Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
|
Τουλάχιστον σ’ αυτή τη φάση, η Κομισιόν υποχρεώθηκε να συνταχθεί με τη θέση ότι η παραμονή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα είναι «αδιαπραγμάτευτη», όπως είπε ο Ντάισελμπλουμ. Το επόμενο βήμα των Ευρωπαίων ήταν αναπόφευκτο. Για να δελεάσουν το Ταμείο, υιοθέτησαν την απαίτησή του για από τώρα νομοθέτηση μείωσης των συντάξεων και του αφορολόγητου μετά το 2018. Μόνη εξαίρεση ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Σαπέν, ο οποίος και εξέφρασε δημοσίως τη διαφωνία του.
Ο Τσακαλώτος πήγε στο Eurogroup με το επιχείρημα της δημοσιονομικής υπεραπόδοσης το 2016 και με δύο εναλλακτικές προτάσεις ως προς τις απαιτήσεις του ΔΝΤ:
• Πρώτον, την επέκταση ισχύος του δημοσιονομικού κόφτη και στο 2019 με συγκεκριμενοποίηση των δυνητικών περικοπών. Η Αθήνα άφησε να εννοηθεί ότι είναι έτοιμη να αποδεχθεί επέκταση και στο 2020.
• Δεύτερον, πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% για τρία χρόνια μετά το 2018, ή 3% για πέντε χρόνια. Η προσπάθειά του να διαπραγματευθεί, όμως, έπεσε στο κενό.
Η από τώρα νομοθέτηση μέτρων ύψους 4,2-4,5 δισ. ετέθη στην ελληνική πλευρά όχι ως θέση προς διαπραγμάτευση, αλλά ως τελεσίγραφο. Για την ακρίβεια, το ευρωιερατείο είναι διατεθειμένο να προσφέρει στην κυβέρνηση Τσίπρα μόνο ένα φύλλο συκής. Πιο συγκεκριμένα, η από τώρα νομοθέτηση της μείωσης των συντάξεων και του αφορολόγητου να συνοδευθεί με μία κοινή δήλωση ότι εάν μετά το 2018 δεν προκύψουν αποκλίσεις οι παραπάνω μειώσεις δεν θα εφαρμοσθούν.
Όπως είναι προφανές, η πρόταση αυτή δεν λύνει το πολιτικό πρόβλημα του Τσίπρα. Υπενθυμίζουμε ότι προ ημερών, σε συνέντευξή του, διαβεβαίωσε κατηγορηματικά ότι δεν πρόκειται να νομοθετηθούν εκ των προτέρων πρόσθετα μέτρα. Τη θέση αυτή συνεχίζουν να προβάλλουν τα κυβερνητικά στελέχη, προβάλλοντας ως επιχείρημα ότι η απαίτηση των δανειστών αντίκειται και στο ελληνικό Σύνταγμα και στην ευρωπαϊκή πρακτική. Δεν έχουν άδικο, αλλά τα αυτιά του Eurogroup δεν ιδρώνουν.
Το συμπέρασμα από τα παραπάνω είναι ότι για να κλείσει η 2η αξιολόγηση δεν αρκεί η Αθήνα να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των δανειστών για τα εναπομείναντα ζητήματα (ομαδικές απολύσεις, αλλαγές στην αγορά ενέργειας, λειτουργία του Υπερταμείου, κόκκινα δάνεια κλπ). Σύμφωνα με κυβερνητική πηγή, η ελληνική πλευρά είναι διατεθειμένη να κάνει βήματα πίσω για να επιτύχει συμφωνία στα παραπάνω ζητήματα. Δεν το έπραξε μέχρι τώρα, επειδή επιδιώκει μία λύση-πακέτο. Λύση που να περιλαμβάνει και ένα συμβιβασμό όσον αφορά τις απαιτήσεις του ΔΝΤ και έναν από τώρα προσδιορισμό των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους (θα εφαρμοσθούν μετά το 2018), ώστε να διευκολυνθεί η συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) και στη συνέχεια η επιστροφή στις αγορές.
Από την πλευρά τους, οι δανειστές έχουν θέσει το τελεσίγραφό τους και η μόνη απάντηση που περιμένουν είναι “ναι σε όλα”. Προς το παρόν τουλάχιστον ο Τσίπρας αντιστέκεται. Τις επόμενες ημέρες θα εξαντλήσει όλα τα περιθώρια για να διαπραγματευθεί με σκοπό την υπέρβαση του διαφαινόμενου αδιεξόδου. Η απουσία έστω και μίας προκαταρκτικής πολιτικής συνεννόησης, όμως, καθιστά άνευ αντικειμένου την επιστροφή των θεσμών στην Αθήνα.
Στο Μαξίμου ελπίζουν πως τελικώς ούτε οι Γερμανοί θα διακινδυνεύσουν την αναζωπύρωση της ελληνικής κρίσης σε μία πολιτικά κρίσιμη περίοδο για το μέλλον της Ευρώπης, λόγω των εκλογών στην Ολλανδία, στη Γαλλία και στη Γερμανία. Το εάν το Βερολίνο τελικώς θα διαπραγματευθεί ένα συμβιβασμό ή θα εμμείνει στην ανελαστική θέση του θα φανεί το επόμενο διάστημα. Σύμφωνα με πληροφορίες, πάντως, η κυβέρνηση έχει προειδοποιηθεί από την Κομισιόν να μην αφήσει να περάσει ο Φεβρουάριος χωρίς συμφωνία και να μην υποτιμήσει τη γερμανική αδιαλλαξία.
Εκτός από την ελληνική πλευρά, η οποία βρίσκεται στη μέγγενη, σε κατάσταση πολιτικού αυτοεγκλωβισμού έχει περιέλθει και το Βερολίνο. Υπενθυμίζουμε ότι τα Κοινοβούλια της Γερμανίας, της Ολλανδίας ψήφισαν τη δανειακή σύμβαση με όρο την πλήρη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα.
Το 2010 το Ταμείο έκανε εκπτώσεις στους κανόνες του για να εξυπηρετήσει την Ευρωζώνη. Διαπιστώνοντας την αποτυχία του ελληνικού προγράμματος, όμως, έχει εδώ και καιρό σκληρύνει τη στάση του και προς τις δύο πλευρές. Από την Αθήνα απαιτεί να εφαρμόσει πρόσθετα σκληρά δημοσιονομικά μέτρα (μείωση συντάξεων και αφορολόγητου). Από την Ευρωζώνη ζητάει γενναία ελάφρυνση του ελληνικού χρέους το ταχύτερο δυνατόν. Θεωρεί, μάλιστα, προϋπόθεση για να σταθεί στα πόδια της η ελληνική οικονομία τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018 να μην υπερβαίνουν το 1,5% του ΑΕΠ.
Τον περασμένο Μάιο, για να κλείσει η 1η αξιολόγηση, το ΔΝΤ είχε μεταξύ των άλλων απαιτήσει να νομοθετηθεί εκ των προτέρων η μείωση των συντάξεων και του αφορολόγητου για να καλυφθεί υποτιθέμενο δημοσιονομικό κενό μέχρι το 2018. Τότε, είχε βρεθεί η συμβιβαστική λύση της θεσμοθέτησης του κόφτη, ο οποίος θα ενεργοποιηθεί εάν προκύψει απόκλιση από τους στόχους. Τον περασμένο Μάιο, ο Τόμσεν είχε ζητήσει και ελάφρυνση του χρέους. Είχε, όμως, και σ’ αυτό το επίπεδο συμβιβασθεί. Στην πραγματικότητα, εκείνος ο συμβιβασμός και για τα δύο σκέλη των απαιτήσεων του ΔΝΤ δεν ήταν τίποτα περισσότερο από χρονική μετάθεση του προβλήματος.
Τώρα που βρίσκεται στο τραπέζι το κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης, το Ταμείο έχει επαναφέρει με μεγαλύτερη ένταση τις απαιτήσεις του και προς τις δύο πλευρές. Αφενός για εκ των προτέρων νομοθέτηση πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων ύψους 4,2-4,5 δισ., αφετέρου για γενναία ελάφρυνση του χρέους και για χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα.
Στο πρόσφατο Eurogroup, οι Ευρωπαίοι υιοθέτησαν την απαίτηση του ΔΝΤ η Ελλάδα να νομοθετήσει τη μείωση των συντάξεων και του αφορολόγητου. Αυτό, όμως, είναι αμφίβολο εάν αρκεί για να εξασφαλίσουν την πλήρη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα, όπως επιδιώκουν. Παρά τις πληροφορίες ότι στην τελευταία συνάντηση Σόιμπλε-Λαγκάρντ προέκυψε συμφωνία, το χάσμα που χωρίζει τις δύο πλευρές παραμένει αγεφύρωτο.
Το Ταμείο επιμένει στους όρους που θέτει και για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και για το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το 2018. Όροι που κινούνται στον αντίποδα των αντίστοιχων θέσεων της Γερμανίας και των χωρών του ευρωπαϊκού πυρήνα. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τις πληροφορίες για το περιεχόμενο των δύο εκθέσεων που θα τεθούν προς έγκριση στις 6 Φεβρουαρίου στο Συμβούλιο του ΔΝΤ.
Το ελληνικό χρέος χαρακτηρίζεται «εξαιρετικά μη βιώσιμο» και ζητούνται δραστικά μέτρα. Αναφέρεται, μάλιστα, ότι ακόμα και εάν εφαρμοσθούν κατά γράμμα οι απαιτήσεις του Σόιμπλε (ζητάει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% από το 2018 μέχρι και το 2027), το χρέος δεν πρόκειται να καταστεί βιώσιμο. Εξίσου αποκαλυπτική είναι και η εκτίμηση ότι ακόμα και εάν η Ελλάδα εφάρμοζε όλες τις μεταρρυθμίσεις, δεν θα μπορούσε να εισέλθει σε τροχιά ανάπτυξης, χωρίς γενναία ελάφρυνση του χρέους.
Το εν εξελίξει πολιτικό αυτό παίγνιο, λοιπόν, δεν είναι μεταξύ της Ελλάδας και των δανειστών της. Είναι τριγωνικό. Ακόμα και εάν η κυβέρνηση Τσίπρα αποδεχόταν όλα όσα της ζητούν, το πρόβλημα δεν θα λυνόταν. Για να εκβιάσει την κατάσταση, μάλιστα, προ ημερών ο Σόιμπλε, στηριζόμενος σε σχετική πρόβλεψη της συμφωνίας του 2015, είχε δηλώσει ότι εάν το ΔΝΤ φύγει, το ελληνικό πρόγραμμα θα καταρρεύσει.
Ως εκ τούτου, θα πρέπει να αρχίσουν από την αρχή διαπραγματεύσεις με τον ESM (Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας) για ένα 4ο Μνημόνιο και μία 4η δανειακή σύμβαση, που θα πρέπει να εγκριθούν από το γερμανικό Κοινοβούλιο. Έσπευσε, μάλιστα, να προσθέσει ότι δεν το συστήνει, αφήνοντας σαφώς να εννοηθεί ότι δεν πρόκειται να εγκριθεί.
Εκτός αυτού, όσο καθυστερεί το κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης τόσο η Ελλάδα θα παραμένει αποκλεισμένη και από τη 2η φάση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Σύμφωνα με ανώτατη κυβερνητική πηγή, ο Ντράγκι έχει στείλει μήνυμα στην Αθήνα ότι η συνεδρίαση της 9ης Μαρτίου δεν είναι όριο. Το Συμβούλιο της ΕΚΤ μπορεί να εντάξει την Ελλάδα σε επόμενη συνεδρίασή του, εάν, βεβαίως, έχει κλείσει η 2η αξιολόγηση.
Μπορεί η κυβέρνηση Τσίπρα να επιδίωξε την αποχώρηση του Ταμείου από το ελληνικό πρόγραμμα, αλλά, όπως δείξαμε παραπάνω, δεν είναι αυτή που θα αποφασίσει σχετικά. Το ζήτημα αυτό θα κριθεί από την αναμέτρηση του Βερολίνου με το ΔΝΤ. Και σ’ αυτή την αναμέτρηση η αδύναμη πλευρά είναι οι Μέρκελ και Σόιμπλε, επειδή έχουν αυτοπαγιδευθεί.
Ενώ έχουν αναγάγει τη συμμετοχή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα σε απαράβατο όρο, απορρίπτουν κατηγορηματικά τις απαιτήσεις του για ελάφρυνση του χρέους και χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Αρνούνται ακόμα και να προσδιορίσουν από τώρα τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης, παρότι χωρίς αυτά δεν είναι δυνατή η εκτίμηση για τη βιωσιμότητα του χρέους σε βάθος χρόνου. Με άλλα λόγια, δημιουργούν οι ίδιοι συνθήκες αδιεξόδου.
Στριμωγμένος και ο ίδιος, ο Σόιμπλε προ ημερών επέρριψε εκ των προτέρων την ευθύνη του αδιεξόδου στην Αθήνα, ισχυριζόμενος ότι εάν το ΔΝΤ εγκαταλείψει το ελληνικό πρόγραμμα αυτό θα οφείλεται στην ασυνέπεια της κυβέρνησης Τσίπρα. Αντιθέτως, το Ταμείο ανακοίνωσε ότι το κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης εξαρτάται από τους Ευρωπαίους. Για τους λόγους που προαναφέραμε, άλλωστε, δεν έχει κανένα λόγο να βιάζεται και δεν το κρύβει.
Εκτός αυτού, η Λαγκάρντ είναι υποχρεωμένη να περιμένει από τη νέα αμερικανική κυβέρνηση να δώσει το στίγμα των προθέσεών της. Προς το παρόν, ο Τραμπ “τζαρτζάρει” πολιτικά τη Γερμανία, γεγονός που προκαλεί μεγάλη νευρικότητα στο Βερολίνο. Η Μέρκελ επιχειρεί να ρίξει γέφυρες προς το νέο ένοικο του Λευκού Οίκου, αλλά μέχρι τώρα δεν έχει φέρει αποτέλεσμα. Ο νέος Αμερικανός πρόεδρος αμφισβητεί το δόγμα ότι οι ΗΠΑ έχουν συμφέρον από μία ισχυρή ΕΕ με ηγέτη μία ισχυρή Γερμανία. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που πηγή στην Ουάσιγκτον εκτιμάει ότι η τάση του Τραμπ δεν είναι να ωθήσει το Ταμείο προς ένα συμβιβασμό με τη Γερμανία και την Ευρωζώνη.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι πώς θα αντιδράσει ο Τσίπρας όταν, όπως προβλέπεται, σε μερικές ημέρες διαπιστώσει ότι το τελεσίγραφο του Eurogroup δεν αλλάζει. Προς το παρόν, η κυβέρνηση δηλώνει σ’ όλους τους τόνους πως θα επιτύχει ένα συμβιβασμό και δεν έχει σχέδιο Β. Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, όμως, έχουν ήδη αρχίσει σε στενό κύκλο στου Μαξίμου οι πρώτες συζητήσεις για το πώς θα αντιδράσουν εάν δεν καταφέρουν να αλλάξουν τα σημερινά δεδομένα.
Κατά τις ίδιες πληροφορίες, όλοι συμφωνούν ότι δεν πρέπει να αφήσουν τον Σόιμπλε και το ΔΝΤ να ροκανίσουν τον χρόνο και η κυβέρνηση να συρθεί μέχρι τον Ιούνιο, οπότε, λόγω των δανειακών υποχρεώσεων, θα βρεθεί με το μαχαίρι στο λαιμό. Δεν θέτουν ως χρονικό όριο για επίτευξη συμφωνίας το Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου, αλλά δεν θέλουν να φθάσουν στον Απρίλιο. Τα σενάρια που έχουν πέσει στο τραπέζι είναι προς το παρόν τέσσερα, αλλά –σύμφωνα με κυβερνητική πηγή– δεν πρόκειται να οριστικοποιηθεί καμία απόφαση πριν το Συμβούλιο του ΔΝΤ ξεκαθαρίσει τη θέση του στις 6 Φεβρουαρίου.
Το πρώτο σενάριο είναι να φέρουν τις απαιτήσεις των δανειστών στη Βουλή και να ζητήσουν από τη ΝΔ και τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης να λάβουν θέση, με το επιχείρημα ότι η νομοθέτηση δημοσιονομικών μέτρων για τη περίοδο 2019-2020 υπερβαίνει το όριο της εντολής αυτής της κυβέρνησης (η τετραετία λήγει τον Σεπτέμβριο του 2019). Στην πραγματικότητα, το σενάριο αυτό φλερτάρει με την ιδέα ότι εάν συναινέσει η ΝΔ θα υπάρξει πολιτικό περιθώριο η κυβέρνηση να υποχωρήσει και να νομοθετήσει από τώρα τις επίμαχες μειώσεις. Εάν κρίνουμε, όμως, από τη στάση του, ο Μητσοτάκης δεν είναι διατεθειμένος να προσφέρει τέτοιο δώρο στον αντίπαλό του. Κατά πάσα πιθανότητα θα συνεχίσει να κατηγορεί την κυβέρνηση ότι με τους χειρισμούς της αυξάνει το κόστος για την ελληνική οικονομία και γι’ αυτό μόνη διέξοδος είναι η προκήρυξη εκλογών.
Το δεύτερο σενάριο είναι να βολιδοσκοπηθεί η Γεννηματά με σκοπό την είσοδο της Δημοκρατικής Συμπαράταξης στην κυβέρνηση, προκειμένου όσα μέτρα ζητούν οι δανειστές να ψηφισθούν από ενισχυμένη πλειοψηφία. Το αντάλλαγμα που θα προσφερθεί στη Δημοκρατική Συμπαράταξη είναι μία αδιατάρακτη συμμετοχή στην εξουσία, αφού μετά το κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης η κυβέρνηση δεν θα έχει άλλο εμπόδιο μέχρι το τέλος της τετραετίας. Αν και κύκλοι της Δημοκρατικής Συμπαράταξης ερωτοτροπούν με την ιδέα μίας συνεργασίας με την κυβέρνηση, το ενδεχόμενο αυτό προσκρούει σε μεγάλα εμπόδια και γι’ αυτό θα είναι πολύ δύσκολο για τη Γεννηματά να επιλέξει αυτό τον δρόμο ακόμα και εάν της προσφερθούν δελεαστικά ανταλλάγματα.
Το τρίτο σενάριο είναι η κυβέρνηση να αποδεχθεί την από τώρα νομοθέτηση των απαιτήσεων του ΔΝΤ, υπό τον όρο ότι ταυτοχρόνως θα ανακοινωθούν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους και η ένταξη της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση. Τα δύο ζητήματα, άλλωστε, διασυνδέονται. Το 3ο Μνημόνιο προβλέπει ρητά ότι τα μέτρα για τη σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας λαμβάνονται παράλληλα με τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους. Σε μία τέτοια περίπτωση, όπως ανέφερε κυβερνητικό στέλεχος που υποστηρίζει αυτό το σενάριο, «όποιος βουλευτής δεν συμφωνεί ας μας ρίξει».
Το τέταρτο σενάριο είναι η προκήρυξη εκλογών. Υπέρ αυτού του σεναρίου έχουν ήδη ταχθεί ισχυροί κομματικοί παράγοντες, οι οποίοι θεωρούν ότι η συνεχής διολίσθηση με σκοπό την παραμονή στην εξουσία προκαλεί ολοένα και μεγαλύτερη εκλογική συρρίκνωση. Οι ίδιοι κύκλοι υποστηρίζουν ότι εάν η κυβέρνηση υποχωρήσει στις απαιτήσεις των δανειστών θα αυτοκτονήσει πολιτικά, σε βαθμό που θα τεθεί εν αμφιβόλω το εάν ο ΣΥΡΙΖΑ θα παραμείνει ο δεύτερος πόλος του πολιτικού συστήματος.
Είναι αξιοσημείωτο ότι οι ίδιοι κύκλοι εκφράζουν αμφιβολίες για το εάν σε μία τέτοια περίπτωση θα διατηρηθεί αρραγής η κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 153. Στην πραγματικότητα στέλνουν ένα μήνυμα στον Τσίπρα να μην επιλέξει και πάλι την κωλοτούμπα. Είναι ενδεικτική η προ ημερών δήλωση του Σκουρλέτη ότι η κυβέρνηση πρέπει να δηλώσει ποιο είναι το όριό της.
Αν και στο Μαξίμου κάνουν ό,τι μπορούν για να αποφύγουν το σενάριο της κάλπης, είναι στριμωγμένοι για να έχουν επιλογές. Ο πρωθυπουργός έχει λάβει μηνύματα και από τον Γιούνκερ να μην προσπαθήσει να εκβιάσει την Ευρωζώνη με το χαρτί των εκλογών, επειδή το Βερολίνο δεν πρόκειται να υποχωρήσει. Στο σημείο που έχουν φθάσει τα πράγματα, όμως, ο Τσίπρας δεν μπλοφάρει. Αν αποφασίσει να στήσει κάλπες θα είναι για να κάνει ηρωική έξοδο.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια