Τα κεντρικά του «Αρχηγείου Κυβερνητικών Επικοινωνιών», ή GCHQ, στο Τσέλτναμ της Βρετανίας (Φωτογραφία: ΑΠΕ )
Πάροχοι διαδικτυακών υπηρεσιών από έξι
χώρες προσέφυγαν στο αρμόδιο βρετανικό δικαστήριο κατηγορώντας τη
μυστική υπηρεσία GCHQ και το Φόρεϊν Όφις ότι χρησιμοποιούν «κακόβουλο
λογισμικό» για να εισβάλλουν στα δίκτυά τους.
Όπως σχολιάζει ο Guardian την Τετάρτη, η καταγγελία έρχεται να προστεθεί στις διεθνείς πιέσεις που δέχεται το Λονδίνο έπειτα από τις αποκαλύψεις του Έντουαρντ Σνόουντεν για μαζική παρακολούθηση του Διαδικτύου από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία.
Επτά ISP από έξι χώρες -Βρετανία, Ολλανδία, ΗΠΑ, Νότιος Κορέα, Γερμανία και Ζιμπάμπουε- κατατέθηκε στο Δικαστήριο Ερευνητικών Εξουσιών του Λονδίνου (IPT), αρμόδιο για καταγγελίες που αφορούν ενδεχόμενες καταχρηστικές παρακολουθήσεις.
Δεν είναι εξάλλου η πρώτη φορά που το σκάνδαλο του πληροφοριοδότη Σνόουντεν φτάνει στο IPT -στο δικαστήριο εκκρεμούν διάφορες σχετικές καταγγελίες και εντός του Ιουλίου αναμένεται να εξεταστεί μια προσφυγή οργανώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα για παρακολουθήσεις της GCHQ σε κοινωνικά δίκτυα.
Η νέα προσφυγή βασίζεται σε ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκαν φέτος στο γερμανικό περιοδικό Der Spiegel, το οποίο ανέφερε μεταξύ άλλων ότι η GHCQ («Αρχηγείο Κυβερνητικών Επικοινωνιών») εξαπέλυσε κυβερνοεπίθεση, με την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Σοσιαλιστής», κατά της βελγικής εταιρείας επικοινωνιών Belgacom. Σύμφωνα με την καταγγελία η GCHQ μόλυνε με «κακόβουλο λογισμικό» τους υπολογιστές συγκεκριμένων υπαλλήλων της εταιρείας για να αποκτήσει πρόσβαση στο δίκτυο.
Φέρεται επίσης να αξιοποίησε τη λεγόμενη τεχνική του «ενδιάμεσου», κατά την οποία η GCHQ ουσιαστικά μεσολαβούσε στην επικοινωνία δύο πλευρών οι οποίες νόμιζαν ότι μιλούν μεταξύ τους μέσω κρυπτογραφημένης σύνδεσης.
Οι ISP που υπογράφουν την προσφυγή είναι η βρετανική GreenNet, οι αμερικανικές Riseup Networks και May First/People Link, η Mango Email Service στη Ζιμπάμπουε, η νοτιοκορεατική Jinbonet, η ολλανδική Greenhost και η γερμανική Computer Club.
Στο πλευρό τους τάχθηκε η οργάνωση Privacy International, η οποία είχε υποβάλλει ανάλογες καταγγελίες.
Οι πάροχοι υποστηρίζουν ότι, παρόλο που δεν κατονομάζονται ευθέως στα έγγραφα του Σνόουντεν, έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν ότι είναι στόχοι κυβερνοεπιθέσεων που παραβιάζουν τη βρετανική νομοθεσία και την ευρωπαϊκή σύμβαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Από την πλευρά της, η βρετανική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι στόχοι των παρακολουθήσεων βρίσκονταν στο εξωτερικό και επομένως δεν καλύπτονται από τα μέτρα προστασίας που ισχύουν για τους Βρετανούς.
Όπως σχολιάζει ο Guardian την Τετάρτη, η καταγγελία έρχεται να προστεθεί στις διεθνείς πιέσεις που δέχεται το Λονδίνο έπειτα από τις αποκαλύψεις του Έντουαρντ Σνόουντεν για μαζική παρακολούθηση του Διαδικτύου από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία.
Επτά ISP από έξι χώρες -Βρετανία, Ολλανδία, ΗΠΑ, Νότιος Κορέα, Γερμανία και Ζιμπάμπουε- κατατέθηκε στο Δικαστήριο Ερευνητικών Εξουσιών του Λονδίνου (IPT), αρμόδιο για καταγγελίες που αφορούν ενδεχόμενες καταχρηστικές παρακολουθήσεις.
Δεν είναι εξάλλου η πρώτη φορά που το σκάνδαλο του πληροφοριοδότη Σνόουντεν φτάνει στο IPT -στο δικαστήριο εκκρεμούν διάφορες σχετικές καταγγελίες και εντός του Ιουλίου αναμένεται να εξεταστεί μια προσφυγή οργανώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα για παρακολουθήσεις της GCHQ σε κοινωνικά δίκτυα.
Η νέα προσφυγή βασίζεται σε ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκαν φέτος στο γερμανικό περιοδικό Der Spiegel, το οποίο ανέφερε μεταξύ άλλων ότι η GHCQ («Αρχηγείο Κυβερνητικών Επικοινωνιών») εξαπέλυσε κυβερνοεπίθεση, με την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Σοσιαλιστής», κατά της βελγικής εταιρείας επικοινωνιών Belgacom. Σύμφωνα με την καταγγελία η GCHQ μόλυνε με «κακόβουλο λογισμικό» τους υπολογιστές συγκεκριμένων υπαλλήλων της εταιρείας για να αποκτήσει πρόσβαση στο δίκτυο.
Φέρεται επίσης να αξιοποίησε τη λεγόμενη τεχνική του «ενδιάμεσου», κατά την οποία η GCHQ ουσιαστικά μεσολαβούσε στην επικοινωνία δύο πλευρών οι οποίες νόμιζαν ότι μιλούν μεταξύ τους μέσω κρυπτογραφημένης σύνδεσης.
Οι ISP που υπογράφουν την προσφυγή είναι η βρετανική GreenNet, οι αμερικανικές Riseup Networks και May First/People Link, η Mango Email Service στη Ζιμπάμπουε, η νοτιοκορεατική Jinbonet, η ολλανδική Greenhost και η γερμανική Computer Club.
Στο πλευρό τους τάχθηκε η οργάνωση Privacy International, η οποία είχε υποβάλλει ανάλογες καταγγελίες.
Οι πάροχοι υποστηρίζουν ότι, παρόλο που δεν κατονομάζονται ευθέως στα έγγραφα του Σνόουντεν, έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν ότι είναι στόχοι κυβερνοεπιθέσεων που παραβιάζουν τη βρετανική νομοθεσία και την ευρωπαϊκή σύμβαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Από την πλευρά της, η βρετανική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι στόχοι των παρακολουθήσεων βρίσκονταν στο εξωτερικό και επομένως δεν καλύπτονται από τα μέτρα προστασίας που ισχύουν για τους Βρετανούς.
0 Σχόλια