Πάνω από τα επίπεδα του 2007, δηλαδή πριν το ξέσπασμα της διεθνούς οικονομικής κρίσης, και συγκεκριμένα στα 135 τρισ. δολάρια, εκτοξεύθηκε στα τέλη του 2016 το χρέος των 20 πιο ανεπτυγμένων χωρών του πλανήτη, με το ΔΝΤ να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ότι τα ανησυχητικά αυτά στοιχεία μπορεί να πυροδοτήσουν μια νέα παγκόσμια κρίση.
Όπως επισήμανε το Ταμείο κατά την παρουσίαση της εξαμηνιαίας έκθεσής του για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η κατάσταση θα επιδεινωθεί τα επόμενα χρόνια, λόγω του ότι βρισκόμαστε σε φάση αύξησης των επιτοκίων δανεισμού. Η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ ετοιμάζεται για νέα αύξηση των επιτοκίων στα τέλη του χρόνου, ενώ πυκνώνουν και οι συζητήσεις στην Ευρώπη για το πότε θα σταματήσει το «τύπωμα χρήματος» μέσω του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης.
Ήδη εταιρείες και καταναλωτές δυσκολεύονται ή ακόμα και αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους, τα οποία έχουν συσσωρευτεί λόγω και της αύξησης του δανεισμού τους λόγω των χαμηλών επιτοκίων που έδωσαν οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες με σκοπό να στηρίξουν την οικονομία.
Παράλληλα, για να απαντήσουν στην κρίση του 2008, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες τροφοδότησαν τις οικονομίες με ρευστότητα, τυπώνοντας δηλαδή χρήμα.
Το αποτέλεσμα είναι ότι οι οικονομίες ανέκαμψαν, αλλά λόγω των χαμηλών επιτοκίων ο παγκόσμιος δανεισμός αυξήθηκε και έχει φτάσει στα επίπεδα που προκαλούν ανησυχία στους οικονομολόγους του ΔΝΤ, ενώ την ίδια στιγμή η άφθονη ρευστότητα διοχετεύεται σε αγορές μετοχών, ομολόγων ή ακινήτων, οι τιμές των οποίων έχουν ανέβει παντού δημιουργώντας μια νέα φούσκα.
Η αύξηση του δανεισμού αύξησε και το χρέος των μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών, νοικοκυριών και κυβερνήσεων στις χώρες του, στα επίπεδα των 135 δισ. δολ. ή στο 235% του ΑΕΠ.
Το Ταμείο επισημαίνει ότι παρόλο που η οικονομική δραστηριότητα διεθνώς βελτιώνεται, η κατάσταση μπορεί να αντιστραφεί και παρουσιάζει ένα σενάριο «καταστροφής», σύμφωνα με το οποίο μετά το 2020 οι συνθήκες αντιστρέφονται, με τα επιτόκια να αυξάνονται και να δημιουργούν προβλήματα σε όσους χρωστάνε, αφού θα δυσκολεύονται να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους.
Στο σενάριο αυτό το ΔΝΤ «βλέπει» μια νέα κρίση η ένταση της οποίας θα αντιστοιχεί στο ⅓ εκείνης του 2008, με τις αγορές μετοχών να πέφτουν κατά 15% τις τιμές ακινήτων κατά 7% και την παραγωγή παγκοσμίως θα μειωθεί κατά 1,7 % κατά μέσο όρο.
Οι χώρες που είναι σε δυσχερέστερη θέση είναι η Αυστραλία, ο Καναδάς και η Κίνα. Όπως επισημαίνει το ΔΝΤ το 1/3 των 80 τρισ. δολ. που προστέθηκαν στο χρέος των G20 από το 2006 προέρχεται από τις ΗΠΑ και την Κίνα.
Σε ό,τι αφορά τις μεγάλες συστημικές τράπεζες και τις ασφαλιστικές εταιρείες, το ΔΝΤ εκτιμά πως βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση από ό,τι πριν την κρίση, ωστόσο πολλές εξ αυτών δεν έχουν καταφέρει να βρουν ακόμα ένα κερδοφόρο business plan. Ετσι, αν και οι 30 μεγαλύτερες τράπεζες έχουν assets 47 τρισ. δολ. (πάνω από το 1/3 των συνολικών assets και δανείων που έχουν οι τράπεζες παγκοσμίως), έχουν καταφέρει ν αυξήσουν τα κεφάλαιά τους κατά 1 τρισ. δολ. από το 2009, άρα έχουν πολύ ισχυρότερη κεφαλαιακή βάση από πριν.
Ωστόσο, περίπου οι μισές έχουν απόδοση ιδίων κεφαλαίων κάτω του 8% – που είναι και το ελάχιστο όριο που το ΔΝΤ θεωρεί πως πρέπει να πετύχει μια τράπεζα για να είναι βιώσιμη.
Όπως εκτιμά το Ταμείο, το 2019 μεγάλες τράπεζες με συνολικά περιουσιακά στοιχεία 17 τρισ. δολ. δεν θα καταφέρουν να επιτύχουν αρκετά υψηλά κέρδη. “Άρα το ερώτημα είναι ποιοι θα καταφέρουν μα μείνουν στην επιφάνεια, όταν αρχίσουν να σκάνε οι «φούσκες».
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Όπως επισήμανε το Ταμείο κατά την παρουσίαση της εξαμηνιαίας έκθεσής του για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η κατάσταση θα επιδεινωθεί τα επόμενα χρόνια, λόγω του ότι βρισκόμαστε σε φάση αύξησης των επιτοκίων δανεισμού. Η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ ετοιμάζεται για νέα αύξηση των επιτοκίων στα τέλη του χρόνου, ενώ πυκνώνουν και οι συζητήσεις στην Ευρώπη για το πότε θα σταματήσει το «τύπωμα χρήματος» μέσω του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης.
Ήδη εταιρείες και καταναλωτές δυσκολεύονται ή ακόμα και αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους, τα οποία έχουν συσσωρευτεί λόγω και της αύξησης του δανεισμού τους λόγω των χαμηλών επιτοκίων που έδωσαν οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες με σκοπό να στηρίξουν την οικονομία.
Παράλληλα, για να απαντήσουν στην κρίση του 2008, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες τροφοδότησαν τις οικονομίες με ρευστότητα, τυπώνοντας δηλαδή χρήμα.
Το αποτέλεσμα είναι ότι οι οικονομίες ανέκαμψαν, αλλά λόγω των χαμηλών επιτοκίων ο παγκόσμιος δανεισμός αυξήθηκε και έχει φτάσει στα επίπεδα που προκαλούν ανησυχία στους οικονομολόγους του ΔΝΤ, ενώ την ίδια στιγμή η άφθονη ρευστότητα διοχετεύεται σε αγορές μετοχών, ομολόγων ή ακινήτων, οι τιμές των οποίων έχουν ανέβει παντού δημιουργώντας μια νέα φούσκα.
Η αύξηση του δανεισμού αύξησε και το χρέος των μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών, νοικοκυριών και κυβερνήσεων στις χώρες του, στα επίπεδα των 135 δισ. δολ. ή στο 235% του ΑΕΠ.
Το Ταμείο επισημαίνει ότι παρόλο που η οικονομική δραστηριότητα διεθνώς βελτιώνεται, η κατάσταση μπορεί να αντιστραφεί και παρουσιάζει ένα σενάριο «καταστροφής», σύμφωνα με το οποίο μετά το 2020 οι συνθήκες αντιστρέφονται, με τα επιτόκια να αυξάνονται και να δημιουργούν προβλήματα σε όσους χρωστάνε, αφού θα δυσκολεύονται να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους.
Στο σενάριο αυτό το ΔΝΤ «βλέπει» μια νέα κρίση η ένταση της οποίας θα αντιστοιχεί στο ⅓ εκείνης του 2008, με τις αγορές μετοχών να πέφτουν κατά 15% τις τιμές ακινήτων κατά 7% και την παραγωγή παγκοσμίως θα μειωθεί κατά 1,7 % κατά μέσο όρο.
Οι χώρες που είναι σε δυσχερέστερη θέση είναι η Αυστραλία, ο Καναδάς και η Κίνα. Όπως επισημαίνει το ΔΝΤ το 1/3 των 80 τρισ. δολ. που προστέθηκαν στο χρέος των G20 από το 2006 προέρχεται από τις ΗΠΑ και την Κίνα.
Σε ό,τι αφορά τις μεγάλες συστημικές τράπεζες και τις ασφαλιστικές εταιρείες, το ΔΝΤ εκτιμά πως βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση από ό,τι πριν την κρίση, ωστόσο πολλές εξ αυτών δεν έχουν καταφέρει να βρουν ακόμα ένα κερδοφόρο business plan. Ετσι, αν και οι 30 μεγαλύτερες τράπεζες έχουν assets 47 τρισ. δολ. (πάνω από το 1/3 των συνολικών assets και δανείων που έχουν οι τράπεζες παγκοσμίως), έχουν καταφέρει ν αυξήσουν τα κεφάλαιά τους κατά 1 τρισ. δολ. από το 2009, άρα έχουν πολύ ισχυρότερη κεφαλαιακή βάση από πριν.
Ωστόσο, περίπου οι μισές έχουν απόδοση ιδίων κεφαλαίων κάτω του 8% – που είναι και το ελάχιστο όριο που το ΔΝΤ θεωρεί πως πρέπει να πετύχει μια τράπεζα για να είναι βιώσιμη.
Όπως εκτιμά το Ταμείο, το 2019 μεγάλες τράπεζες με συνολικά περιουσιακά στοιχεία 17 τρισ. δολ. δεν θα καταφέρουν να επιτύχουν αρκετά υψηλά κέρδη. “Άρα το ερώτημα είναι ποιοι θα καταφέρουν μα μείνουν στην επιφάνεια, όταν αρχίσουν να σκάνε οι «φούσκες».
Πηγή: Newmoney.gr
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια