Με την ανάπτυξη του κλάδου των νευροεπιστημών και της ψυχολογίας μετά τη δεκαετία του 1990 διατυπώθηκαν σύνθετες θεωρίες για την κοινωνική νοημοσύνη, οι οποίες αναγνωρίζουν ότι «ο εγκέφαλός μας είναι κοινωνικός», υποστηρίζοντας τη σημασία της κοινωνικής νοημοσύνης για την επιτυχία των ανθρωπίνων σχέσεων και προτείνοντας ταυτόχρονα και τεχνικές βελτίωσής της.
Στόχος της παρούσας εργασίας είναι η παρουσίαση δύο συγκεκριμένων μοντέλων για την κοινωνική νοημοσύνη: του Daniel Goleman και του Karl Albrecht. Το 2006, ο Daniel Goleman ανέπτυξε το δικό του μοντέλο κοινωνικής νοημοσύνης, το οποίο αποτελείται από δυο βασικά συστατικά, την "κοινωνική επίγνωση" (social awareness) και "κοινωνική ευχέρεια" (social facility), καθένα από τα οποία εμπεριέχει και επιμέρους στοιχεία. Κατά την ίδια περίοδο, ο Karl Albrecht πρότεινε το μοντέλο «S.P.A.C.E.», αποδίδοντας επιμέρους ιδιότητες στην κοινωνική νοημοσύνη, την οποία όρισε ως την ικανότητα του ατόμου για καλές συναναστροφές και αποδοτικές συνεργασίες με τους άλλους. Μέσω της κριτικής προσέγγισης του έργου των παραπάνω ερευνητών και της συναφούς διεθνούς βιβλιογραφίας σχετικά με τις προαναφερθείσες θεωρίες, επιχειρείται η παρουσίαση των βασικών τους σημείων και η εξαγωγή συμπερασμάτων που αφορούν εφαρμογές της κοινωνικής νοημοσύνης στην καθημερινότητα και κατ' επέκταση στην εκπαιδευτική πράξη.
Εισαγωγή
Στόχος της παρούσας εργασίας είναι η παρουσίαση δύο μοντέλων που αναπτύχθηκαν το 2006 και αφορούν στην κοινωνική νοημοσύνη. Αρχικά, περιγράφεται εν συντομία η απαρχή της εμφάνισης του όρου και οι ενστάσεις που τέθηκαν για την ύπαρξη της κοινωνικής νοημοσύνης ως αυτόνομη και ανεξάρτητη της γενικής νοημοσύνης. Εν συνεχεία, παρουσιάζεται η θεωρία του D. Goleman για την κοινωνική νοημοσύνη, η οποία αποτελεί προέκταση της δημοφιλούς θεωρίας του για τη συναισθηματική νοημοσύνη. Γίνεται αναφορά στην Κοινωνική Επίγνωση και την Κοινωνική Ευχέρεια, τους δύο άξονες που ορίζουν την κοινωνική νοημοσύνη, καθώς και στα επιμέρους στοιχεία που προϋποθέτει μια επιτυχημένη κοινωνική αλληλεπίδραση. Κατ’ επέκταση προτείνονται στρατηγικές που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την καλλιέργεια της κοινωνικής νοημοσύνης στο σχολικό πλαίσιο. Έπειτα, αναλύεται το μοντέλο που προτείνει ο K.Albrecht με την περιγραφή των πέντε στοιχείων που στοιχειοθετούν το S.P.A.C.E., δηλαδή τη Επίγνωση της κατάστασης, την Παρουσία, την Αυθεντικότητα, τη Σαφήνεια και την Ενσυναίσθηση (εμπάθεια είναι η σωστή μετάφραση του όρου) και παρουσιάζονται οι εκπαιδευτικές προεκτάσεις τις οποίες περιλαμβάνει ο ίδιος ο Albrecht στο έργο του. Τέλος, γίνεται μια σύνοψη των στοιχείων που ορίζουν με βάση τα μοντέλα το κοινωνικά ευφυές άτομο και των λύσεων που θα μπορούσε να παρέχει η κοινωνική νοημοσύνη στο περιβάλλον του σύγχρονου σχολείου, ενώ προτείνονται και θέματα για περαιτέρω μελέτη του ζητήματος.Γενική ή κοινωνική νοημοσύνη;
Ο ορισμός της κοινωνικής νοημοσύνης και η ενασχόληση με αυτό το είδος νοημοσύνης ειδικότερα ξεκίνησε ήδη από το 1920, όταν o αμερικανός ψυχολόγος E. L. Thorndike με το άρθρο του “Intelligence and its uses” αναγνώρισε τρεις εκφάνσεις της νοημοσύνης. Η ικανότητα του ατόμου να κατανοεί και να διαχειρίζεται αντικείμενα, αντιστοιχεί στην μηχανική νοημοσύνη, ενώ ως αφηρημένη ορίζει την ικανότητα για ενασχόληση με ιδέες και σύμβολα. Την κοινωνική νοημοσύνη την αναφέρει ως την ικανότητα του ατόμου «να κατανοεί και να διαχειρίζεται άνδρες και γυναίκες, αγόρια και κορίτσια - να συμπεριφέρεται συνετά στις ανθρώπινες σχέσεις». Ο ίδιος κρίνει πως υπάρχει μεγάλη ανισότητα μεταξύ των ειδών νοημοσύνης σε κάθε άτομο, καθώς όταν υπερισχύει η μια ικανότητα οι δυο άλλες εντοπίζονται σε μικρότερο βαθμό. Αναφέρει πως η νοημοσύνη είναι ένα χαρακτηριστικό που εμφανίζεται εγγενώς στο άτομο σε καθορισμένα επίπεδα, επιδέχεται όμως και βελτίωση μέσω της καλλιέργειας και της κατάλληλης εξάσκησής της. Όσον αφορά την κοινωνική νοημοσύνη θέτει το πρόβλημα της μέτρησής της, εφόσον είναι από τη φύση της δύσκολο να μελετηθεί σε εργαστηριακές συνθήκες (Thorndike, 1920) Μετά το 1920 ο ορισμός της κοινωνικής νοημοσύνης έλαβε ποικίλες διαστάσεις με τον εμπλουτισμό και την επέκτασή του, ενώ έγιναν και απόπειρες μέτρησής της με σταθμισμένες δοκιμασίες. Εντούτοις, υπήρξαν και οι επικριτές της και θιασώτες της αυστηρά γενικής νοημοσύνης, ο πρώτος εκ των οποίων ήταν ο κατασκευαστής ενός τεστ νοημοσύνης ιδιαίτερα δημοφιλούς έως σήμερα. Ο D. Wechsler αρνήθηκε την ύπαρξη κοινωνικής νοημοσύνης ως διακριτή διάσταση και την αντιστοιχούσε ως “την γενική νοημοσύνη εφαρμοσμένη στις κοινωνικές περιστάσεις” (Wechsler, 1958). Έκρινε μάλιστα πως το ψυχομετρικό τεστ που ο ίδιος κατασκεύασε μπορεί να μετρήσει την κοινωνική νοημοσύνη, καθώς μελετά, μεταξύ άλλων, και την κατανόηση των κοινωνικών περιστάσεων. Στην περίπτωση αυτή η κοινωνική νοημοσύνη συνδέεται περισσότερο με την κατανόηση του κόσμου, την προσαρμογή του ατόμου σε αυτόν και την αντίδραση στα ερεθίσματα που του παρέχει, αποτελώντας έτσι βασικό παράγοντα για την επιβίωση του (Kihlstrom & Cantor, 2000. Yermentaeyeva et al., 2014)Το μοντέλο του D. Goleman
Η θεωρία της κοινωνικής νοημοσύνης του Daniel Goleman περιγράφεται στο βιβλίο του με τίτλο Κοινωνική Νοημοσύνη, η νέα επιστήμη των ανθρώπινων σχέσεων (2006). Η θεωρία αυτή αποτελεί ουσιαστικά την προέκταση της θεωρίας του Goleman για τη συναισθηματική νοημοσύνη. Έτσι, από τη μία πλευρά η συναισθηματική νοημοσύνη σχετίζεται με την ψυχολογία του ατόμου, καθώς μέσω της Αυτογνωσίας και της Αυτό-ρύθμισης στοχεύεται η προσωπική αποδοτικότητα. Αντίστοιχα, η κοινωνική νοημοσύνη, εμπεριέχει την Κοινωνική Επίγνωση και την Κοινωνική Ευχέρεια με τις οποίες επιτυγχάνεται μια ομαλή αλληλεπίδραση με τους άλλους, η γόνιμη επικοινωνία και εν γένει η κοινωνική αποδοτικότητα· μελετάται επομένως, η ψυχολογία της αλληλεπίδρασης μεταξύ δύο ατόμων. Τις θέσεις του για την κοινωνική νοημοσύνη ο Goleman στηρίζει σε ευρήματα των κοινωνικών νευροεπιστημών. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά «ο εγκέφαλός μας είναι κοινωνικός» και «είμαστε συνδεδεμένοι για να επικοινωνούμε», καθώς οι νευροαπεικονιστικές μέθοδοι κατέδειξαν πληθώρα εγκεφαλικών περιοχών οι οποίες ενεργοποιούνται όταν συμμετέχουμε σε μια κοινωνική αλληλεπίδραση. Το μοντέλο του συνθέτουν δυο βασικά συστατικά: η Κοινωνική Επίγνωση (Social Awareness) και η Κοινωνική Ευχέρεια (Social Facility), καθένα από τα οποία εμπεριέχει επιμέρους στοιχεία με ιδιότητες που διευκολύνουν την κοινωνική αλληλεπίδραση (Goleman, 2006).A. Κοινωνική Επίγνωση
Η κοινωνική επίγνωση αφορά στην κατανόηση του εσωτερικού κόσμου του άλλου, τι αισθάνεται και τι σκέφτεται μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, αλλά και την κατανόηση περισσότερο σύνθετων κοινωνικών περιστάσεων. Όπως παρατηρεί η Wawra (2009), η Κοινωνική Επίγνωση συνδέεται άμεσα με το πολιτισμικό υπόβαθρο του ατόμου, καθώς υπάρχουν πολιτισμοί, όπου η μη λεκτική επικοινωνία είναι περισσότερο έντονη και συνεπώς η κατανόησή τους προϋποθέτει σημαντικά επίπεδα κοινωνικής νοημοσύνης, στα πλαίσια της διαπολιτισμικής επικοινωνίας.Η Κοινωνική Επίγνωση δομείται από τέσσερα στοιχεία:
- Η Πρωτογενής Ενσυναίσθηση (Primal Empathy) αναφέρεται στην ικανότητα του ατόμου να αναγνωρίζει τα συναισθήματα του άλλου, τα οποία υποδηλώνονται με μη λεκτικές οδούς. Η ενσυναίσθηση αυτή λαμβάνει χώρα άμεσα και με αυτόματο τρόπο, το άτομο δε σταματά να στέλνει μη λεκτικά σήματα, ακόμα και αν προσπαθεί να αποκρύψει τα συναισθήματά του, ενώ και η ανάγνωσή τους από τον άλλο γίνεται ενστικτωδώς. Για τη μέτρηση της Πρωτογενούς Ενσυναίσθησης υπάρχουν τεστ τα οποία στηρίζονται ακριβώς σε αυτή την ικανότητα αντίληψης των μη λεκτικών ενδείξεων.
- Η Εναρμόνιση (Attunement) σηματοδοτεί το συντονισμό με το συνομιλητή μας, ο οποίος επιτυγχάνεται με την επικέντρωση της προσοχής μας σε αυτόν σε μια προσπάθεια βαθύτερης κατανόησης του και ουσιαστικής επικοινωνίας μαζί του. Πρόκειται για την ικανότητα του καλού ακροατή, που σέβεται τις απόψεις του άλλου πριν διατυπώσει την προσωπική του γνώμη θέτοντας τα θεμέλια για μια αποτελεσματική επικοινωνία.
- Η Ενσυναισθηματική Ακρίβεια (Empathic Accuracy) σχετίζεται άμεσα με την Πρωτογενή Ενσυναίσθηση και αφορά όχι μόνο στην αναγνώριση των μη λεκτικών ενδείξεων, αλλά και στη βαθύτερη κατανόηση των συναισθημάτων και του τρόπου σκέψης του άλλου. Στο σημείο αυτό συμμετέχει λοιπόν σε μεγάλο βαθμό η ανώτερη οδός με την ενεργοποίηση της προμετωπιαίας περιοχής του νεοφλοιού.
- Η Κοινωνική Γνώση (Social Cognition), που περιλαμβάνει το σύνολο των γνώσεων του ατόμου για τη λειτουργία του κοινωνικού κόσμου. Ο τρόπος συμπεριφοράς σε μια κοινωνική περίσταση, οι κανόνες ηθικής, η αναγνώριση του κοινωνικού πλαισίου και η αποκωδικοποίηση των κοινωνικών ρόλων που σχετίζονται με τη συμπεριφορά του ατόμου, αποτελούν θεμελιώδεις πτυχές της κοινωνικής νοημοσύνης και κατ’ επέκταση απαραίτητα εφόδια για την επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων, όπως είναι τα προβλήματα επικοινωνίας.
B. Κοινωνική Ευχέρεια
Η Κοινωνική Ευχέρεια εμφανίζεται δευτερογενώς και προϋποθέτει την κατάκτηση της κοινωνικής επίγνωσης. Έτσι, εφόσον το άτομο έχει κατανοήσει μέσω της Κονωνικής Επίγνωσης τα στοιχεία της κοινωνικής περίστασης, θα αντιδράσει μέσω της Κοινωνικής Ευχέρειας σε όσα εξέλαβε από το συνομιλητή.Την Κοινωνική Ευχέρεια συναποτελούν τα παρακάτω στοιχεία:
- α) Ο Συγχρονισμός (Synchrony) αποτελεί προϋπόθεση για την απόκτηση και των άλλων ικανοτήτων της Κοινωνική Ευχέρειας, καθώς περιλαμβάνει το σύνολο των μη λεκτικών σημάτων που θα επιλέξει το άτομο για την αλληλεπίδρασή του με τον συνομιλητή. Η επιλογή των κατάλληλων μη λεκτικών σημάτων οδηγεί σε μια θετική αλληλεπίδραση και μια παραγωγική επικοινωνία. Η έλλειψη αυτής της ικανότητας αντίθετα, αποτελεί ένα είδος δυσλεξίας, τη «δυσσημία», όπου το άτομο αδυνατεί να αποκωδικοποιήσει τις μη λεκτικές ενδείξεις και να συγχρονιστεί με το συνομιλητή του. Τα αίτια είναι κυρίως περιβαλλοντικά και οφείλονται σε φτωχό σε ερεθίσματα και δυνατότητες επικοινωνίας περιβάλλον ή σε συναισθηματικά τραύματα. Η αντιμετώπιση της στρέφεται λοιπόν στην εκμάθηση και αποτελεσματική χρήση στοιχείων, όπως χειρονομίες, τόνος της φωνής και βλεμματική επαφή σε τέτοιο βαθμό, ώσπου να λειτουργούν αυτόματα και με αυθόρμητο τρόπο.
- β) Η Αυτοπαρουσίαση (Self-presentation) σχετίζεται με τη χαρισματική προσωπικότητα και υποδηλώνει την ικανότητα του ατόμου να παρουσιάσει τον εαυτό του με τρόπο που θα αφήσει τις εντυπώσεις που επιθυμεί. Απαραίτητη κρίνεται η αυτοπεποίθηση, αλλά και η ικανότητα απόκρυψης ορισμένων συναισθημάτων, ενώ η εκφραστικότητα και η ευφράδεια του λόγου είναι ένα ακόμα στοιχείο που ενισχύει την Αυτοπαρουσίαση.
- γ) Η Επιρροή (Ιnfluence) ορίζεται ως η ικανότητα του ατόμου να διαμορφώσει το αποτέλεσμα της κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Για την επίτευξη της Επιρροής, απαιτούνται oι όροι της Κοινωνικής Επίγνωσης του Goleman, όπως είναι η ενσυναίσθηση και η κοινωνική γνώση, αλλά και ο αυτοέλεγχος. Σημαντική κρίνεται και η εξισορρόπηση μεταξύ εκφραστικότητας και διακριτικότητας και η προσαρμογή στο εκάστοτε κοινωνικό περιβάλλον, ούτως ώστε να προσεγγίσουμε την επιθυμητή έκβαση της επικοινωνίας.
- δ) Το Eνδιαφέρον (Concern) είναι εκείνο που σε συνδυασμό με την ενσυναίσθηση αποτελούν κίνητρα που ενεργοποιούν τη βοήθεια προς τον πάσχοντα και τον έχοντα ανάγκη. Όπως αναφέρει ο Goleman, «το Ενδιαφέρον αντανακλά την ικανότητά μας για συμπόνια», για αυτό και η ελλιπής καλλιέργεια της προσοχής και του ενδιαφέροντος από την παιδική ηλικία ενδέχεται να οδηγήσει σε αντικοινωνικές συμπεριφορές.
Γ. Εκπαιδευτικές προεκτάσεις
Συνοψίζοντας τις παραμέτρους που προτείνει ο Goleman για την κοινωνική νοημοσύνη θα μπορούσαμε να καταλήξουμε σε κάποιες πρακτικές, οι οποίες με την εφαρμογή τους στην σχολική πραγματικότητα θα μπορούσαν να ενισχύσουν την κοινωνική αλληλεπίδραση εντός και εκτός των εκπαιδευτικών δομών. Με αναφορά στα στοιχεία της Κοινωνικής Επίγνωσης είναι έκδηλη η ανάγκη συστηματικής καλλιέργειας των δεξιοτήτων ενεργητικής ακρόασης. Ένας καλός ακροατής είναι η προϋπόθεση για μια γόνιμη επικοινωνία και δυστυχώς συχνά παραμελείται η ενασχόληση με αυτήν. Απαιτείται λοιπόν η εκμάθηση εστίασης της προσοχής, ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η αναγνώριση όχι μόνο των λεκτικών, αλλά και των μη λεκτικών σημάτων, που εκπέμπει ο συνομιλητής. Με την εκδήλωση του ενδιαφέροντος για τον άλλον και το σεβασμό στις απόψεις του, τα οποία προκύπτουν τόσο με τα λεγόμενα μας αλλά και με τις εκφράσεις του προσώπου ή τη στάση του σώματος, τίθενται τα θεμέλια για μια ομαλή διεξαγωγή της κοινωνικής αλληλεπίδρασης, την εναρμόνισή μας με το συνομιλητή. Επιπρόσθετα, κρίνεται απαραίτητη η εκμάθηση των κοινωνικών κανόνων, των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων και του ηθικού κώδικα, που θα βοηθήσει τους νεαρούς μαθητές να επιλέξουν το κατάλληλο ύφος αποφεύγοντας να προσβάλλουν τον συνομιλητή τους και εκδηλώνοντας τη συμπεριφορά που αρμόζει στο εκάστοτε πλαίσιο. Προχωρώντας στη φάση της απόκρισης σε μια κοινωνική αλληλεπίδραση, σε εκείνο που ο Goleman ονομάζει Κοινωνική Ευχέρεια, σημαντική κρίνεται η αυτογνωσία και η αυτοπεποίθηση για την έκφραση των απόψεων και την έκβαση της συνομιλίας στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Οι μαθητές θα πρέπει, συνεπώς, να γνωρίσουν τον εαυτό τους, τα δυνατά αλλά και τα αδύναμα στοιχεία της προσωπικότητάς τους, ούτως ώστε να μπορούν να αυτοπαρουσιάζονται και να επιλέγουν τα κατάλληλα μέσα (λεκτικά και μη λεκτικά) που θα προσελκύσουν το ενδιαφέρον του συνομιλητή. Επιπλέον, θα πρέπει να καλλιεργείται ο αυτοέλεγχος, ο οποίος θα αποτρέψει τις πιθανές συγκρούσεις, προτάσσοντας το σεβασμό προς τον άλλο. Συνακόλουθα, η καλλιέργεια της κοινωνικής νοημοσύνης θα μπορούσε να ωφελήσει σημαντικά τη διαπολιτισμική εκπαίδευση, μέσω της ενσωμάτωσης των εκάστοτε πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων και να οδηγήσει στην ανάπτυξη αντιρατσιστικής συμπεριφοράς στο σύγχρονο πολυπολιτισμικό σχολείο. Η συνέχεια εδώ:* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια