Η έναρξή τους, στις 3 Δεκεμβρίου του 1944, σηματοδοτείται από τους πυροβολισμούς των Αστυνομικών δυνάμεων μπροστά στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη ενάντια στη διαδήλωση του ΕΑΜ, που είχε οργανωθεί ως απάντηση στο τελεσίγραφο της κυβέρνησης εθνικής ενότητας (1-12-1944) για τον αφοπλισμό όλων των αντάρτικων ομάδων, με αποτέλεσμα το θάνατο 33 διαδηλωτών και τον τραυματισμό άλλων 148.
Παράλληλα ο στρατηγός Σκόμπυ προέβη σε διάγγελμα, ενώ άμεσες προσπάθειες για πολιτική λύση απαγορεύτηκαν από τον Τσώρτσιλ.
Οι μάχες κράτησαν 33 μέρες και τερματίστηκαν στις 5-6 Ιανουαρίου 1945. Επισημαίνεται ότι τα Δεκεμβριανά, όπως καταγράφηκαν στη συλλογική μνήμη οι μάχες του Δεκεμβρίου 1944, ήταν η μοναδική περίπτωση κατά την οποία σημειώθηκαν πολεμικές συγκρούσεις τέτοιας έκτασης στην ελληνική πρωτεύουσα από δημιουργίας του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους (1830). Ήταν επίσης, η μόνη περίπτωση στο Β΄Π.Π. κατά την οποία συγκρούσθηκαν μεταξύ τους συμμαχικές δυνάμεις (ΕΑΜ/ΕΛΑΣκαι βρετανοί).
Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς κατακτητές, η κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου ανέλαβε το δύσκολο έργο της ανόρθωσης της χώρας. Στην Κυβέρνηση είχε δεχθεί να προσχωρήσει και η Αριστερά, της οποίας έξι στελέχη (Σβώλος, Αγγελόπουλος, Ασκούτσης από την Π.Ε.Ε.Α., Τσιριμώκος από το Ε.Α.Μ. και οι Πορφυρογένης, Ζέβγος από το Κ.Κ.Ε.) ανέλαβαν υπουργεία. Τα προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπισθούν άμεσα ήταν το πολιτειακό ζήτημα, η παραπομπή σε δίκη και τιμωρία των δοσίλογων και η συγκρότηση εθνικού στρατού και αστυνομίας, καταργουμένων των ένοπλων τμημάτων των αντιστασιακών ομάδων. Ταυτόχρονα είχε τεθεί αφ” ενός μεν το ζήτημα της τιμωρίας των συνεργατών του κατακτητή, αφ” ετέρου δε η μεθόδευση του αφοπλισμού των ανταρτών. Η βάση πάνω στην οποία κινούνταν η πολιτική του Παπανδρέου ήταν η συμφωνία της Καζέρτα, η οποία επέτασσε όλες τις ελληνικές δυνάμεις (εθνικό στρατό και ανταρτικές ομάδες) υπό συμμαχική διοίκηση και συγκεκριμένα τον στρατηγό Σκόμπυ. Για το πολιτειακό συμφωνήθηκε ότι θα λυνόταν με ελεύθερο δημοψήφισμα αμέσως μόλις το επέτρεπαν οι συνθήκες, χωρίς να καθοριστεί σαφώς ο χρόνος. Σε αυτό το πλαίσιο, ο εξόριστος μονάρχης είχε πιεσθεί ώστε να δεσμευτεί να μην επιστρέψει στη χώρα πριν ο λαός αποφασίσει ρητά για τη μορφή του πολιτεύματος που επιθυμούσε. Παρά τις αντιρρήσεις του, ο Γεώργιος δέχτηκε τελικά με παρότρυνση και των Βρετανών να παραχωρήσει την αντιβασιλεία στον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό. Για το ζήτημα της δίκης των δοσίλογων και συνεργατών συμφωνήθηκε αυτή να ξεκινήσει στα μέσα Δεκεμβρίου.
Η ηγεσία του ΕΑΜ ζητούσε επίμονα την επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας. είχε εν τω μεταξύ θέσει ως επιπλέον όρους συμφωνίας τον αφοπλισμό της Τρίτης Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου. Την 1 Δεκεμβρίου ο στρατηγός Σκόμπυ με πρωτοβουλία του, εξέδωσε μια διαταγή αφοπλισμού των αντιστασιακών ομάδων, συνοδεύοντάς την από διάγγελμα στο οποίο ανέφερε ότι αν η εντολή του δεν γινόταν δεκτή, θα προέκυπταν ολέθριες συνέπειες. Αντιλαμβανόμενος το αδιέξοδο, ο Σβώλος συναντήθηκε με τον επικεφαλής της εν Ελλάδι Σοβιετικής στρατιωτικής αποστολής συνταγματάρχη Ποπώφ, με πρόθεση να τον πείσει προκειμένου να αναλάβει μεσολαβητικό ρόλο προς τους ηγέτες του ΚΚΕ ώστε οι τελευταίοι να εγκαταλείψουν την αδιαλλαξία τους και να αποφευχθεί έτσι η ρήξη, αλλά εκείνος αρνήθηκε.Ως αντίδραση, καθώς αντιλαμβάνονταν ότι η κατάσταση οδηγείτο στη σύρραξη, οι υπουργοί που ανήκαν στο ΕΑΜ παραιτήθηκαν στις 2 Δεκεμβρίου του 1944 (εκτός του στρατηγού Σαρηγιάννη που το έπραξε λίγες μέρες αργότερα), ενώ το ΕΑΜ ζήτησε και έλαβε άδεια για συγκέντρωση διαμαρτυρίας στις 3 Δεκεμβρίου 1944 στην πλατεία Συντάγματος. Την ίδια μέρα (2 Δεκεμβρίου) η ηγεσία του ΕΑΜ ανακοίνωσε την κήρυξη γενικής απεργίας, τη διαταγή προς την εαμική πολιτοφυλακή να μη παραδώσει οπλισμό στην κρατική Εθνοφυλακή και την ανασύσταση της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΛΑΣ.
Ύστερα από αυτές τις αποφάσεις η κυβέρνηση, παρά την αρχική αποδοχή, τελικά απαγόρεψε το συλλαλητήριο το βραδυ της προηγουμενης μερας. Μέλη του ΕΑΜ της Αθήνας την Κυριακή 3 Δεκέμβρη, αψηφώντας την κυβερνητική απαγόρευση, κατέκλυσαν ειρηνικά την πλατεία Συντάγματος, εξάλλου ούτε επί γερμανοϊταλικής κατοχής δεν σταμάτησε να διαδηλώνει. Η παρουσία μερικών ένοπλων πολιτοφυλάκων του ΕΑΜ διάσπαρτων εντός του πλήθους (ως ομάδα περιφρούρησης) του συλλαλητηρίου, δεν μπορεί να θεωρηθεί απόδειξη πως το τελευταίο δεν ήταν άοπλο.
Η διαδήλωση, που είχε μεγάλη συμμετοχή, πνίγηκε στο αίμα όταν αστυνομικοί άρχισαν να πυροβολούν προς το πλήθος. Ο απολογισμός της επίθεσης ήταν 33 νεκροί και περισσότεροι από 140 τραυματίες. Αν και ο Βρετανός διοικητής Γουντχάους στα απομνημονεύματα του έσπειρε αμφιβολίες για το ποιος άνοιξε πρώτος πυρ, η αστυνομία, οι Βρετανοί ή οι διαδηλωτές, δεκατέσσερα χρόνια αργότερα ο αρχηγός της Αστυνομίας Αθηνών Άγγελος Έβερτ παραδέχτηκε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Ακρόπολη πως ο ίδιος έδωσε το σήμα για τους πυροβολισμούς κατά των διαδηλωτών, βάσει διαταγών που είχε λάβει κάτι που επιβεβαιώνεται και από άλλες μαρτυρίες.
Την ημέρα του συλλαλητηρίου, σύμφωνα με μαρτυρία του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, μέλη του ΕΑΜ προσπάθησαν να εισβάλλουν στο σπίτι του με χειροβομβίδα, αλλά απέτυχαν λόγω της αντίδρασης της φρουράς του. Σύμφωνα με την εκδοχή της 6ης Αχτίδας του ΚΚΕ οι διαδηλωτές δέχτηκαν επίθεση από τους άντρες της φρουράς του Παπανδρέου και είχαν 5 νεκρούς.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Παράλληλα ο στρατηγός Σκόμπυ προέβη σε διάγγελμα, ενώ άμεσες προσπάθειες για πολιτική λύση απαγορεύτηκαν από τον Τσώρτσιλ.
Οι μάχες κράτησαν 33 μέρες και τερματίστηκαν στις 5-6 Ιανουαρίου 1945. Επισημαίνεται ότι τα Δεκεμβριανά, όπως καταγράφηκαν στη συλλογική μνήμη οι μάχες του Δεκεμβρίου 1944, ήταν η μοναδική περίπτωση κατά την οποία σημειώθηκαν πολεμικές συγκρούσεις τέτοιας έκτασης στην ελληνική πρωτεύουσα από δημιουργίας του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους (1830). Ήταν επίσης, η μόνη περίπτωση στο Β΄Π.Π. κατά την οποία συγκρούσθηκαν μεταξύ τους συμμαχικές δυνάμεις (ΕΑΜ/ΕΛΑΣκαι βρετανοί).
Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς κατακτητές, η κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου ανέλαβε το δύσκολο έργο της ανόρθωσης της χώρας. Στην Κυβέρνηση είχε δεχθεί να προσχωρήσει και η Αριστερά, της οποίας έξι στελέχη (Σβώλος, Αγγελόπουλος, Ασκούτσης από την Π.Ε.Ε.Α., Τσιριμώκος από το Ε.Α.Μ. και οι Πορφυρογένης, Ζέβγος από το Κ.Κ.Ε.) ανέλαβαν υπουργεία. Τα προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπισθούν άμεσα ήταν το πολιτειακό ζήτημα, η παραπομπή σε δίκη και τιμωρία των δοσίλογων και η συγκρότηση εθνικού στρατού και αστυνομίας, καταργουμένων των ένοπλων τμημάτων των αντιστασιακών ομάδων. Ταυτόχρονα είχε τεθεί αφ” ενός μεν το ζήτημα της τιμωρίας των συνεργατών του κατακτητή, αφ” ετέρου δε η μεθόδευση του αφοπλισμού των ανταρτών. Η βάση πάνω στην οποία κινούνταν η πολιτική του Παπανδρέου ήταν η συμφωνία της Καζέρτα, η οποία επέτασσε όλες τις ελληνικές δυνάμεις (εθνικό στρατό και ανταρτικές ομάδες) υπό συμμαχική διοίκηση και συγκεκριμένα τον στρατηγό Σκόμπυ. Για το πολιτειακό συμφωνήθηκε ότι θα λυνόταν με ελεύθερο δημοψήφισμα αμέσως μόλις το επέτρεπαν οι συνθήκες, χωρίς να καθοριστεί σαφώς ο χρόνος. Σε αυτό το πλαίσιο, ο εξόριστος μονάρχης είχε πιεσθεί ώστε να δεσμευτεί να μην επιστρέψει στη χώρα πριν ο λαός αποφασίσει ρητά για τη μορφή του πολιτεύματος που επιθυμούσε. Παρά τις αντιρρήσεις του, ο Γεώργιος δέχτηκε τελικά με παρότρυνση και των Βρετανών να παραχωρήσει την αντιβασιλεία στον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό. Για το ζήτημα της δίκης των δοσίλογων και συνεργατών συμφωνήθηκε αυτή να ξεκινήσει στα μέσα Δεκεμβρίου.
Η ηγεσία του ΕΑΜ ζητούσε επίμονα την επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας. είχε εν τω μεταξύ θέσει ως επιπλέον όρους συμφωνίας τον αφοπλισμό της Τρίτης Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου. Την 1 Δεκεμβρίου ο στρατηγός Σκόμπυ με πρωτοβουλία του, εξέδωσε μια διαταγή αφοπλισμού των αντιστασιακών ομάδων, συνοδεύοντάς την από διάγγελμα στο οποίο ανέφερε ότι αν η εντολή του δεν γινόταν δεκτή, θα προέκυπταν ολέθριες συνέπειες. Αντιλαμβανόμενος το αδιέξοδο, ο Σβώλος συναντήθηκε με τον επικεφαλής της εν Ελλάδι Σοβιετικής στρατιωτικής αποστολής συνταγματάρχη Ποπώφ, με πρόθεση να τον πείσει προκειμένου να αναλάβει μεσολαβητικό ρόλο προς τους ηγέτες του ΚΚΕ ώστε οι τελευταίοι να εγκαταλείψουν την αδιαλλαξία τους και να αποφευχθεί έτσι η ρήξη, αλλά εκείνος αρνήθηκε.Ως αντίδραση, καθώς αντιλαμβάνονταν ότι η κατάσταση οδηγείτο στη σύρραξη, οι υπουργοί που ανήκαν στο ΕΑΜ παραιτήθηκαν στις 2 Δεκεμβρίου του 1944 (εκτός του στρατηγού Σαρηγιάννη που το έπραξε λίγες μέρες αργότερα), ενώ το ΕΑΜ ζήτησε και έλαβε άδεια για συγκέντρωση διαμαρτυρίας στις 3 Δεκεμβρίου 1944 στην πλατεία Συντάγματος. Την ίδια μέρα (2 Δεκεμβρίου) η ηγεσία του ΕΑΜ ανακοίνωσε την κήρυξη γενικής απεργίας, τη διαταγή προς την εαμική πολιτοφυλακή να μη παραδώσει οπλισμό στην κρατική Εθνοφυλακή και την ανασύσταση της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΛΑΣ.
Ύστερα από αυτές τις αποφάσεις η κυβέρνηση, παρά την αρχική αποδοχή, τελικά απαγόρεψε το συλλαλητήριο το βραδυ της προηγουμενης μερας. Μέλη του ΕΑΜ της Αθήνας την Κυριακή 3 Δεκέμβρη, αψηφώντας την κυβερνητική απαγόρευση, κατέκλυσαν ειρηνικά την πλατεία Συντάγματος, εξάλλου ούτε επί γερμανοϊταλικής κατοχής δεν σταμάτησε να διαδηλώνει. Η παρουσία μερικών ένοπλων πολιτοφυλάκων του ΕΑΜ διάσπαρτων εντός του πλήθους (ως ομάδα περιφρούρησης) του συλλαλητηρίου, δεν μπορεί να θεωρηθεί απόδειξη πως το τελευταίο δεν ήταν άοπλο.
Η διαδήλωση, που είχε μεγάλη συμμετοχή, πνίγηκε στο αίμα όταν αστυνομικοί άρχισαν να πυροβολούν προς το πλήθος. Ο απολογισμός της επίθεσης ήταν 33 νεκροί και περισσότεροι από 140 τραυματίες. Αν και ο Βρετανός διοικητής Γουντχάους στα απομνημονεύματα του έσπειρε αμφιβολίες για το ποιος άνοιξε πρώτος πυρ, η αστυνομία, οι Βρετανοί ή οι διαδηλωτές, δεκατέσσερα χρόνια αργότερα ο αρχηγός της Αστυνομίας Αθηνών Άγγελος Έβερτ παραδέχτηκε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Ακρόπολη πως ο ίδιος έδωσε το σήμα για τους πυροβολισμούς κατά των διαδηλωτών, βάσει διαταγών που είχε λάβει κάτι που επιβεβαιώνεται και από άλλες μαρτυρίες.
Την ημέρα του συλλαλητηρίου, σύμφωνα με μαρτυρία του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, μέλη του ΕΑΜ προσπάθησαν να εισβάλλουν στο σπίτι του με χειροβομβίδα, αλλά απέτυχαν λόγω της αντίδρασης της φρουράς του. Σύμφωνα με την εκδοχή της 6ης Αχτίδας του ΚΚΕ οι διαδηλωτές δέχτηκαν επίθεση από τους άντρες της φρουράς του Παπανδρέου και είχαν 5 νεκρούς.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια