Γράφει ο Χρήστος Γιανναράς
|
Την επομένη η σπουδαιότητα θα αποδοθεί σε κανιβαλικά «επεισόδια» ποδοσφαιρικού αγώνα. Τη μεθεπομένη, σε καινούργια φορολογικά μέτρα. Μετά, σε κάποια διαμάχη κομματικών κρετίνων. Και πάει λέγοντας.
Σε αυτή τη σχετικοποίηση του σπουδαίου είναι φυσικό να εθίζεται, με το πέρασμα των χρόνων και των δεκαετιών, ο τηλεθεατής πολίτης – και ο πιο καλλιεργημένος, ο οξυνούστερος. Συνειδητοποιεί ότι κριτήριο για τη διαβάθμιση της σπουδαιότητας είναι, απλώς, η σπουδαιοφάνεια, δηλαδή ο εντυπωσιασμός, κανένα άλλο κριτήριο. Ότι η εκζήτηση του εντυπωσιασμού επιβάλλει τη συνεχή αλλαγή των θεματικών προτεραιοτήτων (της «πρώτης είδησης»).
Καταλαβαίνει ο τηλεθεατής πολίτης ότι τον εξαπατούν επιδιώκοντας τον εντυπωσιασμό του, όμως εθίζεται με τα χρόνια στη σχετικοποίηση του σπουδαίου και του ασήμαντου, του ποιοτικού και του ευτελούς, του πραγματικού και του χαλκευμένου. Εσωτερικεύεται ερήμην μας ο σχετικισμός, καταλήγει σε αυτονόητη αποχή από την ενεργό αξιολόγηση των όσων συμβαίνουν, αξιολόγηση με προσωπικά κριτήρια, διαμορφωμένα από την οξύνοια, την πείρα, την εντιμότητα του πολίτη. Με τον εσωτερικευμένο σχετικισμό τα Δελτία Ειδήσεων προσλαμβάνονται από τον τηλεθεατή όπως και οποιαδήποτε ταινία με φανταστικό σενάριο.
Στη λογική του προκάτ εντυπωσιασμού (αποδεδειγμένα ακαταγώνιστη) έχει υποταχθεί και ο προφορικός λόγος τόσο των πολιτικών όσο και των δημοσιογράφων. Έχουν και τα δυο αυτά επαγγέλματα μεταποιηθεί σε κυνήγι εντυπωσιασμού των πελατών τους. Και ο εντυπωσιασμός κατορθώνεται ευκολότερα και αποτελεσματικότερα, όταν οι διανοητικές ικανότητες των πελατών είναι μειωμένες. Με αυτή την πιστοποίηση μπορεί να ερμηνεύσει κανείς την εμμονή του πολιτικού συστήματος, τις προγραμματικές του προσπάθειες, για την εξηλιθίωση των ψηφοφόρων: Ποδοσφαιρολαγνεία, κρατικός τζόγος, κρετινικό επίπεδο των ιδιωτικών (συντηρούμενων από τα κόμματα) καναλιών, σχεδιασμένη και μεθοδική υποβάθμιση του σχολείου.
Στις αρχές του μήνα γιορτάστηκαν τα 40 χρόνια από την ίδρυση του ΠΑΣΟΚ και λίγες μέρες μετά η έναρξη (με τα συνήθη «δρώμενα») της Διεθνούς Εκθεσης στη Θεσσαλονίκη. Υστερα από τόσες μέρες και αφού λειτούργησαν αμφότερες οι ατραξιόν ως «πρώτη είδηση», μπορούν νηφάλια να προβληματίσουν όσους πολίτες επιμένουν ακόμα στην ορθολογική κριτική εγρήγορση, δηλαδή στον αυτοσεβασμό, στην αξιοπρέπεια.
Ο πρώτος εορτασμός εορτάσθηκε «δίχως», προκειμένου να εκτεθούν σε δημόσια θέα οι δύο σημερινές «συνιστώσες» του «κινήματος». Επρόκειτο για ιδιωτικό εορτασμό (με κρατικά έξοδα) – η ελληνική κοινωνία θα συμμετείχε ενθέρμως αν ο εορτασμός την αφορούσε. Αν, λ.χ., κέντρο του εορτασμού ήταν μια σοβαρή, εμπεριστατωμένη διερεύνηση των αιτίων που οδήγησαν αυτό το κάποτε «κίνημα» από το ποσοστό του 48% της λαϊκής προτίμησης στο 8% των πρόσφατων εκλογών (και στο 3,6% των δημοσκοπήσεων).
Θα γιόρταζε την επέτειο του ΠΑΣΟΚ η ελληνική κοινωνία, αν ο αυτοσεβασμός και η αξιοπρέπεια των στελεχών του «κινήματος» επέβαλαν τη δημιουργική και γόνιμη δημόσια αυτοκριτική. Δηλαδή, την απάντηση στο ερώτημα: Τι ακριβώς γιορτάζουμε με θριαμβικές καυχησιολογίες, όταν ο δεύτερος τη τάξει στο κόμμα μας μετά τον ιδρυτή, αναπληρωτής πρωθυπουργός και παρά τρίχα διάδοχος, βρίσκεται σήμερα στη φυλακή με ποινή είκοσι χρόνια; Ποια ευθύνη έχουμε όλοι εμείς που διαχειριζόμασταν τη λειτουργία και τον έλεγχο του κόμματος, εμείς οι «σύντροφοι» του φυλακισμένου, οι φίλοι του, οι «κολλητοί» του, πώς δεν αντιληφθήκαμε ότι αυτός, ο «δικός μας», λήστευε το κοινωνικό χρήμα με θρασύτητα και ανεντιμότητα ασύγκριτα προκλητικότερη του Παλαιοκώστα; Πώς ο σημερινός αρχηγός μας και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης «παρέλαβε» το λεηλατημένο υπουργείο από τον αυτουργό της λωποδυσίας και δεν έχει ακόμα κληθεί να λογοδοτήσει για ασύγγνωστη αμέλεια ή συγκάλυψη εγκληματία;
Με αναπάντητα τέτοιου είδους ερωτήματα ο εορτασμός 40 χρόνων του ΠΑΣΟΚ ήταν εμπαιγμός της ελληνικής κοινωνίας – θα πρέπει να πυροδότησε θυμό άμετρο και οργή του απελπισμένου (κυριολεκτικά) λαού. Θα μακροθυμούσε ο λαός αν μάθαινε ότι όλες αυτές τις χιλιοφθαρμένες φιγούρες, που συνάχθηκαν να γιορτάσουν τα 40 χρόνια της κραιπάλης τους, τις είχε επισκεφθεί το ΣΔΟΕ, για να ελέγξει το απλούστερο: Με ποια περιουσιακά στοιχεία πρωτομπήκαν στην πολιτική και ποια περιουσία κατέχουν σήμερα. Μόνον αυτό.
Τα εγκαίνια της ΔΕΘ ήταν μία δεύτερη αφορμή θλίψης, ντροπής και απελπισμού. Αραγε πόσους και ποιους πολίτες πιστεύει ότι πείθει ο κ. Σαμαράς με τους διθυράμβους για τις «επιτυχίες» του στην οικονομία, τη χονδροειδέστατη περιαυτολογία του, τις διαβεβαιώσεις του ότι όλα τα δεινά της χρεοκοπίας τέλειωσαν, η ομαλότητα έχει επανέλθει (αν και κανείς δεν την πιστοποιεί), όλα τα νούμερα προσεπικυρώνουν την ιδιοφυή πολιτική του. Εφτασε να πει ότι δίνοντας «γην και ύδωρ», ξεπουλώντας λιμάνια, αεροδρόμια, οδικό δίκτυο, γινόμαστε «ανεξάρτητοι»! Μας εμπαίζει άραγε συνειδητά ή τον έπεισε ο προκάτοχός του ότι μόνο η ολιγόνοια κερδίζει οπαδούς, έτοιμους να χειροκροτήσουν κάθε ηλιθιότητα και κάθε κακούργημα;
Και το δεύτερο μαζοχιστικότατο «αυτογκόλ» του κ. Σαμαρά ήταν το απροκάλυπτο (δίχως στοιχειώδη σύνεση αυτοσυγκράτησης) μένος του για τον ΣΥΡΙΖΑ, ο κατάδηλος πανικός του. Είναι αυτογκόλ, γιατί προσφέρει κανάλι εκτόνωσης της λαϊκής οργής, υποδείχνει στους ψηφοφόρους τι να ψηφίσουν για να εκδικηθούν την απάτη του γαλάζιου και του πράσινου ΠΑΣΟΚ. Δεν καταλαβαίνει ο κ. Σαμαράς ότι ο ίδιος, με τη δαιμονοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, εκτίναξε αυτό το κόμμα από το 4,13% στο 26,89% – ψηφίζοντας ΣΥΡΙΖΑ η ελλαδική κοινωνία εκδικήθηκε τους αυτουργούς της χρεοκοπίας και καταστροφής της χώρας, δεν συντάχθηκε με το ιδεολογικό κομφούζιο και τον προπετή λαϊκισμό. Η ίδια εκδικητική τυφλότητα των απελπισμένων ανάδειξε και τον νεοναζιστικό υπόκοσμο τρίτο στη Βουλή κόμμα.
Οι κάποτε Ελληνες βεβαίωναν ότι χωρίς «αιδώ και δίκην», αίσθηση ντροπής και απονομή δικαιοσύνης, δεν συγκροτείται «πόλις», πολιτεία, σώμα κοινωνίας σχέσεων.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
0 Σχόλια