Ο κίνδυνος των ανεξέλεγκτων επιπτώσεων ενός ναυαγίου υποχρέωσε και τις δύο πλευρές να γεφυρώσουν το χάσμα...
Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
|
Η κυβέρνηση Τσίπρα αγόρασε αρκετά ακριβά τον χρόνο που ήθελε για να μπορέσει να κινηθεί στο εσωτερικό και να δώσει δείγματα γραφής για την ικανότητά της να λύσει προβλήματα και να ξαναστήσει την οικονομία στα πόδια της. Η συμφωνία της περασμένης Παρασκευής θα μπορούσε να είναι καλύτερη, αλλά όχι πολύ καλύτερη. Η Αθήνα ήταν ουσιαστικά με την πλάτη στον τοίχο και μοναδικό διαπραγματευτικό όπλο της ήταν η αιωρούμενη απειλή να το κάνει «Κούγκι».
Ο κίνδυνος των ανεξέλεγκτων επιπτώσεων ενός ναυαγίου υποχρέωσε και τις δύο πλευρές στις 20 Φεβρουάριου να γεφυρώσουν το χάσμα που τις χώριζε και να καταλήξουν στη γνωστή κοινή ανακοίνωση. Με την έγκριση του καταλόγου από το ευρωιερατείο και το ΔΝΤ η αρχική συμφωνία ενεργοποιήθηκε, αποκαθιστώντας το κλίμα ομαλότητας.
Εάν εξαιρέσουμε τη δέσμευση που ανέλαβε η Αθήνα, αφενός να αποδεχτεί τις ιδιωτικοποιήσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη, αφετέρου να βρει δημοσιονομικά ισοδύναμα για να χρηματοδοτήσει τα μέτρα αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης, οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις είναι σε γενικές γραμμές προς τη σωστή κατεύθυνση. Είναι, με άλλα λόγια, μεταρρυθμίσεις που θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνονται και σ' ένα εθνικό σχέδιο για την παραγωγική ανασυγκρότηση.
Ας σημειωθεί ότι το ευρωιερατείο έχει συνειδητοποιήσει ότι μόνο η κυβέρνηση Τσίπρα έχει την πολιτική βούληση και ως εκ τούτου πιθανότητες να καθαρίσει την κόπρο του Αυγείου σε κρίσιμους τομείς, όπως είναι η καταπολέμηση της διαπλοκής της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής. Κι αυτό λόγω του γεγονότος ότι δεν έχει -τουλάχιστον ακόμα- εξαρτήσεις από τους εγχώριους διαπλεκόμενους ολιγάρχες.
Αναμφίβολα, ο Τσίπρας και το επιτελείο του έκαναν πολλά βήματα πίσω για να εξασφαλίσουν την τετράμηνη παράταση, η οποία και θα τους επιτρέψει να κυβερνήσουν. Δεν είναι μόνο ότι εγκατέλειψαν το αίτημα για «κούρεμα» του ελληνικού χρέους περιοριζόμενοι στο αίτημα για εν καιρώ συζήτηση με σκοπό την αναδιάρθρωσή του. Ούτε είναι μόνο ότι εγκατέλειψαν την αρχή των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και αποδέχτηκαν ένα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 1,5%. Δεσμεύτηκαν και να μην ακυρώσουν τους μνημονιακούς νόμους, αφού για να ακυρώσουν κάποιον απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του ευρωιερατείου.
Το δίλημμα της νέας κυβέρνησης κατέστη σαφές όταν στο Eurogroup της 16ης Φεβρουάριου ο Σόιμπλε κατάφερε να τορπιλίσει τη μεσολαβητική προσπάθεια του Μοσκοβισί και να απομονώσει την ελληνική πλευρά. Η κλιμακούμενη διαρροή καταθέσεων από το τραπεζικό σύστημα δεν άφηνε περιθώρια για αποτυχία στη συνεδρίαση της Παρασκευής. Ο Σόιμπλε όμως την επιδίωκε. Ήθελε να ροκανίσει τον χρόνο, επειδή θεωρούσε ότι ο αναπόφευκτος τραπεζικός πανικός θα αποσταθεροποιούσε την κυβέρνηση Τσίπρα και θα την υποχρέωνε να παραδοθεί άνευ όρων.
Άνοιξε ο δρόμος της αμφισβήτησης
Το μήνυμα έφτασε στο Μαξίμου από τους παράγοντες του ευρωιερατείου που ήθελαν να αποφύγουν τη ρήξη με την Αθήνα. Πρώτον, επειδή φοβόντουσαν τις ανεξέλεγκτες επιπτώσεις που θα είχε όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για τη σταθερότητα της Ευρωζώνης. Δεύτερον, επειδή είχαν συνείδηση ότι εάν το Βερολίνο κατάφερνε να «ξεβρακώσει» την κυβέρνηση Τσίπρα, θα ενίσχυε την ήδη κυρίαρχη θέση του στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα να καταστεί περισσότερο αδιάλλακτο.
Οι ίδιοι αυτοί παράγοντες παρότρυναν την ελληνική κυβέρνηση να ζητήσει παράταση του προηγούμενου προγράμματος διαβεβαιώνοντάς τη πως κατ' αυτό τον τρόπο θα έδινε τη δυνατότητα στους υποστηρικτές ενός συμβιβασμού να διαφοροποιηθούν από τη γραμμή Σόιμπλε. Έτσι και έγινε. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Σόιμπλε έσπευσε να απορρίψει την επιστολή Βαρουφάκη, μη διστάζοντας να προκαταλάβει το Eurogroup.
Ας σημειωθεί ότι η στάση του Γερμανού υπουργού Οικονομικών επικρίθηκε δημοσίως και στο εσωτερικό της Γερμανίας. Οι Πράσινοι χαρακτήρισαν αυθάδη την απόρριψη του ελληνικού αιτήματος. Ο δε σοσιαλδημοκράτης αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομικών Γκάμπριελ διαφοροποιήθηκε δημοσίως. Ακόμα και η Μέρκελ φρόντισε να τηρήσει αποστάσεις, διαβλέποντας ότι κέρδιζε έδαφος το σενάριο του συμβιβασμού και ως εκ τούτου δεν ήθελε να εκτεθεί προσωπικά.
Η μάχη, ωστόσο, δεν είχε κριθεί. Ο Σόιμπλε δεν είχε μόνο τους γνωστούς παραδοσιακούς συμμάχους του εντός της ΕΕ. Προς την αδιάλλακτη γραμμή τον πίεζαν και οι κυβερνήσεις της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας, επειδή κι αυτές πουλάνε στους ψηφοφόρους τους τον μονόδρομο της λιτότητας που πουλούσε εδώ το δίδυμο Σαμαρά - Βενιζέλου. Ως εκ τούτου ο Ραχόι και ο Κοέλιο θεωρούν δικαιολογημένα ότι θα έχουν πολιτικό πρόβλημα εάν ο Τσίπρας επιβιώσει χωρίς να «ξεβρακωθεί».
Στριμωγμένος από την έλλειψη χρόνου και από το φάσμα του τραπεζικού πανικού, ο Έλληνας πρωθυπουργός όχι μόνο ζήτησε (εάν προέκυπτε αδιέξοδο) σύγκληση της Συνόδου Κορυφής την Κυριακή, αλλά και έστειλε το μήνυμα ότι σε περίπτωση ναυαγίου και στο ανώτατο αυτό επίπεδο θα πήγαινε σε δημοψήφισμα. Η παρέμβασή του έπαιξε τον ρόλο της για να οδηγηθούμε σε συμφωνία.
Εάν κρίνουμε με βάση τη μικρή εικόνα, στο παζάρι του Eurogroup περισσότερα κέρδισε ο Σόιμπλε και λιγότερα ο Βαρουφάκης. Μ' αυτή την έννοια ο συμβιβασμός είναι σχετικά ετεροβαρής. Στη μεγάλη εικόνα όμως το Βερολίνο ηττήθηκε. Κι αυτό επειδή αμφισβητείται για πρώτη φορά ευθέως η γερμανική τάξη πραγμάτων που τα τελευταία χρόνια έχει επιβληθεί στην ΕΕ.
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών προσπάθησε ή να συντρίψει ή να «ξεβρακώσει» τους Έλληνες «αντάρτες» για να δημιουργήσει ένα παράδειγμα προς αποφυγή και κατ' αυτό τον τρόπο να εξουδετερώσει το κύμα αμφισβήτησης που ήδη εκδηλώνεται και σε άλλες χώρες-μέλη. Η αποτυχία του ισοδυναμεί με ρηγμάτωση της «γερμανικής Ευρώπης» κι αυτό θα φανεί πολύ καθαρά το επόμενο διάστημα.
Πυθαγόρας Σάμιος
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια