Η ανακοίνωση της απόφασης του Βλάντιμιρ Πούτιν για απόσυρση των ρωσικών δυνάμεων από τη Συρία αιφνιδίασε τη διεθνή κοινότητα- και πάρα πολλοί είναι αυτοί που αναρωτιούνται «γιατί αυτή τη στιγμή». Για άλλη μια φορά, ο Ρώσος πρόεδρος προκαλεί ερωτηματικά, ενεργώντας με τρόπο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «απρόβλεπτος»- ή μήπως όχι;
Όπως αναφέρεται σε ανάλυση της Stratfor, ο επίσημος λόγος για τη ρωσική επέμβαση στη Συρία ήταν η αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους και άλλων οργανώσεων στις οποίες έχουν ενταχθεί και Ρώσοι πολίτες, ή πολίτες από πρώην σοβιετικές δημοκρατίες. Όπως αναγνωρίζεται στην ανάλυση, «αν και η Ρωσία κατέληξε να επικεντρώνεται στους αντάρτες που μάχονται κατά του καθεστώτος αντί για τους μαχητές του Ισλαμικού Κράτους, δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι η Ρωσία συνεισέφερε πραγματικά στη σημαντική ζημιά που έχουν υποστεί οι Ισλαμιστές εξτρεμιστές μέσα στους τελευταίους μήνες».
Όπως συμπληρώνεται, η Ρωσία ήθελε να επιδείξει στον κόσμο, και κυρίως στις ΗΠΑ- ξορκίζοντας τα «φαντάσματα» προηγούμενων ανεπιτυχών επεμβάσεων (όπως η σοβιετική στο Αφγανιστάν) ότι μπορεί να «σταθεί» επιτυχώς στρατιωτικά και πολιτικά πέρα από τα σύνορά της. Το Κρεμλίνο ήθελε να ακουστεί η φωνή του. Τις εβδομάδες μετά την έναρξη της επέμβασης, ο Αμερικανός πρόεδρος, Μπαράκ Ομπάμα, υποβάθμισε τις ενέργειες της Ρωσίας, λέγοντας ότι ενήργησε έτσι λόγω αδυναμίας. Ωστόσο, στους μήνες που μεσολάβησαν, η Ρωσία και το Ιράν σταθεροποίησαν και ενίσχυσαν τη συριακή κυβέρνηση και τις πιστές σε αυτήν δυνάμεις, ενώ παράλληλα η ρωσική πλευρά είχε την ευκαιρία να επιδείξει τη στρατιωτική της ισχύ και την ανάκαμψη από την παρακμή της μετασοβιετικής περιόδου.
Επίσης, η Ρωσία δεν εγκαταλείπει εντελώς τη Συρία: Αν και η Μόσχα έχει υποδείξει πως η κύρια αεροπορική δύναμή της θα αποσυρθεί, δεν έχει δοθεί συγκεκριμένη ημερομηνία, ενώ έχει ξεκαθαριστεί πως θα διατηρήσει την αεροπορική βάση Μπασέλ αλ Άσαντ κοντά στη Λαττάκεια και τη ναυτική βάση στην Ταρτούς. Οικονομικά μπορεί να το κάνει, παρά τις οικονομικές δυσκολίες: Το κόστος των επιχειρήσεων στη Συρία ανέρχεται σε μερικά εκατ. δολάρια ημερησίως, και η Ρωσία μπορεί να το αντέξει, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως έχει τονωθεί το ενδιαφέρον για καινούρια ρωσικά εξοπλιστικά συστήματα που χρησιμοποιήθηκαν στον εμφύλιο. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι στη Ρωσία δεν είναι λίγοι αυτοί που ασκούν πιέσεις στην κυβέρνηση να περιορίσει την εμπλοκή της. Οι Ρώσοι στηρίζουν τις επιχειρήσεις στη Συρία, αρκεί να μην σκοτωθούν πολλοί Ρώσοι: Δεν θέλουν άλλο ένα Αφγανιστάν.
Οπότε, το συμπέρασμα είναι ότι ο Πούτιν προέβη σε αυτή την κίνηση/ ανακοίνωση για να αλλάξει τις εντυπώσεις περί της ρωσικής στάσης στη Συρία. Το ερώτημα είναι, επιδιώκει η Μόσχα να βελτιώσει τη θέση της σε μια άλλη διαπραγμάτευση, όχι μόνο στη Συρία, αλλά γενικά με τη Δύση;
Σύμφωνα με τη Stratfor, δεδομένης της επιλογής της χρονικής στιγμής, η κίνηση του Πούτιν φαίνεται να αποτελεί προσπάθεια να επηρεαστεί/ διαμορφωθεί ο νέος γύρος ειρηνευτικών συνομιλιών, που άρχισαν στις 14 Μαρτίου στη Γενεύη και έχουν χαρακτηριστεί προσπάθεια της τελευταίας στιγμής για επίτευξη ειρηνευτικής συμφωνίας, με αντιπροσωπείες της συριακής κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης να έχουν συναντήσεις με στελέχη του ΟΗΕ. Η συριακή κυβέρνηση υπέβαλε μια πολιτική πρόταση στα Ηνωμένα Έθνη τη Δευτέρα, ενώ η αντιπολίτευση ζήτησε από τη Ρωσία να χρησιμοποιήσει την επιρροή της πάνω στο καθεστώς κατά τις διαπραγματεύσεις. Η Μόσχα, περιορίζοντας τις επιχειρήσεις της, είτε παρουσιάζεται ως «διαιτητής», είτε ήδη έχει κλείσει μια συμφωνία που θα αποκαλυφθεί σύντομα. Όπως και να έχει, το Κρεμλίνο προσπαθεί να καταστήσει το μέλλον του συριακού εμφυλίου εξαρτώμενο από τη διαμεσολάβησή της, βρίσκοντας νέο «μοχλό πίεσης» κάπου αλλού.
Επίσης, η Μόσχα θα μπορούσε να αλλάζει τη στάση της στη σύγκρουση για να αλλάξει τις αντιλήψεις γύρω από τη Συρία: Άλλος ένα λόγος για τον οποίο επενέβη η Ρωσία ήταν για να αποκτήσει πλεονέκτημα έναντι της Δύσης σε ένα ζήτημα που την «καίει» περισσότερο: Την Ουκρανία και τις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί από τη Δύση. Η Μόσχα δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει τα κέρδη της από την επέμβασή της για να κάνει πιο θετική απέναντί της τη στάση της Ουάσινγκτον ή του Κιέβου, ή να επιτύχει άρση κυρώσεων. Ακόμη , το Κρεμλίνο γνωρίζει ότι και οι δύο πλευρές κωλυσιεργούν στις συνομιλίες στο Μινσκ όσον αφορά στις συγκρούσεις στην Ουκρανία. Ωστόσο, ο ρωσικός «μοχλός πίεσης», ειδικά απέναντι στην Ευρώπη, έχει ενισχυθεί τους τελευταίους μήνες, λόγω της προσφυγικής κρίσης, καθώς μετανάστες και πρόσφυγες συνεχίζουν να επιδιώκουν να εισέλθουν στην Ε.Ε. Εάν η Ρωσία δώσει τέλος στην επέμβασή της, ίσως να περιορίζονταν οι ροές. Παρόλα αυτά, αυτό περιπλέκεται λόγω της κατάστασης των ρωσοτουρκικών σχέσεων. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η Ρωσία μπορεί να ελπίζει ότι μόνο να διαμορφώσει τις εντυπώσεις όσον αφορά στις επιπτώσεις από την επέμβασή της, αλλά και όσον αφορά στην προσφυγική κρίση.
Τους προσεχείς μήνες, σύμφωνα με τη Stratfor, η Ρωσία πιθανώς θα προσπαθήσει να αλλάξει την αρνητική εικόνα της εν όψει κρίσιμης ψηφοφορίας στην Ε.Ε. για την ανανέωση των κυρώσεων, η οποία δεν είναι αυτόματη: Απαιτείται ομοφωνία, οπότε η Ρωσία απλά χρειάζεται ένα μέλος που διαφωνεί για να απορριφθεί (και η Μόσχα φαίνεται να «ποντάρει» στην Ιταλία ή την Ουγγαρία). Γενικά, όπως υπογραμμίζεται, η Μόσχα ενορχηστρώνει πολλαπλές στρατηγικές για πολλαπλά αποτελέσματα, κανένα εκ των οποίων δεν είναι «εγγυημένο»- ωστόσο σίγουρα δείχνουν ότι η Ρωσία θα συνεχίσει τους ελιγμούς της στη συγκεκριμένη περιοχή του κόσμου.
Σε πιο τακτικό επίπεδο, αξίζει να σημειωθεί πως η ρωσική επέμβαση, σε συνδυασμό με τη στήριξη του Ιράν και της Χεζμπολά, άλλαξαν την πορεία του πολέμου, που μέχρι τότε ήταν θετική για τους αντάρτες. Ωστόσο, αν και τώρα η κυβέρνηση έχει το πάνω χέρι, οι αντάρτες δεν έχουν ηττηθεί, και η απόσυρση των Ρώσων θα μπορούσε να έχει αρνητικές επιπτώσεις για τις προσπάθειες του συριακού στρατού- αλλά είναι σημαντικό να θυμάται κανείς πως δεν ήταν μόνη της η Ρωσία που άλλαξε την έκβαση του πολέμου, και ότι η ιρανική στήριξη είναι επίσης πολύ σημαντική, και θα μπορούσε να κρατήσει την κυβέρνηση Άσαντ στην πλεονεκτική θέση όπου βρίσκεται τώρα. Επίσης, το ISIS σε Ιράκ και Συρία έχει αποδυναμωθεί πολύ σε σχέση με πέντε μήνες πριν.
Κλείνοντας, αξίζει να σημειωθεί ότι μπορεί να υπάρχουν άλλο λόγοι: Ένας είναι ότι μπορεί να πρόκειται για μια κίνηση της Μόσχας με σκοπό να «πείσει»/ εξαναγκάσει την κυβέρνηση Άσαντ (που έχει προβεί σε όχι και τόσο σοφές στρατηγικά κινήσεις στο παρελθόν) να τηρήσει την εκεχειρία, διατηρώντας «παγωμένο» το status quo (στο πλαίσιο του οποίου η κυβέρνηση παραμένει σταθερή) και διαπραγματευόμενη καλή τη πίστει – αλλά παράλληλα διατηρώντας μια επαρκή στρατιωτική παρουσία για να αποτρέψει πιθανή κλιμάκωση από άλλες δυνάμεις, που στηρίζουν τους αντικαθεστωτικούς (Τουρκία, Σαουδική Αραβία), απειλώντας ότι εάν συμβεί κάτι τέτοιο, η Ρωσία θα ανανεώσει την επέμβασή της. Σε τελική ανάλυση, η Ρωσία μπορεί να αρχίσει ξανά με ευκολία τις επιχειρήσεις της ανά πάσα στιγμή, ενώ το καθεστώς Άσαντ προς το παρόν φαίνεται επαρκώς σταθερό.
Ακόμη, υπάρχει πάντα και το ενδεχόμενο να πρόκειται για μια κίνηση «υποχώρησης»: Το Κρεμλίνο να έχει θεωρήσει πως δεν μπορεί να επιτύχει τους σκοπούς του και να επιδιώκει απεμπλοκή εγκαίρως, πριν τα κόστη γίνουν δυσβάστακτα (υπενθυμίζεται άλλωστε ότι η χώρα αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες).
Σε κάθε περίπτωση, τα τελικά συμπεράσματα θα προκύψουν εκ του αποτελέσματος.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Όπως αναφέρεται σε ανάλυση της Stratfor, ο επίσημος λόγος για τη ρωσική επέμβαση στη Συρία ήταν η αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους και άλλων οργανώσεων στις οποίες έχουν ενταχθεί και Ρώσοι πολίτες, ή πολίτες από πρώην σοβιετικές δημοκρατίες. Όπως αναγνωρίζεται στην ανάλυση, «αν και η Ρωσία κατέληξε να επικεντρώνεται στους αντάρτες που μάχονται κατά του καθεστώτος αντί για τους μαχητές του Ισλαμικού Κράτους, δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι η Ρωσία συνεισέφερε πραγματικά στη σημαντική ζημιά που έχουν υποστεί οι Ισλαμιστές εξτρεμιστές μέσα στους τελευταίους μήνες».
Όπως συμπληρώνεται, η Ρωσία ήθελε να επιδείξει στον κόσμο, και κυρίως στις ΗΠΑ- ξορκίζοντας τα «φαντάσματα» προηγούμενων ανεπιτυχών επεμβάσεων (όπως η σοβιετική στο Αφγανιστάν) ότι μπορεί να «σταθεί» επιτυχώς στρατιωτικά και πολιτικά πέρα από τα σύνορά της. Το Κρεμλίνο ήθελε να ακουστεί η φωνή του. Τις εβδομάδες μετά την έναρξη της επέμβασης, ο Αμερικανός πρόεδρος, Μπαράκ Ομπάμα, υποβάθμισε τις ενέργειες της Ρωσίας, λέγοντας ότι ενήργησε έτσι λόγω αδυναμίας. Ωστόσο, στους μήνες που μεσολάβησαν, η Ρωσία και το Ιράν σταθεροποίησαν και ενίσχυσαν τη συριακή κυβέρνηση και τις πιστές σε αυτήν δυνάμεις, ενώ παράλληλα η ρωσική πλευρά είχε την ευκαιρία να επιδείξει τη στρατιωτική της ισχύ και την ανάκαμψη από την παρακμή της μετασοβιετικής περιόδου.
Επίσης, η Ρωσία δεν εγκαταλείπει εντελώς τη Συρία: Αν και η Μόσχα έχει υποδείξει πως η κύρια αεροπορική δύναμή της θα αποσυρθεί, δεν έχει δοθεί συγκεκριμένη ημερομηνία, ενώ έχει ξεκαθαριστεί πως θα διατηρήσει την αεροπορική βάση Μπασέλ αλ Άσαντ κοντά στη Λαττάκεια και τη ναυτική βάση στην Ταρτούς. Οικονομικά μπορεί να το κάνει, παρά τις οικονομικές δυσκολίες: Το κόστος των επιχειρήσεων στη Συρία ανέρχεται σε μερικά εκατ. δολάρια ημερησίως, και η Ρωσία μπορεί να το αντέξει, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως έχει τονωθεί το ενδιαφέρον για καινούρια ρωσικά εξοπλιστικά συστήματα που χρησιμοποιήθηκαν στον εμφύλιο. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι στη Ρωσία δεν είναι λίγοι αυτοί που ασκούν πιέσεις στην κυβέρνηση να περιορίσει την εμπλοκή της. Οι Ρώσοι στηρίζουν τις επιχειρήσεις στη Συρία, αρκεί να μην σκοτωθούν πολλοί Ρώσοι: Δεν θέλουν άλλο ένα Αφγανιστάν.
Οπότε, το συμπέρασμα είναι ότι ο Πούτιν προέβη σε αυτή την κίνηση/ ανακοίνωση για να αλλάξει τις εντυπώσεις περί της ρωσικής στάσης στη Συρία. Το ερώτημα είναι, επιδιώκει η Μόσχα να βελτιώσει τη θέση της σε μια άλλη διαπραγμάτευση, όχι μόνο στη Συρία, αλλά γενικά με τη Δύση;
Σύμφωνα με τη Stratfor, δεδομένης της επιλογής της χρονικής στιγμής, η κίνηση του Πούτιν φαίνεται να αποτελεί προσπάθεια να επηρεαστεί/ διαμορφωθεί ο νέος γύρος ειρηνευτικών συνομιλιών, που άρχισαν στις 14 Μαρτίου στη Γενεύη και έχουν χαρακτηριστεί προσπάθεια της τελευταίας στιγμής για επίτευξη ειρηνευτικής συμφωνίας, με αντιπροσωπείες της συριακής κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης να έχουν συναντήσεις με στελέχη του ΟΗΕ. Η συριακή κυβέρνηση υπέβαλε μια πολιτική πρόταση στα Ηνωμένα Έθνη τη Δευτέρα, ενώ η αντιπολίτευση ζήτησε από τη Ρωσία να χρησιμοποιήσει την επιρροή της πάνω στο καθεστώς κατά τις διαπραγματεύσεις. Η Μόσχα, περιορίζοντας τις επιχειρήσεις της, είτε παρουσιάζεται ως «διαιτητής», είτε ήδη έχει κλείσει μια συμφωνία που θα αποκαλυφθεί σύντομα. Όπως και να έχει, το Κρεμλίνο προσπαθεί να καταστήσει το μέλλον του συριακού εμφυλίου εξαρτώμενο από τη διαμεσολάβησή της, βρίσκοντας νέο «μοχλό πίεσης» κάπου αλλού.
Επίσης, η Μόσχα θα μπορούσε να αλλάζει τη στάση της στη σύγκρουση για να αλλάξει τις αντιλήψεις γύρω από τη Συρία: Άλλος ένα λόγος για τον οποίο επενέβη η Ρωσία ήταν για να αποκτήσει πλεονέκτημα έναντι της Δύσης σε ένα ζήτημα που την «καίει» περισσότερο: Την Ουκρανία και τις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί από τη Δύση. Η Μόσχα δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει τα κέρδη της από την επέμβασή της για να κάνει πιο θετική απέναντί της τη στάση της Ουάσινγκτον ή του Κιέβου, ή να επιτύχει άρση κυρώσεων. Ακόμη , το Κρεμλίνο γνωρίζει ότι και οι δύο πλευρές κωλυσιεργούν στις συνομιλίες στο Μινσκ όσον αφορά στις συγκρούσεις στην Ουκρανία. Ωστόσο, ο ρωσικός «μοχλός πίεσης», ειδικά απέναντι στην Ευρώπη, έχει ενισχυθεί τους τελευταίους μήνες, λόγω της προσφυγικής κρίσης, καθώς μετανάστες και πρόσφυγες συνεχίζουν να επιδιώκουν να εισέλθουν στην Ε.Ε. Εάν η Ρωσία δώσει τέλος στην επέμβασή της, ίσως να περιορίζονταν οι ροές. Παρόλα αυτά, αυτό περιπλέκεται λόγω της κατάστασης των ρωσοτουρκικών σχέσεων. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η Ρωσία μπορεί να ελπίζει ότι μόνο να διαμορφώσει τις εντυπώσεις όσον αφορά στις επιπτώσεις από την επέμβασή της, αλλά και όσον αφορά στην προσφυγική κρίση.
Τους προσεχείς μήνες, σύμφωνα με τη Stratfor, η Ρωσία πιθανώς θα προσπαθήσει να αλλάξει την αρνητική εικόνα της εν όψει κρίσιμης ψηφοφορίας στην Ε.Ε. για την ανανέωση των κυρώσεων, η οποία δεν είναι αυτόματη: Απαιτείται ομοφωνία, οπότε η Ρωσία απλά χρειάζεται ένα μέλος που διαφωνεί για να απορριφθεί (και η Μόσχα φαίνεται να «ποντάρει» στην Ιταλία ή την Ουγγαρία). Γενικά, όπως υπογραμμίζεται, η Μόσχα ενορχηστρώνει πολλαπλές στρατηγικές για πολλαπλά αποτελέσματα, κανένα εκ των οποίων δεν είναι «εγγυημένο»- ωστόσο σίγουρα δείχνουν ότι η Ρωσία θα συνεχίσει τους ελιγμούς της στη συγκεκριμένη περιοχή του κόσμου.
Σε πιο τακτικό επίπεδο, αξίζει να σημειωθεί πως η ρωσική επέμβαση, σε συνδυασμό με τη στήριξη του Ιράν και της Χεζμπολά, άλλαξαν την πορεία του πολέμου, που μέχρι τότε ήταν θετική για τους αντάρτες. Ωστόσο, αν και τώρα η κυβέρνηση έχει το πάνω χέρι, οι αντάρτες δεν έχουν ηττηθεί, και η απόσυρση των Ρώσων θα μπορούσε να έχει αρνητικές επιπτώσεις για τις προσπάθειες του συριακού στρατού- αλλά είναι σημαντικό να θυμάται κανείς πως δεν ήταν μόνη της η Ρωσία που άλλαξε την έκβαση του πολέμου, και ότι η ιρανική στήριξη είναι επίσης πολύ σημαντική, και θα μπορούσε να κρατήσει την κυβέρνηση Άσαντ στην πλεονεκτική θέση όπου βρίσκεται τώρα. Επίσης, το ISIS σε Ιράκ και Συρία έχει αποδυναμωθεί πολύ σε σχέση με πέντε μήνες πριν.
Κλείνοντας, αξίζει να σημειωθεί ότι μπορεί να υπάρχουν άλλο λόγοι: Ένας είναι ότι μπορεί να πρόκειται για μια κίνηση της Μόσχας με σκοπό να «πείσει»/ εξαναγκάσει την κυβέρνηση Άσαντ (που έχει προβεί σε όχι και τόσο σοφές στρατηγικά κινήσεις στο παρελθόν) να τηρήσει την εκεχειρία, διατηρώντας «παγωμένο» το status quo (στο πλαίσιο του οποίου η κυβέρνηση παραμένει σταθερή) και διαπραγματευόμενη καλή τη πίστει – αλλά παράλληλα διατηρώντας μια επαρκή στρατιωτική παρουσία για να αποτρέψει πιθανή κλιμάκωση από άλλες δυνάμεις, που στηρίζουν τους αντικαθεστωτικούς (Τουρκία, Σαουδική Αραβία), απειλώντας ότι εάν συμβεί κάτι τέτοιο, η Ρωσία θα ανανεώσει την επέμβασή της. Σε τελική ανάλυση, η Ρωσία μπορεί να αρχίσει ξανά με ευκολία τις επιχειρήσεις της ανά πάσα στιγμή, ενώ το καθεστώς Άσαντ προς το παρόν φαίνεται επαρκώς σταθερό.
Ακόμη, υπάρχει πάντα και το ενδεχόμενο να πρόκειται για μια κίνηση «υποχώρησης»: Το Κρεμλίνο να έχει θεωρήσει πως δεν μπορεί να επιτύχει τους σκοπούς του και να επιδιώκει απεμπλοκή εγκαίρως, πριν τα κόστη γίνουν δυσβάστακτα (υπενθυμίζεται άλλωστε ότι η χώρα αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες).
Σε κάθε περίπτωση, τα τελικά συμπεράσματα θα προκύψουν εκ του αποτελέσματος.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια