Διευθυντής Ερευνών Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων
Με τη συμπλήρωση 60 ετών από την τυπική γέννηση της ευρωπαϊκής ιδέας, η Γηραιά Ήπειρος βρίσκεται αντιμέτωπη με σειρά προκλήσεων. Από τις μεγαλύτερες είναι η τζιχαντιστική τρομοκρατία, καθότι σχετίζεται με το ευαίσθητο ζήτημα της ασφάλειας.
Η νίκη που θέλουν να πετύχουν οι τρομοκράτες δεν είναι μόνο ιδεολογική (αποστρεφόμενοι εν τοις πράγμασι το δυτικό μοντέλο/τρόπο ζωής), αλλά συνίσταται στην αλλαγή της πρόσληψης ασφάλειας των Ευρωπαίων.
Αυτή η κατάσταση εύλογα συντηρητικοποιεί τον μέσο πολίτη, ενώ διακαής πόθος των τζιχαντιστών είναι η συλλήβδην δαιμονοποίηση του μουσουλμανικού στοιχείου, προσδοκώντας πως αργότερα θα φέρει σε ανοιχτή αντιπαράθεση θρησκείες και πολιτισμούς. Η περιθωριοποίηση ατόμων επί τη βάση των πεποιθήσεών τους θα δημιουργήσει νέες γενιές τρομοκρατών, διευκολύνοντας τη στρατολόγησή τους.
Η ριζοσπαστικοποίηση, άλλωστε, διευκολύνεται από το Διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Λαμβάνει χώρα σε κέντρα φιλοξενίας και προσφυγικούς καταυλισμούς, ακόμη και στις φυλακές. Μάλιστα τα δίκτυα αλληλοβοήθειας και οι ισλαμικές γκετοποιημένες κοινότητες σε κάποια μέρη της Ευρώπης, παρέχουν κάλυψη και δυνατότητες προσηλυτισμού πέραν των παραδοσιακών τρόπων, όπως είναι τα τεμένη.
Η καταστολή του τρομοκρατικού κινδύνου περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την αδρανοποίηση ενεργών και υπό διαμόρφωση πυρήνων εντός της ΕΕ. Ας σημειωθεί ότι τουλάχιστον 5.000 Ευρωπαίους έχουν πολεμήσει στο πλευρό του λεγόμενου Ισλαμικού Κράτους και περίπου 1.800 εξ αυτών να έχουν ήδη επιστρέψει στις εστίες τους. Είναι σαφές πως υφίστανται δίκτυα στρατολόγησης και προστασίας στη Γηραιά Ήπειρο. Η ανταλλαγή, λοιπόν, ακόμη και ευαίσθητων πληροφοριών μεταξύ των αρχών ασφαλείας θα έπρεπε να είναι αυτονόητη.
Νομικά-γραφειοκρατικά εμπόδια
Στην πραγματικότητα, όμως, η συνεργασία σε επίπεδο Europol και ευρωπαϊκού αντιτρομοκρατικού μηχανισμού –που δημιουργήθηκε στις αρχές του 2016– κρίνεται ως ανεπαρκής. Για θεσμικούς και πρακτικούς λόγους απουσιάζει το ενιαίο συντονιστικό κέντρο.
Το σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών όχι μόνο πανευρωπαϊκά αλλά και εθνικά πάσχει. Τόσο καθετοποιημένα (π.χ. μεταξύ των ομόσπονδων κρατιδίων της Γερμανίας) όσο και οριζόντια/διακρατικά, η συνεννόηση γίνεται με δυσκολία.
Η «ανόμοια» αξιολόγηση ενός υπόπτου με βάση διαφορετικά στοιχεία που διαθέτουν οι επιμέρους εθνικές αρχές ασφαλείας είναι κομβική. Ενδεικτικά, η πορεία συγκεκριμένων υπόπτων πριν τις επιθέσεις σε Γαλλία και Βέλγιο θα μπορούσε να είχε ανακοπεί, αν είχε προηγηθεί ορθή εκτίμηση των πληροφοριών εκ μέρους των βελγικών αρχών και εν συνεχεία σχετική ειδοποίηση των αντίστοιχων ελληνικών.
Εξάλλου, για κάποιον που έχει ποινικό, αλλά όχι τρομοκρατικό παρελθόν, δύσκολα εφαρμόζονται διατάξεις που ισχύουν για τους υπόπτους για τρομοκρατία (παρακολούθηση, tapping κλπ) με αποτέλεσμα οι αρχές ασφαλείας να έχει περιορισμένο εύρος ερευνητικής ευχέρειας. Όταν δε για κάποιον ύποπτο τα στοιχεία αφορούν κολάσιμες πράξεις του κοινού ποινικού δικαίου, εκτός αν υπάρχει διεθνές ή ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, οι σχετικές πληροφορίες μένουν σε εθνικό επίπεδο και δεν διαμοιράζονται.
Η περίπτωση του Τυνήσιου
Ας πάρουμε το παράδειγμα του Τυνήσιου δράστης της επίθεσης στο Βερολίνο τα περασμένα Χριστούγεννα. Αν και παρότι είχε προγνωστικούς δείκτες που θα έπρεπε να σημάνουν συναγερμό, αφού εξέτισε την ποινή του στις ιταλικές φυλακές, αιτήθηκε προσφυγικού ασύλου στη Γερμανία. Όταν απορρίφθηκε το αίτημα του, δεν μπορούσε να απελαθεί λόγω έλλειψης επίσημων εγγράφων.
Με όλα τα στοιχεία στη διάθεση τους, οι αρχές έπρεπε να προβούν σε προληπτικές ενέργειες αντί της παρακολούθησης. Το πρόβλημα μεγιστοποιείται τόσο από την αργή αντίδραση των δικαστικών αρχών όσο και από την απροθυμία των χωρών καταγωγής να δεχτούν πίσω τους επαναπατρισθέντες (π.χ. Αφγανιστάν, Πακιστάν). Γίνεται, μάλιστα, εντονότερο για όσους προέρχονται πραγματικά ή κατά δήλωση τους από αποτυχημένα κράτη (π.χ. Λιβύη).
Επιπροσθέτως, εντοπίζονται τεχνικές αγκυλώσεις όταν πληροφορίες, που συγκεντρώνονται κατά την έρευνα πριν την ποινική δίωξη ή σε αρχικό δικονομικό στάδιο, δεν μπορούν εύκολα να διακινηθούν μεταξύ των κρατών-μελών.
Πρώτον, πρέπει να έχουν δικονομικό βάρος και εγκυρότητα, με συνέπεια να γίνεται προσεκτική επιλογή.
Δεύτερον, λόγω διαφορετικών νομικών καθεστώτων δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μπορούν να αξιοποιηθούν κατάλληλα. Πρέπει να είναι συμβατά με τις δικονομικές αρχές απόδειξης, όχι μόνο της χώρας συλλογής αλλά και δικαστικής αξιοποίησής τους.
Ιδιαίτερα ζητήματα νομιμότητας αφορούν και στην ερευνητική διείσδυση στο Διαδίκτυο. Σε ορισμένα κράτη (π.χ. Αυστρία) δεν επιτρέπεται η συλλογή πληροφοριών με αλληλεπίδραση ή πλαστό προφίλ. Έτσι, υφίσταται δικονομικό ζήτημα για στοιχεία που έχουν συλλεγεί με άλλες μεθόδους.
Από τη στιγμή που η συγκέντρωση πληροφοριών δεν έχει γίνει με βάση κοινά αποδεκτούς κανόνες, δυσχεραίνεται το έργο αστυνομικών και δικαστικών αρχών. Προσφέρεται δε και η δυνατότητα προσβολής τους από τον νομικό εκπρόσωπο του κατηγορουμένου.
Ο ενδοτζιχαντιστικός ανταγωνισμός
Αθροίζοντας στα παραπάνω τη φύση των επιθέσεων, τα διάτρητα σύνορα και την αδυναμία/απροθυμία συμπλήρωσης των προνοιών της συνθήκης Σένγκεν με μία ουσιαστική ένωση ασφάλειας, γίνεται αντιληπτό πως ο βαθμός έκθεσης της Ευρώπης έναντι της τρομοκρατικής απειλής θα παραμείνει υψηλός.
Στις τελευταίες χρονικά ειδεχθείς πράξη σε ευρωπαϊκό έδαφος, προ ημερών στο Μάντσεστερ και τη νύχτα του Σαββάτου προς Κυριακή (3-4 Ιουνίου) στο Λονδίνο, δεν γνωρίζουμε ακριβώς ποιο κομμάτι της διεθνούς τρομοκρατίας όπλισε το χέρι του δράστη. Κάποιες φορές μπορεί αυτά να είναι αλληλένδετα, άλλες διαφοροποιούνται και διεκδικούν την πατρότητα σε ένα ενδοτρομοκρατικό διαγκωνισμό.
Δυστυχώς, η καθόλα ευπρόσδεκτη εδαφική υποχώρηση του αυτοαποκαλούμενου Ισλαμικού Κράτους εντείνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των τρομοκρατικών οργανώσεων, αφού αυτό μοιάζει να χάνει την πρωτοκαθεδρία του. Έτσι, θέτει υπό τη σκέπη του κάθε τρομοκρατική πράξη, είτε τη γνωρίζει είτε όχι, είτε αυτή έχει γίνει αυτόνομα, είτε εκτιμά ότι την έχει εμπνεύσει, ώστε να καταδείξει με προπαγανδιστικό τρόπο την ισχύ του.
Η επίθεση της περασμένης Παρασκευής στη Μανίλα των Φιλιππινών, εφόσον αποδειχθεί απόπειρα ληστείας και όχι τρομοκρατική, και ενώ το Ισλαμικό Κράτος έσπευσε να αναλάβει την ευθύνη, θα επιβεβαιώσει τα παραπάνω. Με άλλα λόγια υπάρχει ανταγωνισμός τζιχαντιστικών οργανώσεων.
Το Χαλιφάτο θέλει να διατηρήσει τον μύθο του με επιθέσεις υψηλού συμβολισμού και απήχησης, που ενίοτε μπορούν να επηρεάσουν και εκλογικά αποτελέσματα. Ταυτοχρόνως, άλλα τρομοκρατικά δίκτυα επιδιώκουν ανάλογα χτυπήματα, προκειμένου να ανεβάσουν τις μετοχές τους στον χώρο του τζιχαντισμού. Όλα αυτά προοιωνίζονται δύσκολες και απρόβλεπτες καταστάσεις για τις δυτικές κοινωνίες.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια