Σημαντική βελτίωση των συμπτωμάτων των ασθενών με προχωρημένη νόσο Πάρκινσον παρέχει η χρήση μιας αντλίας, που ενώνεται με ένα «σωληνάκι» στο σώμα και τροφοδοτεί συνεχώς τον οργανισμό με φάρμακο.
Η αντλία περιέχει υγρή ντοπαμίνη και μελέτες έχουν δείξει πως όταν τοποθετείται στους κατάλληλους ασθενείς και ρυθμίζεται σωστά από εξειδικευμένους γιατρούς, μπορεί να βελτιώσει περισσότερο από 90% τις κινητικές διαταραχές, όπως οι αργές κινήσεις (βραδυκινησία), η δυσκαμψία, το τρέμουλο, η δυσκινησία και η δυσκολία βάδισης.
Μπορεί επίσης να μειώσει σημαντικά (κατά περισσότερο από 60%) τα μη κινητικά συμπτώματα, όπως η δυσκοιλιότητα, η συχνουρία, οι διαταραχές στον ύπνο κ.λπ., καθώς και να ωφελήσει ασθενείς με δυσκολίες στην κατάποση.
Μάλιστα τα οφέλη αυτά αντέχουν στον χρόνο, αφού σύμφωνα με διεθνείς μελέτες προσφέρει έως και 10 χρόνια καλύτερης ζωής στους ασθενείς.
Όπως εξηγεί ο νευρολόγος Παναγιώτης Ι. Ζήκος, υπεύθυνος του Ιατρείου Νόσου Πάρκινσον & Συναφών Διαταραχών του 251 Γενικού Νοσοκομείου Αεροπορίας και υπεύθυνος του Ιατρείου Επεμβατικής Αντιμετώπισης Πάρκινσον στο Νοσοκομείο Μετροπόλιταν, η αντλία είναι φορητή (μπορεί, λ.χ., να τοποθετηθεί σε ένα τσαντάκι γύρω από τη μέση του ασθενούς ή σε φανέλα με ειδική τσέπη, για να είναι κάτω από τα ρούχα του) και ενώνεται με το σώμα με έναν λεπτό καθετήρα (σωληνάκι) που τοποθετείται στην κοιλιά και καταλήγει στο λεπτό έντερο.
Η αντλία μπορεί να τοποθετηθεί σε ασθενείς κάθε ηλικίας εφ’ όσον πληρούν ορισμένα κριτήρια.
«Κατ’ αρχάς, δεν πρέπει να πάσχουν από τελικού σταδίου νόσο, αλλά από προχωρημένη κατά την οποία παύουν να έχουν μια ζωή όπως την επιθυμούν και δυσκολεύονται πολύ στην καθημερινότητά τους», λέει ο Δρ. Ζήκος. «Ο κόσμος νομίζει ότι “προχωρημένο” είναι το στάδιο της νόσου όταν ο ασθενής βρίσκεται σε αναπηρικό αμαξίδιο ή περπατά λίγο αλλά με βοήθεια. Αυτό όμως είναι το τελικό στάδιο, που αντενδείκνυται για την τοποθέτηση αντλίας».
Έτσι, «κατάλληλοι υποψήφιοι για την τοποθέτηση αντλίας είναι οι ασθενείς χωρίς ψυχικό νόσημα ή σοβαρή άνοια, που έχουν τουλάχιστον πέντε χρόνια νόσο Πάρκινσον και τους οποίους η ντοπαμίνη ακόμα βοηθά σημαντικά αλλά δεν τους καλύπτει σε όλη τη διάρκεια της ημέρας, με συνέπεια να έχουν σημαντικές διακυμάνσεις στην κινητικότητά τους (εναλλάσσονται περίοδοι δυσκινησίας και ακινησίας μεταξύ των δόσεων)», συνεχίζει.
Εξαιτίας αυτών των διακυμάνσεων οι συγκεκριμένοι ασθενείς δυσκολεύονται πολύ στην εργασία, τη διασκέδαση και τις καθημερινές δραστηριότητές τους, παρότι έχουν εξαντλήσει ή τείνουν να εξαντλήσουν τα όρια της φαρμακευτικής αγωγής, αφού παίρνουν φάρμακα τέσσερις ή περισσότερες φορές την ημέρα.
Έτσι, ο μέσος, υποψήφιος ασθενής προχωρημένου σταδίου για τοποθέτηση αντλίας είναι «ηλικίας 65 ετών ή νεότερος, με Πάρκινσον επί μία 7ετία, που παίρνει τέσσερις φορές την ημέρα μεγάλη δόση ντοπαμίνης και παράλληλα παίρνει δύο ή τρία άλλα ντοπαμινεργικά φάρμακα που τον βοηθούν μεν, αλλά ημερησίως θα έχει τουλάχιστον 2-3 ώρες ακινησία ή 1-2 ώρες υπερκινησία, σε βαθμό που θα τον δυσκολεύουν στην καθημερινότητά του», εξηγεί ο Δρ. Ζήκος.
Οι ασθενείς με αυτά τα χαρακτηριστικά εξετάζονται από διεπιστημονική ομάδα, στην οποία συμμετέχουν εξειδικευμένος νευρολόγος, νευροψυχολόγος και γαστρεντερολόγος, για να εξακριβωθεί αν είναι κατάλληλοι υποψήφιοι για τοποθέτηση της αντλίας.
Δοκιμαστική διαδικασία
Αν κριθεί ότι ο ασθενής πληροί τα κριτήρια της τοποθέτησης, εισάγεται για τρεις ημέρες στο νοσοκομείο ώστε να γίνει μία δοκιμαστική διαδικασία, κατά την οποία θα λαμβάνει μεν την υγρή ντοπαμίνη, αλλά με σωληνάκι από τη μύτη και όχι από την κοιλιά.
«Για να είμαστε σίγουροι ότι η συνεχής έγχυση φαρμάκου θα έχει αποτέλεσμα και για να μην χειρουργούμε αδίκως τον ασθενή, του κάνουμε εισαγωγή και του τοποθετούμε εξωτερικό ρινοεντερικό καθετήρα, τον οποίο συνδέουμε με την αντλία», λέει ο Δρ. Ζήκος. «Πρόκειται για ένα λεπτό σωληνάκι, το οποίο τοποθετείται από τη μύτη με τζελ ξυλοκαΐνης. Τις επόμενες μέρες ρυθμίζουμε τη δόση της ντοπαμίνης στη βέλτιστη συγκέντρωση, διακόπτουμε τα άλλα φάρμακα που έπαιρνε ο ασθενής και τον παρακολουθούμε για να καταγράφουμε την εξέλιξή του. Την τρίτη ημέρα εξετάζουμε την κινητικότητα και την βελτίωση στην καθημερινή ζωή του, με την βασική ερώτηση να είναι αν αισθάνεται όσο βελτιωμένος θα ήθελε. Από τους περισσότερους από 60 ασθενείς στους οποίους έχουμε τοποθετήσει αντλία τα τελευταία χρόνια, μόνο ένας δεν είχε την βελτίωση που ήθελε».
Η τελική τοποθέτηση γίνεται με μικρή χειρουργική επέμβαση διαρκείας περίπου 35 λεπτών, που διενεργείται με μέθη και απαιτεί νοσηλεία μίας ημέρας.
«Η αντλία είναι πολύ αποτελεσματική, δεν έχει περιορισμούς στην ηλικία, είναι λιγότερο επεμβατική από άλλες μεθόδους αλλά ταυτοχρόνως είναι και εύκολα αναστρέψιμη αν υπάρξει ανάγκη», λέει ο δρ Ζήκος. «Όλ’ αυτά, όμως, προϋποθέτουν ότι θα τοποθετηθεί νωρίς και όχι σε τελικού σταδίου ασθενείς».
Ένα άλλο πλεονέκτημά της είναι ότι η υγρή ντοπαμίνη εγχέεται ακριβώς στο τμήμα του εντέρου που την απορροφά, με αποτέλεσμα να μην επηρεάζεται η δράση της από το φαγητό που καταναλώνει ο ασθενής. Έτσι, οι ασθενείς μπορούν να τρώνε ό,τι και όποτε θέλουν.
Ο ασθενής συνδέει την αντλία το πρωί και το βράδυ την αποσυνδέει για να κοιμηθεί. Το ίδιο γίνεται και για να πλυθεί ή να κάνει μπάνιο στη θάλασσα. Επιπλέον έχει τη δυνατότητα να κάνει έξτρα δόση του φαρμάκου, αν αισθανθεί πως η δόση που έχει πάρει δεν τον καλύπτει.
Τέλος, μπορεί να έχει δωρεάν νοσηλευτική φροντίδα σε τακτά χρονικά διαστήματα από εξειδικευμένους νοσηλευτές.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Η αντλία περιέχει υγρή ντοπαμίνη και μελέτες έχουν δείξει πως όταν τοποθετείται στους κατάλληλους ασθενείς και ρυθμίζεται σωστά από εξειδικευμένους γιατρούς, μπορεί να βελτιώσει περισσότερο από 90% τις κινητικές διαταραχές, όπως οι αργές κινήσεις (βραδυκινησία), η δυσκαμψία, το τρέμουλο, η δυσκινησία και η δυσκολία βάδισης.
Μπορεί επίσης να μειώσει σημαντικά (κατά περισσότερο από 60%) τα μη κινητικά συμπτώματα, όπως η δυσκοιλιότητα, η συχνουρία, οι διαταραχές στον ύπνο κ.λπ., καθώς και να ωφελήσει ασθενείς με δυσκολίες στην κατάποση.
Μάλιστα τα οφέλη αυτά αντέχουν στον χρόνο, αφού σύμφωνα με διεθνείς μελέτες προσφέρει έως και 10 χρόνια καλύτερης ζωής στους ασθενείς.
Όπως εξηγεί ο νευρολόγος Παναγιώτης Ι. Ζήκος, υπεύθυνος του Ιατρείου Νόσου Πάρκινσον & Συναφών Διαταραχών του 251 Γενικού Νοσοκομείου Αεροπορίας και υπεύθυνος του Ιατρείου Επεμβατικής Αντιμετώπισης Πάρκινσον στο Νοσοκομείο Μετροπόλιταν, η αντλία είναι φορητή (μπορεί, λ.χ., να τοποθετηθεί σε ένα τσαντάκι γύρω από τη μέση του ασθενούς ή σε φανέλα με ειδική τσέπη, για να είναι κάτω από τα ρούχα του) και ενώνεται με το σώμα με έναν λεπτό καθετήρα (σωληνάκι) που τοποθετείται στην κοιλιά και καταλήγει στο λεπτό έντερο.
Η αντλία μπορεί να τοποθετηθεί σε ασθενείς κάθε ηλικίας εφ’ όσον πληρούν ορισμένα κριτήρια.
«Κατ’ αρχάς, δεν πρέπει να πάσχουν από τελικού σταδίου νόσο, αλλά από προχωρημένη κατά την οποία παύουν να έχουν μια ζωή όπως την επιθυμούν και δυσκολεύονται πολύ στην καθημερινότητά τους», λέει ο Δρ. Ζήκος. «Ο κόσμος νομίζει ότι “προχωρημένο” είναι το στάδιο της νόσου όταν ο ασθενής βρίσκεται σε αναπηρικό αμαξίδιο ή περπατά λίγο αλλά με βοήθεια. Αυτό όμως είναι το τελικό στάδιο, που αντενδείκνυται για την τοποθέτηση αντλίας».
Έτσι, «κατάλληλοι υποψήφιοι για την τοποθέτηση αντλίας είναι οι ασθενείς χωρίς ψυχικό νόσημα ή σοβαρή άνοια, που έχουν τουλάχιστον πέντε χρόνια νόσο Πάρκινσον και τους οποίους η ντοπαμίνη ακόμα βοηθά σημαντικά αλλά δεν τους καλύπτει σε όλη τη διάρκεια της ημέρας, με συνέπεια να έχουν σημαντικές διακυμάνσεις στην κινητικότητά τους (εναλλάσσονται περίοδοι δυσκινησίας και ακινησίας μεταξύ των δόσεων)», συνεχίζει.
Εξαιτίας αυτών των διακυμάνσεων οι συγκεκριμένοι ασθενείς δυσκολεύονται πολύ στην εργασία, τη διασκέδαση και τις καθημερινές δραστηριότητές τους, παρότι έχουν εξαντλήσει ή τείνουν να εξαντλήσουν τα όρια της φαρμακευτικής αγωγής, αφού παίρνουν φάρμακα τέσσερις ή περισσότερες φορές την ημέρα.
Έτσι, ο μέσος, υποψήφιος ασθενής προχωρημένου σταδίου για τοποθέτηση αντλίας είναι «ηλικίας 65 ετών ή νεότερος, με Πάρκινσον επί μία 7ετία, που παίρνει τέσσερις φορές την ημέρα μεγάλη δόση ντοπαμίνης και παράλληλα παίρνει δύο ή τρία άλλα ντοπαμινεργικά φάρμακα που τον βοηθούν μεν, αλλά ημερησίως θα έχει τουλάχιστον 2-3 ώρες ακινησία ή 1-2 ώρες υπερκινησία, σε βαθμό που θα τον δυσκολεύουν στην καθημερινότητά του», εξηγεί ο Δρ. Ζήκος.
Οι ασθενείς με αυτά τα χαρακτηριστικά εξετάζονται από διεπιστημονική ομάδα, στην οποία συμμετέχουν εξειδικευμένος νευρολόγος, νευροψυχολόγος και γαστρεντερολόγος, για να εξακριβωθεί αν είναι κατάλληλοι υποψήφιοι για τοποθέτηση της αντλίας.
Δοκιμαστική διαδικασία
Αν κριθεί ότι ο ασθενής πληροί τα κριτήρια της τοποθέτησης, εισάγεται για τρεις ημέρες στο νοσοκομείο ώστε να γίνει μία δοκιμαστική διαδικασία, κατά την οποία θα λαμβάνει μεν την υγρή ντοπαμίνη, αλλά με σωληνάκι από τη μύτη και όχι από την κοιλιά.
«Για να είμαστε σίγουροι ότι η συνεχής έγχυση φαρμάκου θα έχει αποτέλεσμα και για να μην χειρουργούμε αδίκως τον ασθενή, του κάνουμε εισαγωγή και του τοποθετούμε εξωτερικό ρινοεντερικό καθετήρα, τον οποίο συνδέουμε με την αντλία», λέει ο Δρ. Ζήκος. «Πρόκειται για ένα λεπτό σωληνάκι, το οποίο τοποθετείται από τη μύτη με τζελ ξυλοκαΐνης. Τις επόμενες μέρες ρυθμίζουμε τη δόση της ντοπαμίνης στη βέλτιστη συγκέντρωση, διακόπτουμε τα άλλα φάρμακα που έπαιρνε ο ασθενής και τον παρακολουθούμε για να καταγράφουμε την εξέλιξή του. Την τρίτη ημέρα εξετάζουμε την κινητικότητα και την βελτίωση στην καθημερινή ζωή του, με την βασική ερώτηση να είναι αν αισθάνεται όσο βελτιωμένος θα ήθελε. Από τους περισσότερους από 60 ασθενείς στους οποίους έχουμε τοποθετήσει αντλία τα τελευταία χρόνια, μόνο ένας δεν είχε την βελτίωση που ήθελε».
Η τελική τοποθέτηση γίνεται με μικρή χειρουργική επέμβαση διαρκείας περίπου 35 λεπτών, που διενεργείται με μέθη και απαιτεί νοσηλεία μίας ημέρας.
«Η αντλία είναι πολύ αποτελεσματική, δεν έχει περιορισμούς στην ηλικία, είναι λιγότερο επεμβατική από άλλες μεθόδους αλλά ταυτοχρόνως είναι και εύκολα αναστρέψιμη αν υπάρξει ανάγκη», λέει ο δρ Ζήκος. «Όλ’ αυτά, όμως, προϋποθέτουν ότι θα τοποθετηθεί νωρίς και όχι σε τελικού σταδίου ασθενείς».
Ένα άλλο πλεονέκτημά της είναι ότι η υγρή ντοπαμίνη εγχέεται ακριβώς στο τμήμα του εντέρου που την απορροφά, με αποτέλεσμα να μην επηρεάζεται η δράση της από το φαγητό που καταναλώνει ο ασθενής. Έτσι, οι ασθενείς μπορούν να τρώνε ό,τι και όποτε θέλουν.
Ο ασθενής συνδέει την αντλία το πρωί και το βράδυ την αποσυνδέει για να κοιμηθεί. Το ίδιο γίνεται και για να πλυθεί ή να κάνει μπάνιο στη θάλασσα. Επιπλέον έχει τη δυνατότητα να κάνει έξτρα δόση του φαρμάκου, αν αισθανθεί πως η δόση που έχει πάρει δεν τον καλύπτει.
Τέλος, μπορεί να έχει δωρεάν νοσηλευτική φροντίδα σε τακτά χρονικά διαστήματα από εξειδικευμένους νοσηλευτές.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια