Έναν βηματοδότη, ο οποίος δεν έχει κανένα μηχανικό ή ηλεκτρονικό μέρος, αλλά είναι καθαρά βιολογικός, αποτελούμενος από τα ίδια τα κύτταρα της καρδιάς, δημιούργησαν για πρώτη φορά ερευνητές στις ΗΠΑ.
Με την εισαγωγή του κατάλληλου γονιδίου στην καρδιά, κατάφεραν να μετατρέψουν κοινά κύτταρα του καρδιακού μυ, σε εξειδικευμένα καρδιακά κύτταρα που κρατούν τον ρυθμό της καρδιάς.
Το επίτευγμα ανοίγει το δρόμο για να εξαλειφθεί πλήρως στο μέλλον η ανάγκη των παραδοσιακών μεταλλικών βηματοδοτών, οι οποίοι σήμερα τοποθετούνται με χειρουργική επέμβαση.
Οι βηματοδότες αντιμετωπίζουν κατά καιρούς διάφορα προβλήματα, όπως η ξαφνική διακοπή της λειτουργίας τους ή η δυνητικά θανατηφόρα μόλυνση από την εμφυτευμένη συσκευή, οπότε ο βηματοδότης πρέπει να αφαιρεθεί προσωρινά, κάτι που συμβαίνει στο 2% των ασθενών.
Προς το παρόν πάντως, η έρευνα έγινε σε πειραματόζωα (χοίρους) και θα χρειαστεί χρόνος, εωσότου κάτι ανάλογο γίνει με ασφάλεια σε ανθρώπους.
Οι καρδιολόγοι του Ινστιτούτου Cedars-Sinai του Λος Άντζελες, με επικεφαλής τον διευθυντή Εδουάρδο Μαρμπάν, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «Science Translational Medicine», δήλωσαν ότι, μετά από πολυετείς προσπάθειες, κατάφεραν τελικά να αναπρογραμματίσουν γενετικά τα κύτταρα της καρδιάς ενός ζώου, έτσι ώστε να θεραπευτεί με καθαρά βιολογικό τρόπο η αρρυθμία του.
Δεν χρειάστηκε κάποια εξωτερική επέμβαση, πέρα από την εισαγωγή - με «όχημα» έναν αβλαβή ιό - ενός γονιδίου (του ΤΒΧ18), το οποίο ενεργοποιεί μία πρωτεΐνη, η οποία αναπρογραμματίζει τη λειτουργία των καρδιακών κυττάρων.
Σε τρία περίπου χρόνια αναμένεται να ξεκινήσουν κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους με καρδιακή αρρυθμία και, αν όλα πάνε καλά από άποψη ασφάλειας και αποτελεσματικότητας, κάποια μέρα αυτά τα κύτταρα - βηματοδότες εκτιμάται ότι θα βοηθήσουν και τα νεογνά που γεννιούνται με καρδιολογικά προβλήματα.
Όπως έδειξαν τα πειράματα, ήδη από τη δεύτερη ημέρα μετά την εισαγωγή του γονιδίου κυτταρικού αναπρογραμματισμού στην καρδιά των χοίρων, τα πειραματόζωα είχαν πολύ πιο γρήγορους και φυσιολογικούς παλμούς καρδιάς, σε σχέση με όσα δεν είχαν κάνει την ίδια θεραπεία.
Ένας βηματοδότης διαρκεί κατά μέσο όρο επτά χρόνια και δουλεύει στέλνοντας ηλεκτρικούς παλμούς στην καρδιά, αν αυτή χτυπά πολύ αργά ή άρρυθμα.
Μία υγιής καρδιά, που δεν χρειάζεται βηματοδότη, εξαρτάται για την ομαλή λειτουργία της από μια ομάδα λίγων χιλιάδων κυττάρων, που βρίσκονται σε μια μικροσκοπική περιοχή της καρδιάς, τον φλεβόκομβο.
Αυτός λειτουργεί ως μετρονόμος διατηρώντας τους χτύπους της καρδιάς σε ένα σχετικά ομαλό ρυθμό και όταν για κάποιο λόγο, αυτό το σύστημα δεν λειτουργεί σωστά, τότε οι άνθρωποι πάσχουν από αρρυθμίες, δυνητικά επικίνδυνες.
Πηγή: ΑΜΠΕ
0 Σχόλια