασφαλίσεων και οδηγεί μαθηματικά τις τράπεζες σε ανάγκη νέων κεφαλαίων.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια