Γράφει ο Αλέξανδρος Ζέρβας
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Όσοι έχουν ζήσει την πλειοψηφία των εκλογικών αναμετρήσεων στη
μεταπολίτευση μάλλον θα έχουν πήξει στα διλήμματα. Από το «Καραμανλής ή τανκς» το 1974, πήγαμε στο «Αλλαγή ή Συντήρηση» του Ανδρέα Παπανδρέου, περάσαμε από το «Εκσυγχρονισμός ή Οπισθοδρόμηση» του Κώστα Σημίτη, μας στοίχειωσε το «Ευρώ ή Δραχμή» που ανέδειξε ως νικητή τον Αντώνη Σαμαρά το 2012, για να καταλήξουμε στο «Νέο ή Παλιό» που λανσάρει ο Αλέξης Τσίπρας.
Κάτι ανάλογο βέβαια θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς και για τον διαχωρισμό «μνημονιακών κι αντιμνημονιακών», μόνο που πρέπει να παραδεχτεί πως αυτοί αντικατόπτριζαν κι εξακολουθούν να αποτυπώνουν πολύ βαθύτερους κοινωνικούς -ταξικούς συσχετισμούς.
Ιδιαίτερα δε μετά την αλλαγή του εκλογικού νόμου και την πριμοδότηση με το μπόνους των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα, τα πράγματα άρχισαν να οξύνονται όσον αφορά στη ρητορεία των επί χρόνια κυρίαρχων πολιτικών κομμάτων, όπως η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Πολλοί εκπρόσωποι του τότε δικομματισμού μάλιστα έδιναν την εντύπωση πως θα αισθάνονταν πολύ πιο άνετα, εφόσον εξέλειπαν τα υπόλοιπα μικρότερα κόμματα, για να τους αφήσουν απερίσπαστα να μοιράζουν μεταξύ τους την «εκλογική πελατεία», όπως παραδοσιακά έβλεπαν τους Έλληνες πολίτες.
Το δυστύχημα είναι ότι ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ εσχάτως δείχνει να προσχωρεί απόλυτα σε αυτή τη στρατηγική, αναιρώντας πλέον (εκτός όλων των άλλων) όλους τους αγώνες που έδινε προκειμένου να σπάσει η λογική που υποστήριζε ότι «Σημασία έχει ποιος κυβερνάει κι όχι με βάση ποιες πολιτικές το κάνει αυτό». Είναι δε σοκαριστικό για ένα μεγάλο μέρος του κόσμου, που πριν από λίγα χρόνια έκανε διαδοχικές υπερβάσεις, θέτοντας ένα κόμμα της Αριστεράς στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος, να ακούει πλέον τους εκπροσώπους του να διεκδικούν αλαζονικά αυτοδυναμία, προκειμένου, όπως ισχυρίζονται, να συνεχίσουν να κυβερνούν για πολλά χρόνια.
Την ίδια στιγμή, ένα ολόκληρο σύστημα εξουσίας μετέρχεται όλα τα μέσα προκειμένου να αποδείξει πως αναπόφευκτα οι πολίτες θα οδηγηθούν σε ένα δίπολο εξουσίας. Πριν λίγες μέρες για παράδειγμα έτυχε να συμμετάσχω σε έρευνα εταιρείας δημοσκοπήσεων ενόψει των εκλογών της 20ης Σεπτέμβρη. Περιττό να πω πως η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτήσεων αφορούσαν αποκλειστικά το δίδυμο Τσίπρα-Μεϊμαράκη, μέχρι που στο τέλος υπήρχε ερώτηση «αν κρινόταν από τη δική μου ψήφο ποιος από τους δυο θα κέρδιζε, τι θα έκανα». Όταν κάποια στιγμή παρατήρησα πως οι ερωτήσεις ουσιαστικά καθοδηγούσαν τον συνεντευξιαζόμενο, ο υπάλληλος της εταιρείας μου απάντησε γελώντας και με αφοπλιστική ειλικρίνεια: «Τι να κάνουμε; Έχει να κάνει με τον πελάτη που παραγγέλνει τη δημοσκόπηση».
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα περίφημα debate. Μετά τον προχθεσινό ορυμαγδό «παράλληλων μονολόγων», με ευθύνη όλων των συμμετεχόντων, διακινείται πλέον ως κοινή πεποίθηση ότι πολύ μεγαλύτερης σημασίας είναι η τηλεμαχία της Δευτέρας μεταξύ Αλέξη Τσίπρα και Βαγγέλη Μεϊμαράκη, ενώ το πρόσφατο debate παρουσιάζεται κάτι σαν «φιλικό προετοιμασίας με τη συμμετοχή μικρότερων ομάδων».
Σε κάθε περίπτωση, η αλήθεια είναι πως δεν πρόκειται γίνουμε σοφότεροι ούτε τη Δευτέρα. Όχι προφανώς γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ (ό,τι έχει απομείνει τουλάχιστον) κι η ΝΔ έγιναν ξαφνικά «ένα και το αυτό», αλλά γιατί η κοινή συνισταμένη που έχουν όσον αφορά τις μνημονιακές πολιτικές λιτότητας αναμένεται να έχει τις ίδιες δραματικές επιπτώσεις, κυρίως πάνω στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Το ποιος πιστεύει περισσότερο ή λιγότερο σε ένα κατά κοινή ομολογία αδιέξοδο πρόγραμμα, το οποίο όμως όπως διαμηνύει το ευρωπαϊκό κατεστημένο σε όλους τους τόνους πρέπει να εφαρμοστεί απαρέγκλιτα(κατά προτίμηση με τη συνεργασία ολόκληρου το νέου «μνημονιακού τόξου»), στην πράξη δεν έχει την παραμικρή σημασία.
Η απόπειρα εγκλωβισμού λοιπόν ενός μεγάλου κομματιού της ελληνικής κοινωνίας δείχνει να βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Σε ακόμη πιο δραματική κατάσταση βρίσκεται η νεολαία, στην οποία πάνω - κάτω προσπαθούν να περάσουν το μήνυμα: «Όσους αγώνες κι αν δώσετε, ό,τι κι αν ψηφίσετε, πάλι λιτότητα κι ανεργία θα τρώτε κατακέφαλα». Κι ίσως το μεγαλύτερο στοίχημα είναι αυτοί να μην πάνε σπίτι τους, αποδεχόμενοι την ήττα μιας ολόκληρης γενιάς. Να μην αποδεχτούν δηλαδή πως εναλλακτικές λύσεις απέναντι στα καταστροφικά αδιέξοδά που τους επιβάλλονται δεν υπάρχουν ή ακόμη κι αν υπάρχουν, θα πρέπει να παρουσιάζονται μέσα στο ενάμιση λεπτό του τηλεοπτικού χρόνου. Κι εν τέλει, ότι η μετανάστευση στο εξωτερικό αποτελεί γι’ αυτούς τη μοναδική διέξοδο.
Την ίδια στιγμή η προσπάθεια απεγκλωβισμού όσων αποφασίζουν να συμμετάσχουν(καλό προφανώς είναι να είναι όσο το δυνατό περισσότεροι) οφείλει να έχει ένα βασικό στόχο. Το μήνυμα που θα στείλουν την επόμενη Κυριακή να είναι τόσο σαφές, ώστε να μην μπορεί κανείς ούτε να το διαχειριστεί, όπως τον βολεύει, ούτε να ισχυριστεί πάλι πως «κάποιοι δεν κατάλαβαν τι ακριβώς ψήφισαν», όπως συνέβη πολύ πρόσφατα με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Εκτός κι αν υπάρχουν κάποιοι που πιστεύουν πραγματικά πως η εφαρμογή του μνημονίου από μια κυβέρνηση, έστω με κορμό τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ, αλλά εμπλουτισμένη ενδεχομένως με τη στήριξη εκ μέρους προσώπων όπως ο Κώστας Λαλιώτης, ο Χάρης Θεοχάρης ή ακόμη κι ο Κωστής Χατζηδάκης θα μπορούσε να σηματοδοτεί κάτι το «καινούργιο».
Κάτι ανάλογο βέβαια θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς και για τον διαχωρισμό «μνημονιακών κι αντιμνημονιακών», μόνο που πρέπει να παραδεχτεί πως αυτοί αντικατόπτριζαν κι εξακολουθούν να αποτυπώνουν πολύ βαθύτερους κοινωνικούς -ταξικούς συσχετισμούς.
Ιδιαίτερα δε μετά την αλλαγή του εκλογικού νόμου και την πριμοδότηση με το μπόνους των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα, τα πράγματα άρχισαν να οξύνονται όσον αφορά στη ρητορεία των επί χρόνια κυρίαρχων πολιτικών κομμάτων, όπως η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Πολλοί εκπρόσωποι του τότε δικομματισμού μάλιστα έδιναν την εντύπωση πως θα αισθάνονταν πολύ πιο άνετα, εφόσον εξέλειπαν τα υπόλοιπα μικρότερα κόμματα, για να τους αφήσουν απερίσπαστα να μοιράζουν μεταξύ τους την «εκλογική πελατεία», όπως παραδοσιακά έβλεπαν τους Έλληνες πολίτες.
Το δυστύχημα είναι ότι ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ εσχάτως δείχνει να προσχωρεί απόλυτα σε αυτή τη στρατηγική, αναιρώντας πλέον (εκτός όλων των άλλων) όλους τους αγώνες που έδινε προκειμένου να σπάσει η λογική που υποστήριζε ότι «Σημασία έχει ποιος κυβερνάει κι όχι με βάση ποιες πολιτικές το κάνει αυτό». Είναι δε σοκαριστικό για ένα μεγάλο μέρος του κόσμου, που πριν από λίγα χρόνια έκανε διαδοχικές υπερβάσεις, θέτοντας ένα κόμμα της Αριστεράς στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος, να ακούει πλέον τους εκπροσώπους του να διεκδικούν αλαζονικά αυτοδυναμία, προκειμένου, όπως ισχυρίζονται, να συνεχίσουν να κυβερνούν για πολλά χρόνια.
Την ίδια στιγμή, ένα ολόκληρο σύστημα εξουσίας μετέρχεται όλα τα μέσα προκειμένου να αποδείξει πως αναπόφευκτα οι πολίτες θα οδηγηθούν σε ένα δίπολο εξουσίας. Πριν λίγες μέρες για παράδειγμα έτυχε να συμμετάσχω σε έρευνα εταιρείας δημοσκοπήσεων ενόψει των εκλογών της 20ης Σεπτέμβρη. Περιττό να πω πως η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτήσεων αφορούσαν αποκλειστικά το δίδυμο Τσίπρα-Μεϊμαράκη, μέχρι που στο τέλος υπήρχε ερώτηση «αν κρινόταν από τη δική μου ψήφο ποιος από τους δυο θα κέρδιζε, τι θα έκανα». Όταν κάποια στιγμή παρατήρησα πως οι ερωτήσεις ουσιαστικά καθοδηγούσαν τον συνεντευξιαζόμενο, ο υπάλληλος της εταιρείας μου απάντησε γελώντας και με αφοπλιστική ειλικρίνεια: «Τι να κάνουμε; Έχει να κάνει με τον πελάτη που παραγγέλνει τη δημοσκόπηση».
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα περίφημα debate. Μετά τον προχθεσινό ορυμαγδό «παράλληλων μονολόγων», με ευθύνη όλων των συμμετεχόντων, διακινείται πλέον ως κοινή πεποίθηση ότι πολύ μεγαλύτερης σημασίας είναι η τηλεμαχία της Δευτέρας μεταξύ Αλέξη Τσίπρα και Βαγγέλη Μεϊμαράκη, ενώ το πρόσφατο debate παρουσιάζεται κάτι σαν «φιλικό προετοιμασίας με τη συμμετοχή μικρότερων ομάδων».
Σε κάθε περίπτωση, η αλήθεια είναι πως δεν πρόκειται γίνουμε σοφότεροι ούτε τη Δευτέρα. Όχι προφανώς γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ (ό,τι έχει απομείνει τουλάχιστον) κι η ΝΔ έγιναν ξαφνικά «ένα και το αυτό», αλλά γιατί η κοινή συνισταμένη που έχουν όσον αφορά τις μνημονιακές πολιτικές λιτότητας αναμένεται να έχει τις ίδιες δραματικές επιπτώσεις, κυρίως πάνω στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Το ποιος πιστεύει περισσότερο ή λιγότερο σε ένα κατά κοινή ομολογία αδιέξοδο πρόγραμμα, το οποίο όμως όπως διαμηνύει το ευρωπαϊκό κατεστημένο σε όλους τους τόνους πρέπει να εφαρμοστεί απαρέγκλιτα(κατά προτίμηση με τη συνεργασία ολόκληρου το νέου «μνημονιακού τόξου»), στην πράξη δεν έχει την παραμικρή σημασία.
Η απόπειρα εγκλωβισμού λοιπόν ενός μεγάλου κομματιού της ελληνικής κοινωνίας δείχνει να βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Σε ακόμη πιο δραματική κατάσταση βρίσκεται η νεολαία, στην οποία πάνω - κάτω προσπαθούν να περάσουν το μήνυμα: «Όσους αγώνες κι αν δώσετε, ό,τι κι αν ψηφίσετε, πάλι λιτότητα κι ανεργία θα τρώτε κατακέφαλα». Κι ίσως το μεγαλύτερο στοίχημα είναι αυτοί να μην πάνε σπίτι τους, αποδεχόμενοι την ήττα μιας ολόκληρης γενιάς. Να μην αποδεχτούν δηλαδή πως εναλλακτικές λύσεις απέναντι στα καταστροφικά αδιέξοδά που τους επιβάλλονται δεν υπάρχουν ή ακόμη κι αν υπάρχουν, θα πρέπει να παρουσιάζονται μέσα στο ενάμιση λεπτό του τηλεοπτικού χρόνου. Κι εν τέλει, ότι η μετανάστευση στο εξωτερικό αποτελεί γι’ αυτούς τη μοναδική διέξοδο.
Την ίδια στιγμή η προσπάθεια απεγκλωβισμού όσων αποφασίζουν να συμμετάσχουν(καλό προφανώς είναι να είναι όσο το δυνατό περισσότεροι) οφείλει να έχει ένα βασικό στόχο. Το μήνυμα που θα στείλουν την επόμενη Κυριακή να είναι τόσο σαφές, ώστε να μην μπορεί κανείς ούτε να το διαχειριστεί, όπως τον βολεύει, ούτε να ισχυριστεί πάλι πως «κάποιοι δεν κατάλαβαν τι ακριβώς ψήφισαν», όπως συνέβη πολύ πρόσφατα με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Εκτός κι αν υπάρχουν κάποιοι που πιστεύουν πραγματικά πως η εφαρμογή του μνημονίου από μια κυβέρνηση, έστω με κορμό τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ, αλλά εμπλουτισμένη ενδεχομένως με τη στήριξη εκ μέρους προσώπων όπως ο Κώστας Λαλιώτης, ο Χάρης Θεοχάρης ή ακόμη κι ο Κωστής Χατζηδάκης θα μπορούσε να σηματοδοτεί κάτι το «καινούργιο».
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια