Γράφει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Όσοι με γνωρίζουν από τον δημοσιογραφικό χώρο και εκείνο τον ακαδημαϊκό της μελέτης των διεθνών πολιτικών και διεθνών σχέσεων ξέρουν φαντάζομαι τον ιδιαίτερο ζήλο που έχω επιδείξει, με συνέπεια τα τελευταία 30 χρόνια, στο ζήτημα της διεύρυνσης και εμβάθυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Ίσως αυτό να είναι πρόδηλο και στους διαδικτυακούς αναγνώστες των σημειωμάτων μου.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Όσοι με γνωρίζουν από τον δημοσιογραφικό χώρο και εκείνο τον ακαδημαϊκό της μελέτης των διεθνών πολιτικών και διεθνών σχέσεων ξέρουν φαντάζομαι τον ιδιαίτερο ζήλο που έχω επιδείξει, με συνέπεια τα τελευταία 30 χρόνια, στο ζήτημα της διεύρυνσης και εμβάθυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Ίσως αυτό να είναι πρόδηλο και στους διαδικτυακούς αναγνώστες των σημειωμάτων μου.
Πιστεύω ειλικρινά πως ο τουρκικός και ο ελληνικός λαός έχουν μόνον να ωφεληθούν (: μπορούν μόνον να ωφεληθούν) από μια ρεαλιστική και ταυτόχρονα κονστρουκτιβιστική προσέγγιση με όρους ασφαλώς ζωής, φιλίας, βιοοικονομίας και στενής, μη-συμπλεγματικής συνεργασίας και πως οι ηγεσίες από την μια και την άλλη πλευρά του Αιγαίου μόνον να κερδίσουν έχουν, αναπτύσσοντας ήπιες πολιτικές και θεσμούς αλληλοκατανόησης και αλληλόδρασης στη θέση των σκληρών γεωπολιτικών (ηγεμονικών) διλημμάτων. Πιστεύω πως η σύσφιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων εκτός από παράγοντας ειρήνης στην περιοχή μας και στον κόσμο, είναι προϋπόθεση ευημερίας και δημοκρατίας τόσο για την Τουρκία, όσο και για την Ελλάδα.
Στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης δρω και στοχάζομαι, έχοντας τη χαρά και την ικανοποίηση να συναναστρέφομαι τούρκους πολίτες (κυρίως συναδέλφους μου) στη Σουηδία, στη Γερμανία, στην Ελλάδα και αλλού στην Ευρώπη, με τους οποίους μοιράζομαι τις ίδιες αντιλήψεις, αξίες και επιθυμίες, με βασικό κριτήριο τον αλληλοσεβασμό και την άποψη πως ανασκαλεύοντας διαρκώς στην λεγόμενη «εθνική ιστορική μνήμη» – και όχι ασφαλώς στην ιστορία, που είναι άλλο πράγμα – του καθενός από εμάς ως φορέα μιας φαντασιακής πολιτικής κοινότητας εχθρικής προς την άλλη, ουσιαστικά σαχλαμαρίζουμε αρρωστημένα και πολιτικώς διαστροφικά. Δεν το κάνουμε, όπως δεν έχει λόγο να το κάνει κανείς σοβαρός άνθρωπος προοδευτικός ή συντηρητικός. Όσοι το κάνουν από τη μια ή/και την άλλη πλευρά είτε είναι έμποροι του πολέμου και των υλικών του, είτε ψυχικά διαταραγμένες και πολιτικώς ανώριμες υπάρξεις, οι οποίες αναζητούν λύτρωση στο κοινωνικό τους πρόβλημα με ψυχολογικές ασφαλώς προεκτάσεις, καταφεύγοντας στον φοβικό, έξαλλο, απατηλό και δραματικά αντιφατικό εθνικισμό, που υποκρύπτει μισανθρωπισμό και ολοκληρωτικό-καταστροφικό ταπεραμέντο: Αφανισμό και «εξαΰλωση» με κάθε μέσο του εθνικιστικώς προσδιορισμένου εχθρού, πράγμα που νομιμοποιεί πολιτικώς την ύπαρξη κάθε διαταραγμένου ψυχισμού, ενώ ενδυναμώνει το παθολογικό Εγώ.
Δυστυχώς, αυτούς τους «ασθενείς» ή επιτήδειους εμπόρους του μίσους, του πολέμου, των όπλων και των φασιστικών ιδεωδών, που ασφαλώς βρίσκονται και στις δύο πλευρές του Αιγαίου, έρχεται να ενισχύσει αυτή την περίοδο, με αφάνταστη μάλιστα επιπολαιότητα ή άκρως τυχοδιωκτική σκοπιμότητα ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Γιατί το κάνει;
Απαντήσεις υπάρχουν πολλές και διάφορες, με κάποιες μάλλον εύλογες και βάσιμες πολιτικώς. Ωστόσο, δεν θέλω σε αυτό το σημείωμα να διολισθήσω και εγώ στη σπέκουλα. Έχω κάποιες δικές μου ιδέες ως προς τα κίνητρα αυτής της «απογοητευτικής εξέλιξης» από την πλευρά Ερντογάν, αλλά θα αποφύγω σήμερα να τις εκθέσω. Σημασία έχει πως οι «ιδέες» αυτές συγκλίνουν στην άποψη πως σε διαλογικό (discursive) επίπεδο ο σημερινός πολιτικός λόγος του Ταγίπ Ερντογάν ξεπερνά το όριο που αποτελεί τη βάση καλλιέργειας των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Λίγο ακόμη και δεν θα υπάρχει επιστροφή με διαλογικά μέσα στο κονστρουκτιβιστικό πλαίσιο της ελληνοτουρκικής φιλίας και συνεργασία, στο πρότυπο ίσως των γαλλογερμανικών σχέσεων μετά τον πόλεμο … Και τότε οι ελληνοτουρκικές διαφορές, οι «αντιζηλίες» και ο πολύ ρεαλιστικός /φυσιολογικός στον σημερινό κόσμο μας και ίσως γόνιμος πολιτικά ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός στην περιοχή, θα περάσουν από το επίπεδο της προστριβής σε εκείνο της σύγκρουσης.
Υπάρχουν όρια στις πολιτικές παραστάσεις Κύριε Ερντογάν, και αυτά μοιάζει να βρίσκεσαι πολύ κοντά στο να τα ξεπεράσεις! Βήμα-βήμα, κουβέντα την κουβέντα, συνέντευξη την συνέντευξη, θα ξεπεραστούν τα όρια του μέχρι σήμερα οριζόμενου – κοινώς αντιλαμβανόμενου – «πολιτικώς ορθού» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τότε η αναμέτρηση με πολεμικά μέσα θα έρθει απρόσμενα ίσως, αλλά πολύ φυσιολογικά. Αυτό έμαθα προσωπικά από την ιστορία των συγκρούσεων. Αυτό δεν θέλω να επαναληφτεί στην περιοχή μας, καθώς τότε το ζήτημα δεν θα είναι ποιός έχει δίκιο και ποιος άδικο. Θα πάθουμε τούρκοι και έλληνες αγωνιστές της ελληνοτουρκικής συναδέλφωσης αυτό που διηγείται ο Όργουελ: Συζητάω για να βρω λύσεις σε όλα τα προβλήματα και είμαι έτοιμος να κατανοήσω όλες τις θέσεις και στάσεις, μέχρι του σημείου που βλέπω τον αστυνομικό να σπάει το κεφάλι του εργάτη-διαδηλωτή. Τότε δεν αναρωτιέμαι ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο, τότε δεν αναρωτιέμαι ποιου το μέρος να πάρω!
Ο Αλέξης Τσίπρας στο ζήτημα έχει κάνει λάθη, αλλά μικρά λάθη μέχρι αυτή τη στιγμή. Γενικά είναι προσεκτικός, αν και όχι «καλοδομημένος» και αυτή τη στιγμή δοκιμάζει σωστές κατά την άποψή μου κινήσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Σωστές, αν και λίγο αμήχανες και με κάποια καθυστέρηση. Η ελληνική πολιτική ηγεσία δεν έχει άλλο δρόμο να διαβεί παρά εκείνον μιας «επίθεσης φιλίας» προς την τουρκική ηγεσία, αυτή ακριβώς τη στιγμή. Όχι μόνον με θερμά λόγια, αλλά και με ποιοτική αναβάθμιση των θεσμών και δομών των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Και μάλιστα με ειλικρίνεια σε ένα θετικό πνεύμα που θα υπερβαίνει τις «παρεξηγήσεις» από την αμφισβήτηση εκ μέρους του Ερντογάν θεμελιακών Συνθηκών που αφορούν στις σχέσεις των δύο χωρών και όχι μόνον.
Αν ο Ερντογάν αποκρούσει αυτή την «επίθεση» θα είναι αυτός το τραγικό πρόσωπο μιας νέας δραματικής ιστορίας στα ελληνοτουρκικά, η οποία θα μπορούσε και πρέπει να εξελιχθεί αλλιώς: ως παράδειγμα σύγχρονης, δημιουργικής πολιτικής για την επίλυση λανθανόντων κρίσεων μεταξύ περιφερειακών κρατών. Προϋπόθεση αυτού είναι η επιστροφή στον ρεαλιστικό κονστρουκτιβισμό από την πλευρά της τουρκικής ηγεσίας και στην «ψυχραιμία» και στην αποφυγή κόντρα προκλήσεων, έστω με τη μορφή «διεθνολογικής φιλολογίας», από ελληνικής πλευράς. Η επιστροφή στις σκληρές γεωπολιτικές στρατηγικές από την τουρκική ηγεσία, θα οδηγήσει μετά βεβαιότητος σε μείζονα ελληνοτουρκική σύγκρουση. Μια σύγκρουση πολύ επικίνδυνη για το διεθνές σύστημα ασφαλείας αν πραγματοποιείτο το επόμενο δίμηνο – για προφανείς φαντάζομαι λόγους, σε εσένα προσεκτικέ αναγνώστη των σημειωμάτων μου…
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια