Γράφει η Λίνα Παπαδοπούλου,
Αν. καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.
Μία από τις συνήθεις ερωτήσεις στις προφορικές εξετάσεις των πρωτοετών φοιτητών της Νομικής στο Συνταγματικό Δίκαιο αφορά τη μοναδική περίπτωση στην οποία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (εφεξής: ΠτΔ) διαθέτει διακριτική ευχέρεια ως προς το πρόσωπο του Πρωθυπουργού.
Αφορά βεβαίως τη συγκρότηση υπηρεσιακής Κυβέρνησης, πρωθυπουργός της οποίας ορίζεται ο Πρόεδρος ενός εκ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας. Ο ΠτΔ, όμως, και εδώ δεν είναι απολύτως ελεύθερος στην επιλογή του: το άρθρο 37 παρ. 3 εδ. γ΄ Συντ. ρητά ορίζει ότι σκοπός είναι ο σχηματισμός Kυβέρνησης «όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής».
Το κριτήριο αυτό οριοθετεί το πλαίσιο εντός του οποίου ασκείται η διακριτική ευχέρεια του ΠτΔ και αφορά τόσο τον Πρωθυπουργό όσο και τους Υπουργούς της υπηρεσιακής Κυβέρνησης, αποσκοπεί δε στην περιφρούρηση μιας όσο το δυνατόν πιο αμερόληπτης προεκλογικής διακυβέρνησης. Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετεί και η σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών: εφόσον αποβεί άκαρπη ως προς τον σχηματισμό πολιτικής Κυβέρνησης, έστω εκλογικής, προσφέρει το συναινετικό υπόστρωμα επί του οποίου ο ΠτΔ βασίζει την επιλογή ενός εκ των τριών Ανώτατων Δικαστικών. Η δέσμια αρμοδιότητά του να καλέσει τους αρχηγούς λειτουργεί, δηλαδή, ως προϋπόθεση σύννομης άσκησης της διακριτικής ευχέρειάς του επιλογής Πρωθυπουργού.
Στην προκειμένη περίπτωση δεν προλαβαίνει να μετράει κανείς τις αποκλίσεις από τη συνταγματική κανονικότητα: η Κυβέρνηση -με πονηρή προνοητικότητα, δεδομένου ότι οι θητείες όλων των Προέδρων έληγαν ταυτόχρονα στις αρχές Ιουλίου, άφησε ακάλυπτες τις θέσεις των Προέδρων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Διόρισε καινούργια Πρόεδρο μόνον στον Αρειο Πάγο, και δη την τέταρτη σε σειρά αντιπρόεδρο και δυναμική συνδικαλίστρια του κλάδου, γεγονός νόμιμο μεν, θεσμικά όχι και τόσο ηθικό δε, αν θυμηθεί κανείς τις πολιτικού χαρακτήρα, ανάρμοστες για δικαστικό λειτουργό, δημόσιες δηλώσεις της: όχι μόνο εκφράστηκε κατά του μνημονίου, παίρνοντας σαφή ιδεολογική θέση σε ένα θέμα που δίχασε για πέντε χρόνια την ελληνική κοινωνία, αλλά και χαρακτήρισε «Κυβέρνηση απολυταρχικού κράτους» την κυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου. Θα ήταν αναμενόμενο, λοιπόν, με το συνταγματικό κριτήριο της «όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής» ο ΠτΔ να επιλέξει κάποιον άλλο εκ των τριών ανώτατων δικαστικών για υπηρεσιακό Πρωθυπουργό. Αντ' αυτού, ο ΠτΔ δεν καλεί τους τελευταίους, με τη δικαιολογία ότι οι μισοί εξ αυτών δεν ήθελαν να συμμετάσχουν.
Διορίζοντας, όμως, την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου ως υπηρεσιακή Πρωθυπουργό, παρά τις δικαιολογημένες ενστάσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης ως προς το πρόσωπό της, ο ΠτΔ είτε επιφέρει την αποψίλωση της διακριτικής του ευχέρειας, την απαράδεκτη μετατροπή της σε δέσμια αρμοδιότητα, εάν αποδέχεται τη λανθασμένη συσταλτική ερμηνεία, ότι μόνον Πρόεδρος, και όχι Προεδρεύων Αντιπρόεδρος ενός των τριών ανώτατων δικαστηρίων, μπορεί να επιλεγεί ως υπηρεσιακός Πρωθυπουργός, είτε επιλέγει ως Πρόεδρο υπηρεσιακής κυβέρνησης έναν ανώτατο δικαστικό λειτουργό που, εγνωσμένα, δεν απολαύει της ευρύτερης δυνατής αποδοχής, όπως απαιτεί το Σύνταγμα.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Αν. καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.
Μία από τις συνήθεις ερωτήσεις στις προφορικές εξετάσεις των πρωτοετών φοιτητών της Νομικής στο Συνταγματικό Δίκαιο αφορά τη μοναδική περίπτωση στην οποία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (εφεξής: ΠτΔ) διαθέτει διακριτική ευχέρεια ως προς το πρόσωπο του Πρωθυπουργού.
Αφορά βεβαίως τη συγκρότηση υπηρεσιακής Κυβέρνησης, πρωθυπουργός της οποίας ορίζεται ο Πρόεδρος ενός εκ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας. Ο ΠτΔ, όμως, και εδώ δεν είναι απολύτως ελεύθερος στην επιλογή του: το άρθρο 37 παρ. 3 εδ. γ΄ Συντ. ρητά ορίζει ότι σκοπός είναι ο σχηματισμός Kυβέρνησης «όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής».
Το κριτήριο αυτό οριοθετεί το πλαίσιο εντός του οποίου ασκείται η διακριτική ευχέρεια του ΠτΔ και αφορά τόσο τον Πρωθυπουργό όσο και τους Υπουργούς της υπηρεσιακής Κυβέρνησης, αποσκοπεί δε στην περιφρούρηση μιας όσο το δυνατόν πιο αμερόληπτης προεκλογικής διακυβέρνησης. Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετεί και η σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών: εφόσον αποβεί άκαρπη ως προς τον σχηματισμό πολιτικής Κυβέρνησης, έστω εκλογικής, προσφέρει το συναινετικό υπόστρωμα επί του οποίου ο ΠτΔ βασίζει την επιλογή ενός εκ των τριών Ανώτατων Δικαστικών. Η δέσμια αρμοδιότητά του να καλέσει τους αρχηγούς λειτουργεί, δηλαδή, ως προϋπόθεση σύννομης άσκησης της διακριτικής ευχέρειάς του επιλογής Πρωθυπουργού.
Στην προκειμένη περίπτωση δεν προλαβαίνει να μετράει κανείς τις αποκλίσεις από τη συνταγματική κανονικότητα: η Κυβέρνηση -με πονηρή προνοητικότητα, δεδομένου ότι οι θητείες όλων των Προέδρων έληγαν ταυτόχρονα στις αρχές Ιουλίου, άφησε ακάλυπτες τις θέσεις των Προέδρων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Διόρισε καινούργια Πρόεδρο μόνον στον Αρειο Πάγο, και δη την τέταρτη σε σειρά αντιπρόεδρο και δυναμική συνδικαλίστρια του κλάδου, γεγονός νόμιμο μεν, θεσμικά όχι και τόσο ηθικό δε, αν θυμηθεί κανείς τις πολιτικού χαρακτήρα, ανάρμοστες για δικαστικό λειτουργό, δημόσιες δηλώσεις της: όχι μόνο εκφράστηκε κατά του μνημονίου, παίρνοντας σαφή ιδεολογική θέση σε ένα θέμα που δίχασε για πέντε χρόνια την ελληνική κοινωνία, αλλά και χαρακτήρισε «Κυβέρνηση απολυταρχικού κράτους» την κυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου. Θα ήταν αναμενόμενο, λοιπόν, με το συνταγματικό κριτήριο της «όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής» ο ΠτΔ να επιλέξει κάποιον άλλο εκ των τριών ανώτατων δικαστικών για υπηρεσιακό Πρωθυπουργό. Αντ' αυτού, ο ΠτΔ δεν καλεί τους τελευταίους, με τη δικαιολογία ότι οι μισοί εξ αυτών δεν ήθελαν να συμμετάσχουν.
Διορίζοντας, όμως, την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου ως υπηρεσιακή Πρωθυπουργό, παρά τις δικαιολογημένες ενστάσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης ως προς το πρόσωπό της, ο ΠτΔ είτε επιφέρει την αποψίλωση της διακριτικής του ευχέρειας, την απαράδεκτη μετατροπή της σε δέσμια αρμοδιότητα, εάν αποδέχεται τη λανθασμένη συσταλτική ερμηνεία, ότι μόνον Πρόεδρος, και όχι Προεδρεύων Αντιπρόεδρος ενός των τριών ανώτατων δικαστηρίων, μπορεί να επιλεγεί ως υπηρεσιακός Πρωθυπουργός, είτε επιλέγει ως Πρόεδρο υπηρεσιακής κυβέρνησης έναν ανώτατο δικαστικό λειτουργό που, εγνωσμένα, δεν απολαύει της ευρύτερης δυνατής αποδοχής, όπως απαιτεί το Σύνταγμα.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια