Γράφει ο Νίκος Μπογιόπουλος
|
Να συνωθούνται δίπλα στους «Νταισελμπλουμ», σε ρόλο κλακαδόρου, οι εγχώριοι δευτεροκλασάτοι ομοϊδεάτες τους, προβλέψιμο και κοινότοπο.
Να θριαμβολογούν οι μεταπολιτευτικοί φορείς της βαρβαρότητας, που με τη μορφή του «μονόδρομου» σαρώνει τα τελευταία 25 χρόνια έννοιες όπως δημοκρατία, ελευθερία, ανεξαρτησία, διεθνές δίκαιο, δικαιώματα, προφανές και πρόδηλο.
Καμία έκπληξη. Τίποτα το πρωτότυπο. Ουδέν το απροσδόκητο.
Δεν μιλάμε για αυτούς.
Μιλάμε για τους «ανανήψαντες».
Και δεν εννοούμε, φυσικά, εκείνους που για λόγους πολιτικούς και ιδεολογικούς, διαφώνησαν ακόμα και με τον εαυτό τους. Που μετέβαλαν άποψη. Που αντιλήφθηκαν αλλιώς τα πράγματα και με τους οποίους θα μπορούσες ενδεχομένως να συζητήσεις, να αντιπαρατεθείς, να συγκρουστείς πολιτικά και έντιμα.
Μιλάμε για τους άλλους.
Για εκείνον τον - εξίσου προβλέψιμο - συρφετό των «μεταλλαγμένων» που ποτέ δεν θα αξιωθούν να τους θεωρήσουμε ταξικούς ή πολιτικούς μας αντίπαλους, αφού πολύ απλά είναι αξιολύπητα τσιράκια.
Μιλάμε για τους επαναλαμβανόμενα ανά τους αιώνες και τις εποχές καταδικασμένους να εκπροσωπούν το είδος που σέρνεται κατά τα κελεύσματα των συγκυριών.
Για εκείνους - λίγοι είμαστε και καλά γνωριζόμαστε - που με αφορμή την μετατροπή της αυταπάτης σε ξεγυρισμένη πολιτική απάτη σπεύδουν να προσκυνήσουν τα μεταλλαγμένα «αφεντικά» τους, διαλαλώντας τον «γενιτσαρισμό» τους.
Που πρώτοι απ' όλους, «αναγεννημένοι» και «καθαροί» από τα «μικρόβια» του «αριστερού» αντιμνημονιακού τους αμαρτήματος, σέρνουν τώρα το χορό της θατσερικής «ΤΙΝΑ», τουτέστιν «δεν υπάρχει εναλλακτική»…
Που με τον πιο ενθουσιώδη τρόπο περιφέρουν τις «δηλώσεις μετανοίας» τους σε κανάλια, ραδιόφωνα και εφημερίδες.
Που όσο μεγαλύτερος επιλέγουν να είναι και να φαίνεται ο προσωπικός τους εξευτελισμός, τόσο περισσότερο απαραίτητοι θεωρούν ότι γίνονται στους «νικητές».
Που με ασίγαστο πάθος διαφημίζουν την «αναμόρφωσή τους» ώστε να κολλήσουν τα αναγκαία ένσημα για την εύνοια των ανωτέρων τους.
Που παρά την ικανότητά τους να αλλάζουν κασέτα λέγοντας όμως πάντα το ίδιο ψέμα, εντούτοις τρέμουν μη και δεν «ξεχωρίσουν» μεταξύ όσων διαγκωνίζονται ποιός θα περιγράψει «πειστικότερα» σαν «ρεαλισμό» την συνέχιση της φτώχειας, της φοροληστείας, της λιτότητας, των μνημονίων και όλων αυτών που «θα καταργούσαν», με έναν και μοναδικό στόχο:
Να κλέψουν μια ματιά, να αποσπάσουν έστω κι ένα δευτερόλεπτο από την προσοχή των «δυνατών», βάζοντας σαν ενέχυρο για το παντεσπάνι τους την «μεταμέλειά τους» και την ικανότητά τους να «γλείφουν» και να έρπουν.
***
Το απόσπασμα που ακολουθεί, σε αυτούς (και σε αυτές) είναι αφιερωμένο.
Αυτό το είδος των αξιολύπητων περιγράφει, που το μόνο «ακριβό» που έχουν επάνω τους είναι η φτήνια τους.
Που μόλις ο καιρός αλλάζει, την ώρα που ο λαός προδίδεται, εκείνοι σηκώνουν την πρώτη σημαία ευκαιρίας που θα βρουν μπροστά τους και τρέχουν σαν τα ποντίκια στο απέναντι στρατόπεδο έχοντας για διαβατήριο την οβιδιακή μεταμόρφωση της – ίδιας πάντα - ρηχότητα τους..
Το ποίημα γράφτηκε πέντε χρόνια μετά την κατάπνιξη της Παρισινής Κομμούνας, στις 30 του Νοέμβρη 1876, από τον κομμουνάρο Ζιλ Βαλέ .
Τον φλογερό επαναστάτη, τον συγγραφέα και δημοσιογράφο, που συμμετείχε στην εξέγερση της Κομμούνας ως μέλος της Επιτροπής Παιδείας κι εξέδιδε την εφημερίδα «Ο Δρόμος».
Οι στίχοι του Βαλέ είναι μια ακτινογραφία των ασπάλαγκων υποτακτικών του καιρού του. Και όλων των καιρών.
«Ξεπουλημένα γουρούνια!
Δεν ανήκουν σε αυτόν το στάβλο, όλοι εκείνοι που για κάποια χρήματα ή λίγη δόξα, για ένα πορτοφόλι, μια σάρπα, μια κορδέλα, μετατρέπουν τις πεποιθήσεις τους σε άχυρα κάτω από τα πόδια των μεγάλων;/
Εκείνοι, ακόμη πιο αξιολύπητοι, που για να απολαμβάνουν τη χαρά να μη δουλεύουν καθόλου ή να λάμπουν λίγο, μετατρέπονται σε αυλικούς, βαλέδες και παράσιτα στις αντικάμαρες των υπουργών ή τις τραπεζαρίες των πλούσιων;/
Εκείνος ο δημοσιογράφος που πουλάει την πένα του σε όποιον πληρώνει πιότερο, κείνος ο χρονογράφος που γλείφει τις μπότες και διηγείται πώς τις γυαλίζουν, ο προαγωγός γυναικών, ο πολυπράγμων, ξερόλας γραφιάς, όλοι αυτοί ξεπουλημένα γουρούνια;/
Ξεπουλημένο γουρούνι
εκείνος ο γελωτοποιός που διατηρεί το κύρος του και κερδίζει το ψωμί του κάνοντας τον παλιάτσο μπροστά στο πλήθος, ξεπουλημένο γουρούνι, εκείνος ο κλαψιάρης ποιητής που ζητιανεύει τι θα φάει - όχι τι θα πιει - στις επιτροπές και τα υπουργεία!/
Ξεπουλημένα γουρούνια,
εκείνα τα ανθρωπάκια που κάποτε το έπαιζαν ενθουσιώδεις ή σκληροί και άκαμπτοι, που επιδείκνυαν την ανεξαρτησία και την εκκεντρικότητά τους, και ένα ωραίο πρωινό αδειασμένοι, τόσο φτωχό στομάχι είχαν, σβησμένοι, αποκαμωμένοι, τελειωμένοι, κρέμασαν σφιχτά ένα κόκκινο μεταξωτό φουλάρι στο λαιμό, έβαλαν στη μουσούδα τους ένα τετράγωνο καπελίνο, όπως τα αδέλφια τους τα γουρούνια των πανηγυριών, και που στριφογυρίζοντας και γρυλίζοντας, κατέληξαν με τη μουσούδα και τα πόδια τους στο ζωοτροφείο της μετριότητας./
Ξεπουλημένο γουρούνι
οποιοσδήποτε ζει από τις κολακείες στην εξουσία ή τη συγκατάβαση στην αντιπολίτευση, κάνει τα θελήματα της μιας ή της άλλης και ζητάει σαν αντάλλαγμα για τα θελήματά του μια μικρή υποψηφιότητα σε κάποια περιοχή, που θα μπορούσε να αγοράσει αν ήταν πλούσιος./
Ονομάζονται προστατευόμενοι κάποιου υπουργού, εθελοντές μιας σπουδαίας υπόθεσης! Εθελοντές όχι! Ξεπουλημένα γουρούνια! Δε διατρέχουν άλλο ρίσκο παρά να λιπανθούν από τη βροχή των φτυσιμάτων ή την ανουσιότητα του λιβανίσματος!».
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια