Η Άγκυρα πιστεύει ότι η σημερινή συγκυρία είναι γι αυτήν ένα παράθυρο ευκαιρίας για να προωθήσει τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο και να δημιουργήσει δυναμικά τετελεσμένο γεγονός;
Γράφει ο Περικλής Νεάρχου
Πρέσβυς ε.τ.
Αυτό το ερώτημα θέτουν οι προκλήσεις των τελευταίων ημερών, που υπερβαίνουν κάθε προηγούμενο και αμφισβητούν ευθέως την Ελληνική Εθνική κυριαρχία στο Αιγαίο.
Τι είναι αυτό που συνιστά, κατά την τουρκική άποψη, παράθυρο ευκαιρίας για την Άγκυρα;
Κατά πρώτο λόγο, η σημερινή παρατεταμένη και δομική οικονομική κρίση, που αποδυναμώνει την Ελλάδα και θέτει υπό ξένη επιτήρηση την πολιτική της χώρας σε όλους τους τομείς, περιλαμβανομένου και του αμυντικού τομέα.
Κατά δεύτερο λόγο, η προοπτική καθορισμού από την Ευρωπαϊκή Ένωση θαλασσίων ζωνών στη Μεσόγειο και αναλήψεως εκ μέρους της Ελλάδας πρωτοβουλιών για την οριοθέτηση της Ελληνικής ΑΟΖ, ιδίως σε σχέση με την Αίγυπτο.
Κατά τρίτο λόγο, η συγκυρία της κρίσεως στην Ουκρανία. Η Άγκυρα γνωρίζει ότι κάθε φορά που ανεβαίνει η ένταση μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, η στρατηγική σημασία της Τουρκίας ενισχύεται αντιστοίχως στα μάτια των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Η ένταση καθιστά επίσης πιο δύσκολο ένα ενδεχόμενο άνοιγμα της Ελλάδας προς τη Ρωσία και με την έννοια αυτή απομονώνει διπλωματικά την Ελλάδα. Σε μία τέτοια περίπτωση, η Ελλάδα μπορεί μόνο να προστρέξει στην Αμερικανική διαμεσολάβηση.
Ποια είναι όμως η θέση της Αμερικανικής πλευράς απέναντι στις τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο;
Το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς είναι μία πολιτική «ίσων» αποστάσεων, που μεταφράζεται σε παραινέσεις για συνομιλίες για την εξεύρεση αμοιβαίως αποδεκτής «λύσεως». Η τουρκική πλευρά επιδιώκει να σύρει, από θέση ισχύος, την Ελληνική πλευρά σε διαπραγματεύσεις, εκτός του πλαισίου της Διεθνούς Συμβάσεως Θαλασσίου Δικαίου.
Υπάρχει, όμως, και ένα άλλο θέμα, που συνδέεται με τη σημερινή συγκυρία. Είναι η επιδιωκόμενη, μερική έστω, απεξάρτηση της Ευρώπης από τις ρωσικές ενεργειακές εξαγωγές. Για την πραγμάτωση της εναλλακτικής αυτής πολιτικής αναγνωρίζονται ως πολύ ιδιαίτερης σημασίας τα ενεργειακά αποθέματα της Κύπρου, της Ελλάδας και του Ισραήλ και γενικότερα της Ανατολικής Μεσογείου.
Ποιο είναι όμως το δυσάρεστο και ανησυχητικό στην κατά τα άλλα πολύ μεγάλη και στρατηγικής σημασίας για την Ελλάδα και την Κύπρο προοπτική αυτή;
Είναι το γεγονός ότι οι αμερικανική πολιτική θέλει την απεξάρτηση από την ρωσική ενέργεια και της Τουρκίας και την συμμετοχή της γ αυτό στην αξιοποίηση των υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου. Το τι σημαίνει αυτό είναι προφανές από την ακολουθούμενη αμερικανική πολιτική στο Κυπριακό. Η τελευταία έχει θέσει ως στόχο, σε στενή συνεργασία με τους Βρετανούς, να προωθήσει «λύση» στο Κυπριακό πριν από την έναρξη της εκμετάλλευσης του φυσικού αερίου, που θα ενίσχυε καταλυτικά την θέση της Κύπρου. Επιχειρείται με τον τρόπο αυτό, το φυσικό αέριο να μετατραπεί από στρατηγικό πλεονέκτημα σε μοχλό εκβιασμού της Κύπρου για την αποδοχή λεόντειας «λύσεως» υπέρ της τουρκικής πλευράς.
Το 2003 και 2004 έγινε προσπάθεια, με την ενεργό σύμπραξη της θλιβερής κυβερνήσεως Σημίτη, να γίνει πακέτο η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η «λύση» του Κυπριακού με βάση το περιβόητο Σχέδιο Ανάν.
Τώρα, επιχειρείται κάτι ανάλογο. Προβάλλεται η «λύση» του Κυπριακού ως δήθεν προϋπόθεση και προαπαιτούμενο για την εκμετάλλευση του φυσικού αερίου και την έξοδο από την οικονομική κρίση, στην οποία έριξαν την Κύπρο η εγχώρια μυωπία και ανεπάρκεια και η εξωτερική δολιότητα.
Στο ανοσιούργημα αυτό συμπράττει σήμερα και η μνημονιακή κυβέρνηση των Αθηνών, αλλά αυτή τη φορά και ο ίδιος ο Πρόεδρος της Κύπρου, Νίκος Αναστασιάδης, συνεπικουρούμενος από τον υποτιθέμενο ιδεολογικό αντίπαλο του κόμματός του, το ΑΚΕΛ.
Η Προεδρία του τελευταίου, με τον πρώην Γ. Γραμματέα του Δημήτρη Χριστόφια, έγινε πρόδρομος και εφαλτήριο της σημερινής πολιτικής και κατέστησε εκλέξιμο τον σημερινό πρόεδρο, που είχε απαξιωθεί πολιτικά από τη στήριξή του στο Σχέδιο Ανάν.
Στο ίδιο πνεύμα, η αμερικανική πολιτική συστήνει προσέγγιση με την Τουρκία και «συνεκμετάλλευση» στο Αιγαίο. Προτάσσει ως υπέρτερο στόχο τη συνοχή του ΝΑΤΟ και την προώθηση της Ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, γιατί υποτίθεται ότι η πολιτική αυτή είναι αντίβαρο προς τις Ισλαμιστικές τάσεις της Τουρκίας που έχουν ενισχυθεί με το καθεστώς Ερντογάν και προς τις τάσεις του τελευταίου να προωθήσει ανεξάρτητες τουρκικές πολιτικές.
Παρατηρείται έτσι το παράδοξο ενώ η σημερινή συγκυρία να αναβαθμίζει τον γεωστρατηγικό ρόλο της Ελλάδας και της Κύπρου, οι τελευταίες να πιέζονται να δώσουν προκαταβολικά «ανταλλάγματα» στην Άγκυρα. Η τελευταία εγγράφει στο πλαίσιο αυτό τις διεκδικήσεις της και επιδίδεται σε πιέσεις και προκλήσεις για την αποτροπή ενδεχόμενων πρωτοβουλιών προς άλλη κατεύθυνση και προς εκφοβισμό και υποχώρηση της Ελληνικής πλευράς.
Η συνάντηση του Έλληνα υπουργού Αμύνης, Δημήτρη Αβραβόπουλου, με τον ομόλογό του Ισμέτ Γιλμάζ στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, ήταν, όπως ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί, αρκετά θυελλώδης, μετά τη συνέχιση των τουρκικών προκλήσεων. Ανακοινώνεται όμως ότι παρά τις τουρκικές προκλήσεις, ο Έλληνας υπουργός Αμύνης θα πάει στην Άγκυρα! Συνεχίζεται δηλαδή η ίδια πολιτική «φιλίας» και κατευνασμού, όταν η Άγκυρα υπερβαίνει κάθε όριο αμφισβητήσεως της Ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο.
Οι προτεραιότητες του Ελληνικού υπουργείου Αμύνης και της Ελληνικής πολιτικής θα έπρεπε να είναι άλλες: Η ενίσχυση της Ελληνικής Άμυνας στο Αιγαίο και η ανάληψη διπλωματικών πρωτοβουλιών προς αυτή την κατεύθυνση, που θα έστελναν μηνύματα όχι μόνο προς την Άγκυρα, αλλά και προς την Ουάσινγκτον.
Γιατί η Ελλάδα να πρωτοστατεί για την ένταξη στο ΝΑΤΟ της Γεωργίας και της Μολδαβίας, σε μία συγκυρία που δεν έχει κανένα συμφέρον να αποξενωθεί από τον ρωσικό παράγοντα;
Οι πολιτικοί ιθύνοντες δεν αντιλαμβάνονται ότι η ακύρωση του ρωσικού παράγοντα αφήνει την Ελλάδα όμηρο στους τουρκικούς εκβιασμούς και στην ύποπτη αμερικανική επιδιαιτησία;
Γιατί η Ελλάδα να δέσει προκαταβολικά τα χέρια της και να παραδοθεί στην αμερικανική επιδιαιτησία ή να βρεθεί ακάλυπτη σε θέση αδυναμίας μπροστά σε τουρκικούς εκβιασμούς;
Πηγή εφημ. «Το Παρόν»
Ας Μιλήσουμε Επιτέλους
Γράφει ο Περικλής Νεάρχου
Πρέσβυς ε.τ.
Αυτό το ερώτημα θέτουν οι προκλήσεις των τελευταίων ημερών, που υπερβαίνουν κάθε προηγούμενο και αμφισβητούν ευθέως την Ελληνική Εθνική κυριαρχία στο Αιγαίο.
Τι είναι αυτό που συνιστά, κατά την τουρκική άποψη, παράθυρο ευκαιρίας για την Άγκυρα;
Κατά πρώτο λόγο, η σημερινή παρατεταμένη και δομική οικονομική κρίση, που αποδυναμώνει την Ελλάδα και θέτει υπό ξένη επιτήρηση την πολιτική της χώρας σε όλους τους τομείς, περιλαμβανομένου και του αμυντικού τομέα.
Κατά δεύτερο λόγο, η προοπτική καθορισμού από την Ευρωπαϊκή Ένωση θαλασσίων ζωνών στη Μεσόγειο και αναλήψεως εκ μέρους της Ελλάδας πρωτοβουλιών για την οριοθέτηση της Ελληνικής ΑΟΖ, ιδίως σε σχέση με την Αίγυπτο.
Κατά τρίτο λόγο, η συγκυρία της κρίσεως στην Ουκρανία. Η Άγκυρα γνωρίζει ότι κάθε φορά που ανεβαίνει η ένταση μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, η στρατηγική σημασία της Τουρκίας ενισχύεται αντιστοίχως στα μάτια των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Η ένταση καθιστά επίσης πιο δύσκολο ένα ενδεχόμενο άνοιγμα της Ελλάδας προς τη Ρωσία και με την έννοια αυτή απομονώνει διπλωματικά την Ελλάδα. Σε μία τέτοια περίπτωση, η Ελλάδα μπορεί μόνο να προστρέξει στην Αμερικανική διαμεσολάβηση.
Ποια είναι όμως η θέση της Αμερικανικής πλευράς απέναντι στις τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο;
Το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς είναι μία πολιτική «ίσων» αποστάσεων, που μεταφράζεται σε παραινέσεις για συνομιλίες για την εξεύρεση αμοιβαίως αποδεκτής «λύσεως». Η τουρκική πλευρά επιδιώκει να σύρει, από θέση ισχύος, την Ελληνική πλευρά σε διαπραγματεύσεις, εκτός του πλαισίου της Διεθνούς Συμβάσεως Θαλασσίου Δικαίου.
Υπάρχει, όμως, και ένα άλλο θέμα, που συνδέεται με τη σημερινή συγκυρία. Είναι η επιδιωκόμενη, μερική έστω, απεξάρτηση της Ευρώπης από τις ρωσικές ενεργειακές εξαγωγές. Για την πραγμάτωση της εναλλακτικής αυτής πολιτικής αναγνωρίζονται ως πολύ ιδιαίτερης σημασίας τα ενεργειακά αποθέματα της Κύπρου, της Ελλάδας και του Ισραήλ και γενικότερα της Ανατολικής Μεσογείου.
Ποιο είναι όμως το δυσάρεστο και ανησυχητικό στην κατά τα άλλα πολύ μεγάλη και στρατηγικής σημασίας για την Ελλάδα και την Κύπρο προοπτική αυτή;
Είναι το γεγονός ότι οι αμερικανική πολιτική θέλει την απεξάρτηση από την ρωσική ενέργεια και της Τουρκίας και την συμμετοχή της γ αυτό στην αξιοποίηση των υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου. Το τι σημαίνει αυτό είναι προφανές από την ακολουθούμενη αμερικανική πολιτική στο Κυπριακό. Η τελευταία έχει θέσει ως στόχο, σε στενή συνεργασία με τους Βρετανούς, να προωθήσει «λύση» στο Κυπριακό πριν από την έναρξη της εκμετάλλευσης του φυσικού αερίου, που θα ενίσχυε καταλυτικά την θέση της Κύπρου. Επιχειρείται με τον τρόπο αυτό, το φυσικό αέριο να μετατραπεί από στρατηγικό πλεονέκτημα σε μοχλό εκβιασμού της Κύπρου για την αποδοχή λεόντειας «λύσεως» υπέρ της τουρκικής πλευράς.
Το 2003 και 2004 έγινε προσπάθεια, με την ενεργό σύμπραξη της θλιβερής κυβερνήσεως Σημίτη, να γίνει πακέτο η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η «λύση» του Κυπριακού με βάση το περιβόητο Σχέδιο Ανάν.
Τώρα, επιχειρείται κάτι ανάλογο. Προβάλλεται η «λύση» του Κυπριακού ως δήθεν προϋπόθεση και προαπαιτούμενο για την εκμετάλλευση του φυσικού αερίου και την έξοδο από την οικονομική κρίση, στην οποία έριξαν την Κύπρο η εγχώρια μυωπία και ανεπάρκεια και η εξωτερική δολιότητα.
Στο ανοσιούργημα αυτό συμπράττει σήμερα και η μνημονιακή κυβέρνηση των Αθηνών, αλλά αυτή τη φορά και ο ίδιος ο Πρόεδρος της Κύπρου, Νίκος Αναστασιάδης, συνεπικουρούμενος από τον υποτιθέμενο ιδεολογικό αντίπαλο του κόμματός του, το ΑΚΕΛ.
Η Προεδρία του τελευταίου, με τον πρώην Γ. Γραμματέα του Δημήτρη Χριστόφια, έγινε πρόδρομος και εφαλτήριο της σημερινής πολιτικής και κατέστησε εκλέξιμο τον σημερινό πρόεδρο, που είχε απαξιωθεί πολιτικά από τη στήριξή του στο Σχέδιο Ανάν.
Στο ίδιο πνεύμα, η αμερικανική πολιτική συστήνει προσέγγιση με την Τουρκία και «συνεκμετάλλευση» στο Αιγαίο. Προτάσσει ως υπέρτερο στόχο τη συνοχή του ΝΑΤΟ και την προώθηση της Ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, γιατί υποτίθεται ότι η πολιτική αυτή είναι αντίβαρο προς τις Ισλαμιστικές τάσεις της Τουρκίας που έχουν ενισχυθεί με το καθεστώς Ερντογάν και προς τις τάσεις του τελευταίου να προωθήσει ανεξάρτητες τουρκικές πολιτικές.
Παρατηρείται έτσι το παράδοξο ενώ η σημερινή συγκυρία να αναβαθμίζει τον γεωστρατηγικό ρόλο της Ελλάδας και της Κύπρου, οι τελευταίες να πιέζονται να δώσουν προκαταβολικά «ανταλλάγματα» στην Άγκυρα. Η τελευταία εγγράφει στο πλαίσιο αυτό τις διεκδικήσεις της και επιδίδεται σε πιέσεις και προκλήσεις για την αποτροπή ενδεχόμενων πρωτοβουλιών προς άλλη κατεύθυνση και προς εκφοβισμό και υποχώρηση της Ελληνικής πλευράς.
Η συνάντηση του Έλληνα υπουργού Αμύνης, Δημήτρη Αβραβόπουλου, με τον ομόλογό του Ισμέτ Γιλμάζ στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, ήταν, όπως ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί, αρκετά θυελλώδης, μετά τη συνέχιση των τουρκικών προκλήσεων. Ανακοινώνεται όμως ότι παρά τις τουρκικές προκλήσεις, ο Έλληνας υπουργός Αμύνης θα πάει στην Άγκυρα! Συνεχίζεται δηλαδή η ίδια πολιτική «φιλίας» και κατευνασμού, όταν η Άγκυρα υπερβαίνει κάθε όριο αμφισβητήσεως της Ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο.
Οι προτεραιότητες του Ελληνικού υπουργείου Αμύνης και της Ελληνικής πολιτικής θα έπρεπε να είναι άλλες: Η ενίσχυση της Ελληνικής Άμυνας στο Αιγαίο και η ανάληψη διπλωματικών πρωτοβουλιών προς αυτή την κατεύθυνση, που θα έστελναν μηνύματα όχι μόνο προς την Άγκυρα, αλλά και προς την Ουάσινγκτον.
Γιατί η Ελλάδα να πρωτοστατεί για την ένταξη στο ΝΑΤΟ της Γεωργίας και της Μολδαβίας, σε μία συγκυρία που δεν έχει κανένα συμφέρον να αποξενωθεί από τον ρωσικό παράγοντα;
Οι πολιτικοί ιθύνοντες δεν αντιλαμβάνονται ότι η ακύρωση του ρωσικού παράγοντα αφήνει την Ελλάδα όμηρο στους τουρκικούς εκβιασμούς και στην ύποπτη αμερικανική επιδιαιτησία;
Γιατί η Ελλάδα να δέσει προκαταβολικά τα χέρια της και να παραδοθεί στην αμερικανική επιδιαιτησία ή να βρεθεί ακάλυπτη σε θέση αδυναμίας μπροστά σε τουρκικούς εκβιασμούς;
Πηγή εφημ. «Το Παρόν»
Ας Μιλήσουμε Επιτέλους
0 Σχόλια