Η Τέχνη ως μέσο εξέλιξης της κριτικής σκέψης και της συνείδησης των μαθητών του Δημοτικού

Βασικός στόχος του σχολείου είναι η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης, δηλαδή οι μαθητές να κατανοούν όχι μόνο τις έννοιες και τα σαφή νοήματα αλλά και τι κρύβεται πίσω από αυτά, να εξετάζουν δεδομένα και να καταλήγουν σε συμπεράσματα, να διατυπώνουν γενικεύσεις και ορισμούς.
  Ο Robert Kegan, σύγχρονος αναπτυξιακός ψυχολόγος, στη θεωρία του για τα στάδια ανάπτυξης της συνείδησης τονίζει ότι οι μαθητές του Δημοτικού βιώνουν διαρκείς μεταβάσεις σε ό,τι αφορά στην ανάπτυξη και εξέλιξη της συνείδησής τους. Σε κάθε στάδιο συνειδητοποίησης αναπτύσσονται και δομούνται ικανότητες που αποτελούν προϋπόθεση για τη σταδιακή ανάπτυξη της κριτικής σκέψης των μαθητών και μετέπειτα ενήλικων πολιτών.

Η Τέχνη ως μέσο εξέλιξης της κριτικής σκέψης και της συνείδησης των μαθητών του Δημοτικού.Με όρους της θεωρίας του Kegan, οι μαθητές στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού μεταβαίνουν από τη φαντασιακή αντίληψη του κόσμου στη συγκρότηση ενός κόσμου που βρίσκεται πιο κοντά στους φυσικούς νόμους, τα όρια και δυνατότητες του οποίου θέλουν να εξερευνήσουν. Στις τελευταίες τάξεις, ξεκινούν τη μετάβασή τους στο στάδιο του κοινωνικοποιημένου νου, το οποίο συμπίπτει ηλικιακά με την έναρξη της εφηβείας. Η αξιοποίηση της Τέχνης κατά τη διδασκαλία μπορεί να αποτελέσει τη γέφυρα μετάβασης από την απλή στην κριτική σκέψη και από το ένα στάδιο συνειδητοποίησης στο επόμενο, συμβάλλοντας στη γνωστική, συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη των μαθητών του Δημοτικού.

Η έννοια της κριτικής σκέψης

Η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης των μαθητών αποτελεί καίριο ζητούμενο της εκπαίδευσης και ανάγκη που γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική λόγω των διαρκώς μεταβαλλόμενων οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, που επηρεάζουν άμεσα την εκπαίδευση και καθιστούν αναγκαία την καλλιέργεια των δεξιοτήτων των μαθητών. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με τον κατακλυσμό πληροφοριών που δεχόμαστε χάρη στην ανάπτυξη της τεχνολογίας, σημαίνει, στον τομέα της εκπαίδευσης, τη στροφή του ενδιαφέροντος από τη μετάδοση γνώσεων στην καλλιέργεια δεξιοτήτων για την παραγωγή γνώσης και την διαχείριση των πληροφοριών.


Η κριτική σκέψη είναι μία έννοια η οποία έχει επιδεχθεί πλήθος ορισμών. Σύμφωνα με τους Paul και Scriven (1987), η κριτική σκέψη μπορεί να θωρηθεί ότι έχει δύο συνιστώσες:

• ένα σύνολο δεξιοτήτων για την παραγωγή και επεξεργασία πληροφοριών και πεποιθήσεων και,
• τη νοητική συνήθεια της χρησιμοποίησης αυτών των δεξιοτήτων για την καθοδήγηση της συμπεριφοράς του ατόμου.


Επίσης, στη σχετική με την κριτική σκέψη βιβλιογραφία απαντάται η ανάλυση της ικανότητας κριτικής σκέψης σε επιμέρους δεξιότητες. Ενδεικτικά, ο Ennis (2011) αναφέρει 15 δεξιότητες κριτικής σκέψης για τη διευκρίνιση, τη λήψη αποφάσεων, τα επαγωγικά συμπεράσματα και την υπόθεση:


Δεξιότητες κριτικής σκέψης σύμφωνα με τον Ennis (2001)
1. Εστίαση στην ερώτηση
2. Ανάλυση επιχειρήματος
3. Διατύπωση διευκρινιστικών ερωτήσεων
4. Έλεγχος της αξιοπιστίας μίας πηγής
5. Παρατήρηση και κρίση παρατηρήσεων
6. Συμπέρασμα και κριτική εξέταση συμπερασμάτων
7. Επαγωγικός συλλογισμός
8. Κριτική αξιών
9. Συγκρότηση ορισμού και κρίση ορισμών
10. Επεξεργασία ανυπόστατων παραδοχών
11. Υπόθεση
12. Συμπερίληψη στάσεων και ικανοτήτων στη λήψη αποφάσεων
13. Χρήση στρατηγικών για την επίλυση προβλημάτων
14. Ενσυναίσθηση
15. Χρήση ρητορικών στρατηγικών

Οι δεξιότητες που αποτελούν την κριτική σκέψη αναφέρονται κυρίως στην ανάλυση ενός επιχειρήματος, τον εντοπισμό των παραδοχών, την αξιολόγηση, τη συμπερίληψη στάσεων στη λήψη αποφάσεων, την αιτιολόγηση, το συμπέρασμα, την αξιολόγηση και την ενσυναίσθηση και αφορούν κυρίως γνωστικές διαδικασίες. Οι προαναφερθείσες δεξιότητες είναι απαραίτητο να καλλιεργούνται και να αναπτύσσονται, ωστόσο χρειάζεται να δίνεται έμφαση και στην κριτική σκέψη ως οριζόντια ικανότητα που δεν αφορά μόνο τη γνώση, αλλά κάθε πτυχή της ζωής του ατόμου.

Η θεωρία του Robert Kegan – Τα στάδια συνείδησης του ατόμου

Σε αυτό το μήκος κύματος, ο Robert Kegan, αναπτυξιακός ψυχολόγος στο Harvard University, υποστηρίζει ότι η έμφαση δεν πρέπει να δίνεται στη γνώση, αλλά στην «επιστημολογία», δηλαδή στη διαδικασία δημιουργίας γνώσης, κατασκευής νοημάτων και εξέλιξης των σταδίων συνειδητοποίησης. Η «επιστημολογία δεν αναφέρεται μόνο στον γνωστικό τομέα, αλλά επίσης και στις διαπροσωπικές σχέσεις και στην ενδοπροσωπική επίγνωση.

Η θεωρητική του προσέγγιση δομείται στη σχέση Υποκειμένου- Αντικειμένου, η οποία αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο δίνουμε νόημα στις εμπειρίες μας. Με τον όρο «αντικείμενο», εννοούμε τις εμπειρίες και τις παραδοχές οι οποίες είναι φανερές σε εμάς και μπορούμε να τις εξετάσουμε, να τις ελέγξουμε, να τις συνδέσουμε με άλλες, αλλά και να αναστοχαστούμε πάνω σε αυτές. Ο λόγος για τον οποίο μπορούμε να είμαστε αντικειμενικοί απέναντι σε αυτές, είναι ότι δεν τις βλέπουμε σαν μέρος του εαυτού μας αλλά τις θεωρούμε κάτι έξω από εμάς, κάτι πάνω στο οποίο μπορούμε να επενεργήσουμε και να το επεξεργαστούμε (Kegan, 1994). Αντίθετα, πολύ συχνά ενστερνιζόμαστε άκριτα και ασυνείδητα απόψεις με τις οποίες ταυτιζόμαστε, συνδεόμαστε και τις οποίες υιοθετούμε σε σημείο να τις θεωρούμε μέρος του εαυτού μας. Αυτές οι απόψεις είναι το «υποκείμενο» στη σχέση Υποκειμένου-Αντικειμένου, το οποίο στην ουσία θεωρούμε ότι είναι ο εαυτός μας, καθώς καθοδηγεί τη συμπεριφορά μας χωρίς όμως να έχουμε επίγνωση και συνείδησή του. Δεν μπορούμε να είμαστε υπεύθυνοι, να ελέγχουμε και να αναστοχαζόμαστε για το υποκείμενο. Το υποκείμενο είναι άμεσο, το αντικείμενο είναι έμμεσο. Το υποκείμενο είναι απόλυτο ενώ το αντικείμενο σχετικό.

Ο Kegan, επίσης, αναφέρει έξι στάδια ανάπτυξης της συνείδησης. Τα στάδια αυτά δεν αντικαθιστούν το ένα το άλλο, ούτε προστίθενται το ένα στο άλλο. Αντίθετα, εξελίσσονται, μετασχηματίζονται και ενσωματώνονται καθώς κάθε επόμενο στάδιο περικλείει και συμπεριλαμβάνει το προηγούμενο. Το επόμενο στάδιο είναι ανώτερου επιπέδου, πιο σύνθετο και πιο περιεκτικό και περιλαμβάνει το προηγούμενο σαν στοιχείο ή εργαλείο του. Αυτή είναι και η βασική διαφορά της θεωρίας του από άλλες αναπτυξιακές θεωρίες οι οποίες είναι γραμμικές ή κλιμακωτές. Τα στάδια ανάπτυξης της συνείδησης του Kegan δεν εναλλάσσονται γραμμικά, με βάση ηλικιακά σημεία αναφοράς, αλλά κάθε στάδιο μετασχηματίζεται σταδιακά και γίνεται δομικό στοιχείο του επόμενου σταδίου. Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι μία γεωμετρική αναλογία για τη σχέση ανάμεσα στα στάδια είναι αυτή του σημείου, της γραμμής και του σχήματος. Κάθε επόμενη γεωμετρική μορφή συμπεριλαμβάνει την προηγούμενη.
Τέλος, η μετάβαση σε επόμενο στάδιο προϋποθέτει ότι το άτομο δε θεωρεί αμετάβλητη τη σχέση υποκειμένου-αντικειμένου. Για τον Kegan (1994) η νοητική ανάπτυξη συνίσταται στον μετασχηματισμό της επιστημολογίας, στην αποστασιοποίησή μας από τις παραδοχές μας και στην εξέταση του υποκειμένου, του εαυτού μας δηλαδή, ως αντικείμενο το οποίο κατέχουμε και δε μας κατέχει.

Παρακάτω παρουσιάζονται συνοπτικά τα στάδια συνειδητοποίησης σύμφωνα με τον Kegan (1986, 1994):

Στάδιο 0 (0 – 18 μηνών):
Τα βρέφη ζουν σε έναν κόσμο χωρίς υποκείμενο, όπου ό,τι αντιλαμβάνονται με τις αισθήσεις τους το θεωρούν προέκταση του εαυτού τους. Επιζητούν την κάλυψη των αναγκών τους και εξαρτώνται από τους γονείς τους. Επίσης, αν δεν αντιλαμβάνονται κάτι με τις αισθήσεις τους, τότε αυτό δεν υπάρχει. Από την ηλικία των 18 μηνών αρχίζουν να αναγνωρίζουν την ύπαρξη αντικειμένων έξω από τον εαυτό τους, και παράλληλα οι γονείς αρχίζουν να τους παραχωρούν χώρο για να ανεξαρτητοποιηθούν, πράγμα που τα ωθεί στο επόμενο στάδιο. Ο ρόλος των γονέων είναι σημαντικός καθώς βοηθούν το βρέφος να καθορίσει τα όρια ανάμεσα σε αυτό και το περιβάλλον του.

Στάδιο 1 (2- 6 ετών):
Τα νήπια περίπου στην ηλικία των 2 ετών αρχίζουν να αποκτούν έλεγχο των αντανακλαστικών τους και αντιλαμβάνονται τα αντικείμενα του περιβάλλοντος ως ανεξάρτητα από τον εαυτό τους. Η σκέψη τους είναι φαντασιακή, τα συναισθήματα παρορμητικά και οι κοινωνικές τους σχέσεις εγωκεντρικές. Παίρνουν αποφάσεις με βάση τα άτομα που αναγνωρίζουν πως έχουν εξουσία στη ζωή τους. Οι γονείς θα πρέπει να είναι υποστηρικτικοί απέναντι στη φαντασιακή σκέψη των παιδιών τους και παράλληλα να τα προκαλούν να αναλάβουν την ευθύνη για τον εαυτό και τα συναισθήματά τους, καθώς ξεκινούν να αντιλαμβάνονται τον κόσμο ρεαλιστικά και να διαφοροποιούνται από τους γύρω τους καθώς προχωρούν στο επόμενο στάδιο.

Στάδιο 2 (6 ετών – εφηβεία):
Εργαλειακός νους. Στο δεύτερο στάδιο τα άτομα συγκροτούν «δομές βάσης», δηλαδή κατηγοριοποιούν αντικείμενα, άτομα, ή ιδέες με ειδικά χαρακτηριστικά.

Στάδιο 3 (εφηβεία και έπειτα):
Κοινωνικοποιημένος νους. Η δια-κατηγοριακή σκέψη, δηλαδή η δυνατότητα συσχέτισης μιας δομής βάσης με μια άλλη είναι τα χαρακτηριστικό του τρίτου σταδίου. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την κριτική και αφηρημένη σκέψη, την επίγνωση των συναισθημάτων και τις εσωτερικές διαδικασίες που συνδέονται με αυτά, καθώς και να μπορούν να δεσμεύονται σε κοινότητες ατόμων και ιδεών.

Στάδιο 4 (ενηλικίωση):
Αυτό-καθοριζόμενος νους. Σε αυτό το στάδιο το άτομο έχει την ικανότητα να αναλάβει την ευθύνη της σκέψης του και να επιλέξει τα δικά του σύνολα ιδεών και ιδεολογιών. Οι σχέσεις αποτελούν μέρος της ύπαρξής του και όχι την ίδια την ύπαρξή του. Το άτομο είναι ανεξάρτητο και έχει πετύχει την αυτορρύθμιση.

Στάδιο 5 (ενηλικίωση):
Αυτό-μετασχηματιζόμενος νους. Αυτό το στάδιο επιτυγχάνεται σπάνια και μετά την ηλικία των 40. Εδώ το άτομο βλέπει πέρα από τον εαυτό του, τους άλλους και τα συστήματα στα οποία ανήκει και αντιλαμβάνεται με ποιον τρόπο συνδέονται όλοι οι άνθρωποι και όλα τα συστήματα, τις ομοιότητες και την αλληλεξάρτηση με τους άλλους. Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφερθεί ότι τα ηλικιακά όρια δεν είναι πάγια και ότι η ηλικία από μόνο της δεν εξασφαλίζει τη μετάβαση σε επόμενο στάδιο. Η μετάβαση εξαρτάται από την ωριμότητα του ατόμου, όπως αυτή εξελίσσεται μέσα από προσωπικές, κοινωνικές, εκπαιδευτικές και εργασιακές εμπειρίες. Σύμφωνα με έρευνα των Lahey, Souvaine, Kegan, Goodman, & Felix (Οι μαθητές του Δημοτικού βιώνουν συνεχείς μεταβάσεις καθώς περνούν από τη νηπιακή (προσχολική) ηλικία στην παιδική κατά τις πρώτες τάξεις και στη συνέχεια από την παιδική στην εφηβική ηλικία στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού. Με όρους της θεωρίας του Kegan, οι μαθητές μεταβαίνουν από το πρώτο στάδιο συνειδητοποίησης στο δεύτερο και προς το τέλος του Δημοτικού ξεκινούν τη μετάβασή τους στο τρίτο. Κάθε στάδιο δημιουργεί τις βάσεις για τη μετάβαση στο επόμενο, του οποίου λειτουργικό και δομικό μέρος είναι το προηγούμενο. Σε κάθε στάδιο συνειδητοποίησης αναπτύσσονται και δομούνται δεξιότητες και ικανότητες που αποτελούν προϋπόθεση για τη σταδιακή ανάπτυξη της κριτικής σκέψης των μαθητών και μετέπειτα ενήλικων πολιτών. Στη συνέχεια παρατίθενται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των τριών πρώτων σταδίων ανάπτυξης και η σχέση τους με την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης των μαθητών.

Οι μαθητές των πρώτων τάξεων του Δημοτικού, βιώνουν μία ποιοτική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο οργανώνουν την σκέψη τους, τα συναισθήματά τους και τις κοινωνικές τους σχέσεις. Αρχίζουν να μεταβαίνουν από τη φαντασιακή αντίληψη του κόσμου (στάδιο 1), στη συγκρότηση ενός κόσμου που βρίσκεται πιο κοντά στους φυσικούς νόμους ο οποίος έχει όρια και δυνατότητες τις οποίες θέλουν να εξερευνήσουν (στάδιο 2). Όταν τα παιδιά κατακτήσουν το δεύτερο στάδιο (αυτό του εργαλειακού νου), αντιλαμβάνονται ότι τα αντικείμενα έχουν τις δικές τους ιδιότητες, μπορούν να αιτιολογήσουν με βάση τη σχέση αιτίας-αποτελέσματος και να κάνουν συσχετίσεις μεταξύ δεδομένων. Ξεκινούν να ρωτούν «γιατί;» με διάθεση να διερευνήσουν καταστάσεις και να τις εξηγήσουν. Μπορούν να κατανοήσουν και να εφαρμόσουν γραμματικούς, για παράδειγμα, κανόνες και να φέρουν εις πέρας βασικές μαθηματικές διαδικασίες. Στον διαπροσωπικό τομέα, προχωρούν πέρα από την εγωκεντρική θεώρηση του κόσμου στην αναγνώριση ότι οι άνθρωποι έχουν διαφορετικό τρόπο σκέψης από αυτούς, μπορούν να μπουν στη θέση του άλλου, να κάνουν σχέδια, συμφωνίες και να διαμορφώσουν στρατηγικές. Ξεκινούν να αντιλαμβάνονται ότι οι φίλοι τους, για παράδειγμα, έχουν τη δική τους βούληση και επιθυμίες, τις οποίες προσπαθούν να σέβονται και να λαμβάνουν υπ’ όψιν. Με άλλα λόγια, αρχίζουν να ενδιαφέρονται για τις συνέπειες των πράξεών τους στις διαπροσωπικές τους σχέσεις Στην ίδια ηλικία, στον ενδοπροσωπικό τομέα, τα παιδιά ξεκινούν να διαχωρίζουν το εγώ, τον εαυτό τους από τις προτιμήσεις τους, τις συνήθειές τους και τις ικανότητες τους οι οποίες γίνονται πλέον αντικείμενο των παιδιών αυτής της ηλικίας (Kegan 1986, 1994). Διαμορφώνουν εικόνα του εαυτού τους, των χαρακτηριστικών και των προτιμήσεών τους και επιδιώκουν την αυτοβελτίωση και την ενίσχυση της αυτοπεποίθησής τους.

Ωστόσο, το Δημοτικό σχολείο, πέρα από την κατάκτηση βασικών εννοιών, και γνωστικών δεξιοτήτων, μηχανισμών και διαδικασιών, αποσκοπεί και στην ανάπτυξη της προσωπικότητας και στην κοινωνικοποίηση των μαθητών του. Κατά τη μετάβαση από την παιδική ηλικία στην εφηβεία προκύπτουν στόχοι και προσδοκίες που σηματοδοτούν την εκκίνηση της μετάβασης από το δεύτερο στο τρίτο στάδιο συνειδητοποίησης, αυτό του κοινωνικοποιημένου νου, σύμφωνα με τον Kegan (1994). Στο τρίτο στάδιο συνειδητοποίησης κύριος γνωστικός στόχος είναι η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης, δηλαδή οι μαθητές να κατανοούν όχι μόνο τις έννοιες και τα σαφή νοήματα αλλά και τι κρύβεται πίσω από αυτά, να εξετάζουν δεδομένα και να καταλήγουν σε συμπεράσματα, να διατυπώνουν γενικεύσεις και ορισμούς.

Στον ενδοπροσωπικό τομέα, οι μαθητές αναμένεται να μπορούν να αναγνωρίζουν και να διαχειρίζονται την ψυχολογική τους κατάσταση, να έχουν εσωτερικά κίνητρα, να αναγνωρίζουν την εσωτερική συναισθηματική σύγκρουση, να έχουν συνείδηση του εαυτού τους. Έπειτα, σε ό,τι αφορά στον ενδοπροσωπικό τομέα, χαρακτηριστικό του τρίτου σταδίου είναι το άτομο να σκέφτεται πριν ενεργήσει, να υπολογίζει τις επιπτώσεις των πράξεών του, να έχει φίλους αλλά να μην καθοδηγείται από αυτούς, να έχει δηλαδή τη δική του προσωπικότητα.

Συνοπτικά λοιπόν, έχουμε την προσδοκία να έχουν τεθεί οι βάσεις για τους μαθητές που ολοκληρώνουν το Δημοτικό ώστε να σκέφτονται κριτικά, να έχουν κοινή λογική, να διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους, να γίνουν καλοί πολίτες και να διαμορφώσουν ιδανικά. Αυτές οι προσδοκίες δεν έχουν να κάνουν με τη δηλωτική γνώση των μαθητών, με το τι γνωρίζουν δηλαδή, αλλά με τη διαδικαστική γνώση, πώς δηλαδή μαθαίνουν, πώς συγκροτούν νοήματα μέσα από τις εμπειρίες τους. Οι δεξιότητες οι οποίες είναι απαραίτητες για τις ηλικίες αυτές συνοδεύονται από την ανάληψη ρόλων και από προσδοκίες σχετικά με τη συμπεριφορά και τη σκέψη των μαθητών. Για να προχωρήσουν στο επόμενο στάδιο ανάπτυξης της συνείδησης και της κριτικής τους σκέψης χρειάζεται να αποκτήσουν δεξιότητες και ικανότητες μεταξύ των οποίων είναι (Kegan 1994):

• Η ικανότητα να γνωρίζουν τα στοιχεία και τη διαδικασία με βάση τα οποία αιτιολογούν.
• Η ικανότητα συγκρότησης γενικεύσεων
• Η ικανότητα να σκέφτονται υποθετικά και παραγωγικά.
• Η ικανότητα εξέτασης των σχέσεων ως ταυτόχρονα αμοιβαίων.

Επίσης, πρέπει να μπορούν να αντιληφθούν ότι τα κοινά κοινές συμφωνίες και προσδοκίες υπερτερούν των ατομικών συμφερόντων. Τέλος, θα πρέπει να αναπτύξουν τη δεξιότητα της ενσυναίσθησης, να είναι σε θέση να διαχειρίζονται περισσότερες από μία απόψεις και τα συναισθήματά τους να προκύπτουν από εσωτερικές αντικειμενικές καταστάσεις και όχι από την κοινωνική τους συναλλαγή. Με άλλα λόγια, στο τρίτο στάδιο τίθενται τα θεμέλια για την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης σαν σύνολο δεξιοτήτων. Την περίοδο του Δημοτικού ξεκινά η μετάβαση από το δεύτερο στάδιο στο τρίτο, δεν ολοκληρώνεται. Γι’ αυτόν τον λόγο είναι σημαντικό να τεθούν οι βάσεις της μετάβασης αυτής, μέσα από στοχευμένες δραστηριότητες και ενέργειες. Η συνέχεια εδώ:


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια