Γράφει ο Ceteris Paribus
Τροφοδοτημένη από την πολιτική αστάθεια της περιόδου της κρίσης, η θεωρία της «παρένθεσης» ήταν κυρίαρχη για ολόκληρη σειρά ετών ύστερα από το 2010 και εντεύθεν.
Η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου, που υπέγραψε το πρώτο μνημόνιο, άντεξε 2 χρόνια και ένα μήνα στην εξουσία: από τον Οκτώβριο του 2009 μέχρι και το Νοέμβριο του 2011. Η κυβέρνηση του Λουκά Παπαδήμου ήταν ούτως ή άλλως μεταβατική, οπότε παρέμεινε στην εξουσία λίγους μόνο μήνες. Η κυβέρνηση υπό τον Αντώνη Σαμαρά παρέμεινε στην εξουσία από τον Ιούνιο του 2012 μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2014, περίπου 2,5 χρόνια – αν και, σε αυτή την περίπτωση πρέπει να σημειώσουμε ότι ξεκίνησε σαν τριμερής (ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ) αλλά κατέληξε διμερής (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ), αφού η ΔΗΜΑΡ δεν άντεξε ως το τέλος της διαδρομής.
Με μία έννοια, όλες οι κυβερνήσεις από το 2010 μέχρι και το 2015 επιβεβαίωσαν τη θεωρία της «παρένθεσης». Η οποία, εντελώς λογικά και αναμενόμενα, διατυπώθηκε και για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αυτή τη φορά με την προσθήκη του επιθέτου αριστερή – «αριστερή παρένθεση». Ωστόσο, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ (για την ακρίβεια, οι δύο κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, από τον Ιανουάριο μέχρι και το Σεπτέμβριο του 2015 η πρώτη και από το Σεπτέμβριο του 2015 μέχρι και σήμερα η δεύτερη) και ο Αλέξης Τσίπρας επέδειξαν αξιοζήλευτη ανθεκτικότητα.
Τον Ιούλιο κλείνει τα 2,5 χρόνια, ισοφαρίζοντας το ρεκόρ μνημονιακής περιόδου της κυβέρνησης Σαμαρά, ενώ ύστερα από τη συμφωνία με τους δανειστές, ενώ εκτός συγκλονιστικού απροόπτου προδιαγράφεται σαφώς η δυνατότητα να φτάσει ως το τέλος της τετραετίας – εκτός αν ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας αποφασίσει να πάει σε εκλογές νωρίτερα, αλλά πάντως όχι πριν τα μέσα του 2018.
Θα είναι λοιπόν ο Αλέξης Τσίπρας που θα καταργήσει την ισχύ του θεωρήματος ότι οι μνημονιακές κυβερνήσεις… πεθαίνουν νέες;
Μια ψυχρή και αντικειμενική ματιά στα γεγονότα, πείθει ότι ενώ είδε πολλές φορές το… Χάρο με τα μάτια του, κατάφερε να επιβιώσει σε καμπές και συνθήκες πολύ δυσκολότερες σε σχέση με τις συνθήκες που προδιαγράφονται για το επόμενο διάστημα.
Ας συνοψίσουμε λίγο τα δεδομένα: Η συμφωνία έκλεισε και αυτό προδιαγράφει μια περίοδο σταθεροποίησης – έστω και προσωρινής και σχετικής.
Ο επόμενος «κάβος» προβλέπεται στα μέσα του 2018, όταν θα ολοκληρωθεί το τρέχον πρόγραμμα και θα πρέπει να συγκεκριμενοποιηθούν τα μέτρα για το χρέος. Όλες οι προβλέψεις μιλούν για ανάπτυξη 2% plus για το 2017 και το 2018, γεγονός που θα συντείνει στο να διαχυθεί στην κοινωνία και το πολιτικό σκηνικό μια αίσθηση σταθεροποίησης.
Τα μέτρα της συμφωνίας θα είναι σκληρά και όταν θα ισχύσουν θα επιφέρουν βαρύτατες απώλειες πολιτικής επιρροής, αλλά θα ισχύσουν από το 2018 (εξαιρουμένων κάποιων για το 2017 και 2018 που όμως είναι μικρού ύψους σε σχέση με το συνολικό «πακέτο» και δεν αναμένεται ότι θα επιφέρουν κάποια δραματική πολιτική επίπτωση) και το 2019. Το γεγονός αυτό διατηρεί το πλεονέκτημα του ωφέλιμου πολιτικού χρόνου τουλάχιστον μέχρι και το τέλος της άνοιξης του 2018.
Ύστερα έρχονται το τέλος του τρέχοντος προγράμματος, ο «κάβος» της συγκεκριμενοποίησης των μέτρων για το χρέος και ο σχεδιασμός (στη βάση των δύο προηγούμενων) για τις εκλογές.
Τέλος, η ευρωπαϊκή και διεθνής συγκυρία είναι τέτοια, ώστε να εξασφαλίζει τουλάχιστον ανοχή αν όχι και διακριτική στήριξη στην κυβέρνησή του από ισχυρά διεθνή κέντρα – οι κινήσεις της διοίκησης Τραμπ δείχνουν σαφώς μια ευμένεια, ενώ και οι δίαυλοι με τον Μακρόν και τις Βρυξέλλες είναι τουλάχιστον ανοιχτοί…
Τα προβλήματα είναι, λοιπόν, πίσω για τον Αλέξη Τσίπρα; Σίγουρα παίρνει μια βαθιά πολιτική ανάσα, αλλά πέραν τούτου τα πράγματα είναι και περίπλοκα και δύσκολα…
Μπορεί να «γυρίσει» το παιχνίδι;
Όλα αυτά, ωστόσο, εξασφαλίζουν μετά βεβαιότητος μόνο ένα πράγμα: την πολιτική επιβίωση, την πολιτική «ανάσα» και ωφέλιμο χρόνο που δυνητικά μπορεί να αξιοποιηθεί για πρωτοβουλίες, την ανάκτηση της πρωτοβουλίας των κινήσεων. Πέραν τούτων, τίποτε δεν είναι δεδομένο, αντίθετα όλα πρέπει να κερδηθούν με σκληρές και αμφίρροπες μάχες. Το μεγάλο ζητούμενο και ερώτημα είναι ένα: όχι απλώς να επιβιώσει αλλά να «γυρίσει το παιχνίδι», δηλαδή να ανακτήσει τη δυνατότητα νίκης στις επόμενες εκλογές.
Ενδεικτικά, παραθέτω τις πιο κρίσιμες εξ αυτών:
1. Χειροπιαστά αποτελέσματα: Αν όπως λένε οι κυβερνητικές θριαμβολογίες οσονούπω «βγαίνουμε από το τούνελ» ή και από τα μνημόνια, αυτό πρέπει να γίνει χειροπιαστό για την κοινωνία. Αν οι στατιστικές μιλούν για ανάπτυξη αλλά η κοινωνία υποφέρει όσο και χθες, τα αποτελέσματα μπορούν να είναι αντίθετα. Διότι απλούστατα ο κόσμος μπορεί να κάνει υπομονή, μη βλέποντας και καμία άλλη εναλλακτική, όσο είμαστε στο «τούνελ», αλλά δεν θα δείξει την ίδια υπομονή όταν βγαίνοντας απ’ αυτό τα πράγματα παραμένουν το ίδιο άσχημα…
Θα βρει η κυβέρνηση πόρους και τρόπους για να κάνει κάτι πραγματικά χειροπιαστό; Η υπόθεση του δανείου από την Παγκόσμια Τράπεζα με διακηρυγμένο στόχο την υλοποίηση δημόσια επένδυσης για την απορρόφηση 150.000 ανέργων θα ήταν ένα τέτοιο χειροπιαστό μέτρο. Θα καταφέρει όμως η κυβέρνηση να το υλοποιήσει; Τα υπόλοιπα που έχουν ακουστεί, είναι όλα μικρού βεληνεκούς και αμφίβολης αξίας. Όπως για παράδειγμα, προσλήψεις συμβασιούχων κ.λπ. Τα χειροπιαστά πράγματα πρέπει να γίνουν στον ιδιωτικό τομέα, που υπέφερε και υποφέρει περισσότερο. Αν δεν γίνουν, η έξοδος από το «τούνελ» θα γίνει μπούμερανγκ.
2. Το ανάλγητο κράτος: Για να διατηρηθούν τα βάθρα του success story και να μην γίνει ο «κάβος» του 2018 απροσπέλαστος, η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να αποδείξει ότι μπορεί να πετύχει τους στόχους των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων τουλάχιστον 2% φέτος (τόσο προβλέπει ο προϋπολογισμός, έναντι μνημονιακού στόχου 1,75%) και 3,5% του ΑΕΠ από το 2018.
Το φετινό υπερ-πλεόνασμα είναι προϊόν ειδικών συνθηκών και δεν πρέπει να δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι ο στόχος αυτός είναι εύκολος. Για να επιτευχθεί, θα χρειαστεί η κυβέρνηση να επιδείξει μεγάλη σκληρότητα στην είσπραξη των δημόσιων εσόδων. Ήδη τα αναγκαστικά μέτρα είσπραξης, δηλαδή κατασχέσεις και πλειστηριασμοί, αγγίζουν εκατοντάδες χιλιάδες (πάνω από 800.000 οφειλέτες), που μέχρι τα τέλη του 2017 θα γίνουν πολύ περισσότεροι από ένα εκατομμύριο.
Και κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις αγγίζει πολλαπλάσιο πληθυσμό. Επίσης, τα μέτρα κατά των αγροτών και των ελεύθερων επαγγελματιών θα «ωριμάσουν» μέσα στο 2017, κάνοντας την κυβέρνηση αντιδημοφιλή σε ευρέα κοινωνικά στρώματα. Με τι θα αντισταθμιστεί αυτή η φθορά;
3. Επενδύσεις: Ανάπτυξη 2% ύστερα από 8 συναπτά έτη ύφεσης, δεν σημαίνει και κάτι το ιδιαίτερο πέρα από μια μικρή άνοδο σε σχέση με τα ιστορικά χαμηλά στα οποία βρέθηκε η ελληνική οικονομία. Αν δεν υπάρξουν κάποια χειροπιαστά παραδείγματα μεγάλων επενδύσεων, πρωτευόντως με ουσιαστικό και δευτερευόντως με συμβολική αξία και αποτέλεσμα, το κλίμα δεν αλλάζει ουσιαστικά.
4. Πολιτική παθητικότητα: Στην κοινωνία, οι πολιτικές διεργασίες έχουν εντελώς υπόκωφο και άδηλο χαρακτήρα. Η υποστήριξη προς την κυβέρνηση όχι μόνο συρρικνώνεται (όπως λένε όλες οι δημοσκοπήσεις) αλλά παίρνει τη μορφή της παθητικής συναίνεσης. Όταν το επιχείρημα «ας μείνουν αφού τα ίδια με τους άλλους κάνουν» δεν μπορεί να είναι στιβαρή βάση αντεπίθεσης και νέας εκλογικής νίκης. Χρειάζεται μια δυναμική νέα «αφήγηση», που όμως πρέπει να στηρίζεται σε πολιτικές με πραγματικά, χειροπιαστά αποτελέσματα.
Αλλιώς, ένα κύμα εκφυλισμού και τυφλών πολιτικών διεργασιών μπορεί να αποσαθρώσει το παλιό πολιτικό σκηνικό αλλά και τις βάσεις της κυβερνητικής ανάκαμψης.
5. Μάχη ερεισμάτων: Η μάχη ερεισμάτων ανάμεσα στην κυβέρνηση, την αντιπολίτευση αλλά και δυνάμεις που έχουν «προκληθεί» από τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες του προηγούμενου ιδιαίτερα χρόνου, τείνει να εξελιχθεί σε πολιτικό και επιχειρηματικό «εμφύλιο» μεγάλης κλίμακας και να πυροδοτήσει ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
Τι θα πράξει επ’ αυτού η κυβέρνηση; Θα αναπροσαρμόσει τη στάση της ή θα συνεχίσει, ενθαρρυμένη από την πολιτική «ανάσα» που πήρε, μέχρι… τελικής πτώσεως; Η υπερβολική αυτοπεποίθηση, η άγνοια κινδύνου και η σπουδή μπορεί να γίνουν μπούμερανγκ, όπως έδειξε το «Βατερλό» με την υπόθεση των τηλεοπτικών καναλιών.
Θα μπορούσε να συνεχίσει κανείς αναφέροντας και άλλα σημαντικά προβλήματα και διλήμματα που θα βρεθούν στο δρόμο της κυβέρνησης και του Αλέξη Τσίπρα. Μέχρι τώρα επέδειξαν αντοχή και ικανότητα επιβίωσης. Αυτό όμως δεν σημαίνει αυτόματα και ικανότητα ηγεμονικής διακυβέρνησης σε συνθήκες που πρέπει να επιδείξει παραγωγικότητα και θετικό έργο. Και εκεί ακριβώς θα κριθεί.
Ο Αλέξης Τσίπρας, ακριβώς επειδή εξασφάλισε μια «ανάσα», θα πρέπει τώρα να παίξει τα «ρέστα» του…
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Τροφοδοτημένη από την πολιτική αστάθεια της περιόδου της κρίσης, η θεωρία της «παρένθεσης» ήταν κυρίαρχη για ολόκληρη σειρά ετών ύστερα από το 2010 και εντεύθεν.
Η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου, που υπέγραψε το πρώτο μνημόνιο, άντεξε 2 χρόνια και ένα μήνα στην εξουσία: από τον Οκτώβριο του 2009 μέχρι και το Νοέμβριο του 2011. Η κυβέρνηση του Λουκά Παπαδήμου ήταν ούτως ή άλλως μεταβατική, οπότε παρέμεινε στην εξουσία λίγους μόνο μήνες. Η κυβέρνηση υπό τον Αντώνη Σαμαρά παρέμεινε στην εξουσία από τον Ιούνιο του 2012 μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2014, περίπου 2,5 χρόνια – αν και, σε αυτή την περίπτωση πρέπει να σημειώσουμε ότι ξεκίνησε σαν τριμερής (ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ) αλλά κατέληξε διμερής (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ), αφού η ΔΗΜΑΡ δεν άντεξε ως το τέλος της διαδρομής.
Με μία έννοια, όλες οι κυβερνήσεις από το 2010 μέχρι και το 2015 επιβεβαίωσαν τη θεωρία της «παρένθεσης». Η οποία, εντελώς λογικά και αναμενόμενα, διατυπώθηκε και για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αυτή τη φορά με την προσθήκη του επιθέτου αριστερή – «αριστερή παρένθεση». Ωστόσο, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ (για την ακρίβεια, οι δύο κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, από τον Ιανουάριο μέχρι και το Σεπτέμβριο του 2015 η πρώτη και από το Σεπτέμβριο του 2015 μέχρι και σήμερα η δεύτερη) και ο Αλέξης Τσίπρας επέδειξαν αξιοζήλευτη ανθεκτικότητα.
Τον Ιούλιο κλείνει τα 2,5 χρόνια, ισοφαρίζοντας το ρεκόρ μνημονιακής περιόδου της κυβέρνησης Σαμαρά, ενώ ύστερα από τη συμφωνία με τους δανειστές, ενώ εκτός συγκλονιστικού απροόπτου προδιαγράφεται σαφώς η δυνατότητα να φτάσει ως το τέλος της τετραετίας – εκτός αν ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας αποφασίσει να πάει σε εκλογές νωρίτερα, αλλά πάντως όχι πριν τα μέσα του 2018.
Θα είναι λοιπόν ο Αλέξης Τσίπρας που θα καταργήσει την ισχύ του θεωρήματος ότι οι μνημονιακές κυβερνήσεις… πεθαίνουν νέες;
Μια ψυχρή και αντικειμενική ματιά στα γεγονότα, πείθει ότι ενώ είδε πολλές φορές το… Χάρο με τα μάτια του, κατάφερε να επιβιώσει σε καμπές και συνθήκες πολύ δυσκολότερες σε σχέση με τις συνθήκες που προδιαγράφονται για το επόμενο διάστημα.
Ας συνοψίσουμε λίγο τα δεδομένα: Η συμφωνία έκλεισε και αυτό προδιαγράφει μια περίοδο σταθεροποίησης – έστω και προσωρινής και σχετικής.
Ο επόμενος «κάβος» προβλέπεται στα μέσα του 2018, όταν θα ολοκληρωθεί το τρέχον πρόγραμμα και θα πρέπει να συγκεκριμενοποιηθούν τα μέτρα για το χρέος. Όλες οι προβλέψεις μιλούν για ανάπτυξη 2% plus για το 2017 και το 2018, γεγονός που θα συντείνει στο να διαχυθεί στην κοινωνία και το πολιτικό σκηνικό μια αίσθηση σταθεροποίησης.
Τα μέτρα της συμφωνίας θα είναι σκληρά και όταν θα ισχύσουν θα επιφέρουν βαρύτατες απώλειες πολιτικής επιρροής, αλλά θα ισχύσουν από το 2018 (εξαιρουμένων κάποιων για το 2017 και 2018 που όμως είναι μικρού ύψους σε σχέση με το συνολικό «πακέτο» και δεν αναμένεται ότι θα επιφέρουν κάποια δραματική πολιτική επίπτωση) και το 2019. Το γεγονός αυτό διατηρεί το πλεονέκτημα του ωφέλιμου πολιτικού χρόνου τουλάχιστον μέχρι και το τέλος της άνοιξης του 2018.
Ύστερα έρχονται το τέλος του τρέχοντος προγράμματος, ο «κάβος» της συγκεκριμενοποίησης των μέτρων για το χρέος και ο σχεδιασμός (στη βάση των δύο προηγούμενων) για τις εκλογές.
Τέλος, η ευρωπαϊκή και διεθνής συγκυρία είναι τέτοια, ώστε να εξασφαλίζει τουλάχιστον ανοχή αν όχι και διακριτική στήριξη στην κυβέρνησή του από ισχυρά διεθνή κέντρα – οι κινήσεις της διοίκησης Τραμπ δείχνουν σαφώς μια ευμένεια, ενώ και οι δίαυλοι με τον Μακρόν και τις Βρυξέλλες είναι τουλάχιστον ανοιχτοί…
Τα προβλήματα είναι, λοιπόν, πίσω για τον Αλέξη Τσίπρα; Σίγουρα παίρνει μια βαθιά πολιτική ανάσα, αλλά πέραν τούτου τα πράγματα είναι και περίπλοκα και δύσκολα…
Μπορεί να «γυρίσει» το παιχνίδι;
Όλα αυτά, ωστόσο, εξασφαλίζουν μετά βεβαιότητος μόνο ένα πράγμα: την πολιτική επιβίωση, την πολιτική «ανάσα» και ωφέλιμο χρόνο που δυνητικά μπορεί να αξιοποιηθεί για πρωτοβουλίες, την ανάκτηση της πρωτοβουλίας των κινήσεων. Πέραν τούτων, τίποτε δεν είναι δεδομένο, αντίθετα όλα πρέπει να κερδηθούν με σκληρές και αμφίρροπες μάχες. Το μεγάλο ζητούμενο και ερώτημα είναι ένα: όχι απλώς να επιβιώσει αλλά να «γυρίσει το παιχνίδι», δηλαδή να ανακτήσει τη δυνατότητα νίκης στις επόμενες εκλογές.
Ενδεικτικά, παραθέτω τις πιο κρίσιμες εξ αυτών:
1. Χειροπιαστά αποτελέσματα: Αν όπως λένε οι κυβερνητικές θριαμβολογίες οσονούπω «βγαίνουμε από το τούνελ» ή και από τα μνημόνια, αυτό πρέπει να γίνει χειροπιαστό για την κοινωνία. Αν οι στατιστικές μιλούν για ανάπτυξη αλλά η κοινωνία υποφέρει όσο και χθες, τα αποτελέσματα μπορούν να είναι αντίθετα. Διότι απλούστατα ο κόσμος μπορεί να κάνει υπομονή, μη βλέποντας και καμία άλλη εναλλακτική, όσο είμαστε στο «τούνελ», αλλά δεν θα δείξει την ίδια υπομονή όταν βγαίνοντας απ’ αυτό τα πράγματα παραμένουν το ίδιο άσχημα…
Θα βρει η κυβέρνηση πόρους και τρόπους για να κάνει κάτι πραγματικά χειροπιαστό; Η υπόθεση του δανείου από την Παγκόσμια Τράπεζα με διακηρυγμένο στόχο την υλοποίηση δημόσια επένδυσης για την απορρόφηση 150.000 ανέργων θα ήταν ένα τέτοιο χειροπιαστό μέτρο. Θα καταφέρει όμως η κυβέρνηση να το υλοποιήσει; Τα υπόλοιπα που έχουν ακουστεί, είναι όλα μικρού βεληνεκούς και αμφίβολης αξίας. Όπως για παράδειγμα, προσλήψεις συμβασιούχων κ.λπ. Τα χειροπιαστά πράγματα πρέπει να γίνουν στον ιδιωτικό τομέα, που υπέφερε και υποφέρει περισσότερο. Αν δεν γίνουν, η έξοδος από το «τούνελ» θα γίνει μπούμερανγκ.
2. Το ανάλγητο κράτος: Για να διατηρηθούν τα βάθρα του success story και να μην γίνει ο «κάβος» του 2018 απροσπέλαστος, η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να αποδείξει ότι μπορεί να πετύχει τους στόχους των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων τουλάχιστον 2% φέτος (τόσο προβλέπει ο προϋπολογισμός, έναντι μνημονιακού στόχου 1,75%) και 3,5% του ΑΕΠ από το 2018.
Το φετινό υπερ-πλεόνασμα είναι προϊόν ειδικών συνθηκών και δεν πρέπει να δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι ο στόχος αυτός είναι εύκολος. Για να επιτευχθεί, θα χρειαστεί η κυβέρνηση να επιδείξει μεγάλη σκληρότητα στην είσπραξη των δημόσιων εσόδων. Ήδη τα αναγκαστικά μέτρα είσπραξης, δηλαδή κατασχέσεις και πλειστηριασμοί, αγγίζουν εκατοντάδες χιλιάδες (πάνω από 800.000 οφειλέτες), που μέχρι τα τέλη του 2017 θα γίνουν πολύ περισσότεροι από ένα εκατομμύριο.
Και κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις αγγίζει πολλαπλάσιο πληθυσμό. Επίσης, τα μέτρα κατά των αγροτών και των ελεύθερων επαγγελματιών θα «ωριμάσουν» μέσα στο 2017, κάνοντας την κυβέρνηση αντιδημοφιλή σε ευρέα κοινωνικά στρώματα. Με τι θα αντισταθμιστεί αυτή η φθορά;
3. Επενδύσεις: Ανάπτυξη 2% ύστερα από 8 συναπτά έτη ύφεσης, δεν σημαίνει και κάτι το ιδιαίτερο πέρα από μια μικρή άνοδο σε σχέση με τα ιστορικά χαμηλά στα οποία βρέθηκε η ελληνική οικονομία. Αν δεν υπάρξουν κάποια χειροπιαστά παραδείγματα μεγάλων επενδύσεων, πρωτευόντως με ουσιαστικό και δευτερευόντως με συμβολική αξία και αποτέλεσμα, το κλίμα δεν αλλάζει ουσιαστικά.
4. Πολιτική παθητικότητα: Στην κοινωνία, οι πολιτικές διεργασίες έχουν εντελώς υπόκωφο και άδηλο χαρακτήρα. Η υποστήριξη προς την κυβέρνηση όχι μόνο συρρικνώνεται (όπως λένε όλες οι δημοσκοπήσεις) αλλά παίρνει τη μορφή της παθητικής συναίνεσης. Όταν το επιχείρημα «ας μείνουν αφού τα ίδια με τους άλλους κάνουν» δεν μπορεί να είναι στιβαρή βάση αντεπίθεσης και νέας εκλογικής νίκης. Χρειάζεται μια δυναμική νέα «αφήγηση», που όμως πρέπει να στηρίζεται σε πολιτικές με πραγματικά, χειροπιαστά αποτελέσματα.
Αλλιώς, ένα κύμα εκφυλισμού και τυφλών πολιτικών διεργασιών μπορεί να αποσαθρώσει το παλιό πολιτικό σκηνικό αλλά και τις βάσεις της κυβερνητικής ανάκαμψης.
5. Μάχη ερεισμάτων: Η μάχη ερεισμάτων ανάμεσα στην κυβέρνηση, την αντιπολίτευση αλλά και δυνάμεις που έχουν «προκληθεί» από τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες του προηγούμενου ιδιαίτερα χρόνου, τείνει να εξελιχθεί σε πολιτικό και επιχειρηματικό «εμφύλιο» μεγάλης κλίμακας και να πυροδοτήσει ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
Τι θα πράξει επ’ αυτού η κυβέρνηση; Θα αναπροσαρμόσει τη στάση της ή θα συνεχίσει, ενθαρρυμένη από την πολιτική «ανάσα» που πήρε, μέχρι… τελικής πτώσεως; Η υπερβολική αυτοπεποίθηση, η άγνοια κινδύνου και η σπουδή μπορεί να γίνουν μπούμερανγκ, όπως έδειξε το «Βατερλό» με την υπόθεση των τηλεοπτικών καναλιών.
Θα μπορούσε να συνεχίσει κανείς αναφέροντας και άλλα σημαντικά προβλήματα και διλήμματα που θα βρεθούν στο δρόμο της κυβέρνησης και του Αλέξη Τσίπρα. Μέχρι τώρα επέδειξαν αντοχή και ικανότητα επιβίωσης. Αυτό όμως δεν σημαίνει αυτόματα και ικανότητα ηγεμονικής διακυβέρνησης σε συνθήκες που πρέπει να επιδείξει παραγωγικότητα και θετικό έργο. Και εκεί ακριβώς θα κριθεί.
Ο Αλέξης Τσίπρας, ακριβώς επειδή εξασφάλισε μια «ανάσα», θα πρέπει τώρα να παίξει τα «ρέστα» του…
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια