Το πρωτοφανές περιστατικό της έκθεσης
δεκάδων ερευνητών σε θανατηφόρα βακτήρια άνθρακα ήρθε ως αποτέλεσμα
παραβίασης πρωτοκόλλων ασφαλείας σε ένα μεγάλο κυβερνητικό εργαστήριο
της Ατλάντα: οι υπεύθυνοι δεν ακολούθησαν σωστά τη διαδικασία για τη
θανάτωση των δειγμάτων, αναφέρει το πρακτορείο Reuters.
Έως και 85 εργαζόμενοι σε εργαστήρια που μελετούν τον άνθρακα ενδέχεται να εκτέθηκαν σε βακτήρια τα οποία υποτίθεται ότι είχαν θανατωθεί αλλά στην πραγματικότητα παρέμεναν ενεργά.
Τα δείγματα είχαν προετοιμαστεί σε εργαστήριο Βιασφάλειας Επιπέδου 3 -το ανώτατο επίπεδο- των Κέντρων Ελέγχου Ασθενειών (CDC) στην Ατλάντα.
Κανείς δεν εμφάνισε συμπτώματα λοίμωξης, όλοι όμως εμβολιάστηκαν κατά του άνθρακα και ακολουθούν προληπτική αγωγή με ισχυρό αντιβιοτικό.
Σύμφωνα με τις πηγές του Reuters, οι εργαζόμενοι του CDC που ετοίμασαν τα δείγματα χρησιμοποίησαν μια σχετικά νέα μέθοδο για την εξουδετέρωσή τους η οποία βασίζεται σε χημικούς παράγοντες αντί για ακτινοβολία.
Το πρωτόκολλο προέβλεπε ότι μετά τη χρήση των χημικών τα βακτήρια έπρεπε να αφεθούν μέσα σε έναν επωαστήρα για τουλάχιστον 48 ώρες για να εμφανιστούν τυχόν ίχνη ζωής. Στο επίμαχο περιστατικό, όμως, η αναμονή περιορίστηκε στις 24 ώρες.
«Δεν είδαν σημεία ανάπτυξης [των βακτηρίων] και υπέθεσαν ότι τα δείγματα ήταν ασφαλή» είπε ο Πολ Μίτσαν, υπεύθυνος συμμόρφωσης των CDC με τους κανονισμούς ασφάλειας υγείας και περιβάλλοντος.
Μια εβδομάδα αργότερα, οι τεχνικοί του CDC παρατήρησαν ανάπτυξη σε δείγματα που είχαν παραμείνει στον επωαστήρα, οπότε ενημέρωσαν τα συνεργαζόμενα εργαστήρια. Τα εργαστήρια αυτά αναπτύσσουν μεθόδους ανίχνευσης των σπορίων του άνθρακα, όπως αυτά που είχαν σταλεί μέσω των αμερικανικών ταχυδρομείων το 2001 και σκότωσαν πέντε άτομα, όμως δεν διαθέτουν τα μέσα βιοασφάλειας για να χειρίζονται ζωντανά βακτήρια.
To λάθος στα εργαστήρια των CDC πρέπει να έγινε από τουλάχιστον δύο άτομα, καθώς οι κανονισμοί ασφάλειας προβλέπει για τα ζωντανά παθογόνα ότι όταν ένας ερευνητής εργάζεται στα δείγματα ένας δεύτερος πρέπει να παρακολουθεί και να βεβαιώνεται ότι τηρούνται τα πρωτόκολλα.
Για το περιστατικό βρίσκονται σε εξέλιξη δύο έρευνες, μία των CDC και μία του υπουργείο Γεωργίας.
Έως και 85 εργαζόμενοι σε εργαστήρια που μελετούν τον άνθρακα ενδέχεται να εκτέθηκαν σε βακτήρια τα οποία υποτίθεται ότι είχαν θανατωθεί αλλά στην πραγματικότητα παρέμεναν ενεργά.
Τα δείγματα είχαν προετοιμαστεί σε εργαστήριο Βιασφάλειας Επιπέδου 3 -το ανώτατο επίπεδο- των Κέντρων Ελέγχου Ασθενειών (CDC) στην Ατλάντα.
Κανείς δεν εμφάνισε συμπτώματα λοίμωξης, όλοι όμως εμβολιάστηκαν κατά του άνθρακα και ακολουθούν προληπτική αγωγή με ισχυρό αντιβιοτικό.
Σύμφωνα με τις πηγές του Reuters, οι εργαζόμενοι του CDC που ετοίμασαν τα δείγματα χρησιμοποίησαν μια σχετικά νέα μέθοδο για την εξουδετέρωσή τους η οποία βασίζεται σε χημικούς παράγοντες αντί για ακτινοβολία.
Το πρωτόκολλο προέβλεπε ότι μετά τη χρήση των χημικών τα βακτήρια έπρεπε να αφεθούν μέσα σε έναν επωαστήρα για τουλάχιστον 48 ώρες για να εμφανιστούν τυχόν ίχνη ζωής. Στο επίμαχο περιστατικό, όμως, η αναμονή περιορίστηκε στις 24 ώρες.
«Δεν είδαν σημεία ανάπτυξης [των βακτηρίων] και υπέθεσαν ότι τα δείγματα ήταν ασφαλή» είπε ο Πολ Μίτσαν, υπεύθυνος συμμόρφωσης των CDC με τους κανονισμούς ασφάλειας υγείας και περιβάλλοντος.
Μια εβδομάδα αργότερα, οι τεχνικοί του CDC παρατήρησαν ανάπτυξη σε δείγματα που είχαν παραμείνει στον επωαστήρα, οπότε ενημέρωσαν τα συνεργαζόμενα εργαστήρια. Τα εργαστήρια αυτά αναπτύσσουν μεθόδους ανίχνευσης των σπορίων του άνθρακα, όπως αυτά που είχαν σταλεί μέσω των αμερικανικών ταχυδρομείων το 2001 και σκότωσαν πέντε άτομα, όμως δεν διαθέτουν τα μέσα βιοασφάλειας για να χειρίζονται ζωντανά βακτήρια.
To λάθος στα εργαστήρια των CDC πρέπει να έγινε από τουλάχιστον δύο άτομα, καθώς οι κανονισμοί ασφάλειας προβλέπει για τα ζωντανά παθογόνα ότι όταν ένας ερευνητής εργάζεται στα δείγματα ένας δεύτερος πρέπει να παρακολουθεί και να βεβαιώνεται ότι τηρούνται τα πρωτόκολλα.
Για το περιστατικό βρίσκονται σε εξέλιξη δύο έρευνες, μία των CDC και μία του υπουργείο Γεωργίας.
0 Σχόλια