Άνθρωποι μόνοι και αβοήθητοι σε θάλασσα, διάστημα, υπόγεια και δρόμους,
καλούνται να βρουν λύση σε θέματα ζωής και θανάτου. Αλλά και μια
οικογένεια τεράτων στη σύγχρονη Αθήνα
Ζουμπουλάκης Γιάννης
«Όλα χάθηκαν» («All is lost», ΗΠΑ, 2013) του Τζέι Σι Τσάντορ, με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ
Ο παραπλανητικός τίτλος της ταινίας, «Όλα χάθηκαν», βρίσκεται στην απέναντι όχθη της φιλοσοφίας της.
Στην ουσία, το «Όλα χάθηκαν» πρεσβεύει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που λέει. Τίποτε δεν έχει χαθεί αν το τέλος δεν έρθει καταλυτικό και ολοκληρωτικό, αν η ανάσα δεν κοπεί διά παντός. Η μάχη συνεχίζεται μέχρι το τέλος, η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, ο αγώνας για ζωή επιβάλλεται.
Δεν πρόκειται φυσικά για κάποια πρωτότυπη φιλοσοφία, όμως είναι ωραίο που και που να την ξαναθυμόμαστε μέσα από έξυπνες, ιδιαίτερες ταινίες όπως το «Όλα χάθηκαν», αυτό το μοναχικό ταξίδι επιβίωσης ενός ηλικιωμένου ιστιοπλόου, χαμένου στη μέση του ινδικού ωκεανού όπου το σκάφος του, 1700 ναυτικά μίλια έξω από τη Σουμάτρα, έπαθε τεράστια ζημιά από το κτύπημα ενός κοντέινερ πλοίου.
Με υπομονή και σιγουριά σε αυτό που θέλει να πει, το φιλμ παρακολουθεί τον αγώνα αυτού του ανθρώπου να επιζήσει, την άρνησή του να παρατήσει τα όπλα, το πείσμα του να παραμείνει όρθιος απέναντι στις θηριώδεις ιδιοτροπίες του καιρού που τον κτυπούν συνεχώς και ανελέητα.
Συγχρόνως, με πολύ έξυπνο τρόπο, η ταινία επισημαίνει την ασημαντότητα τόσο της γνώσης, όσο και των εργαλείων που την υποστηρίζουν. Ο ανώνυμος αυτός άνθρωπος δεν είναι άοπλος. Εχει χάρτες, ασύρματο και ιδέες που μπορούν να τον βοηθήσουν να αντιμετωπίσει τις κρίσιμες καταστάσεις, όμως όταν έχεις μπροστά σου το θεριό της φύσης θέλεις και τύχη. Σε μια καταπληκτική σκηνή της ταινίας ένα εμπορικό πλοίο περνά δίπλα του και εκείνος είναι εντελώς ανήμπορος να κάνει κάτι γιατί πολύ απλά δεν τον βλέπουν και η φωνή του πνίγεται από τον θόρυβο.
Η σκηνοθετική επιτυχία του Τζέι Σι Τσάντορ είναι ότι πέτυχε την δημιουργία μιας κυριολεκτικά χειροποίητης, γυμνής από εφέ ταινίας, στεγνής από δραματικά «στολίδια», χωρίς off αφήγηση, σχεδόν σαν ντοκιμαντέρ. Είχα εκτιμήσει τον «Ναυαγό» του Ρόμπερτ Ζεμέκις αλλά κι εκείνο ήταν ένα φιλμ που εγκλώβιζε τον θεατή σε συναισθηματικές φάκες. Όχι το «Όλα χάθηκαν».
Και φυσικά, στο «Όλα χάθηκαν» σημασία επίσης έχει ποιος ηθοποιός κρατά το κουπί. Το κρατά γερά ο ηλικιωμένος πια Ρόμπερτ Ρέντφορντ σε μια γενναία, σωματική ερμηνεία, στην οποία δεν θα βρούμε ούτε μια στιγμή ψευτιάς, επιτήδευσης ή ωραιοπάθειας. Είναι μια ερμηνεία για Οσκαρ και πραγματικά, εύχομαι να τον δω στην πεντάδα των υποψηφίων του χρόνου γιατί το αξίζει.
Βαθμολογία: 4
Αίθουσες: ΑΘΗΝΑΙΟΝ CINEPOLIS ΓΛΥΦΑΔΑ – CINERAMA - ODEON ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΣ ΜΑΡΟΥΣΙ – VILLAGE MALL – VILLAGE ΦΑΛΗΡΟ – VILLAGE ΡΕΝΤΗ – ΧΟΛΑΡΓΟΣ – ΑΒΑΝΑ – ΙΝΤΕΑΛ - ΓΑΛΑΞΙΑΣ – ΑΑΒΟΡΑ - ΕΛΛΗΝΙΣ - STER ΙΛΙΟΝ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ STER ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ -
ΚΟΛΟΣΣΑΙΟΝ
Χαμένοι στο διάστημα
«Gravity» (ΗΠΑ, 2013) του Αλφόνσο Κουαρόν, με τους Σάντρα Μπούλοκ, Τζορτζ Κλούνεϊ
Οσο παράδοξο και αν φανεί, στην περισσότερη ώρα διάρκειας αυτής της παράξενης ταινίας, τα πρόσωπα των δυο πρωταγωνιστών, της Σάντρα Μπούλοκ και του Τζορτζ Κλούνεϊ (επίσης συμπαραγωγός), είναι μόλις διακριτά. Οι δυο σταρ υποδύονται τους αστροναύτες που μετά το ατύχημα στον σταθμό τους έχουν μείνει μόνοι (στην κυριολεξία) στο διάστημα όπου προσπαθούν να επιβιώσουν.
Με τα θολά από την ανάσα τζάμια των σκαφάνδρων να καλύπτουν τα πρόσωπά τους, χωμένοι μέσα στις κάτασπρες στολές τους, σαν δυο λευκές κουκίδες στην αχανή γαλαξιακή μαυρίλα, οι δυο ηθοποιοί παίζουν κυρίως με την slow motion κινησιολογία και το χρώμα των φωνών τους. Θα βρεθούν σε κίνδυνο, θα μοιραστούν αστεία (όπως η αμηχανία σε τέτοιες περιπτώσεις υποθέτω ότι «επιβάλλει») αλλά θα θυμηθούν επίσης, όμορφα και άσχημα περιστατικά της ζωής τους.
Διάστημα και αστροναύτες σημαίνουν ότι τύποις τουλάχιστον, το «Gravity» εντάσσεται στο είδος της επιστημονικής φαντασίας. Επί τοις ουσίας τα πράγματα διαφέρουν. Η ταινία έχει περισσότερη σχέση με την ψυχολογία και την ανθρώπινη κατάσταση, έτσι όπως είχε το «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Το εντυπωσιακό δε είναι ότι το «Gravity» που είναι φτιαγμένο εντελώς κόντρα στις συμβάσεις εμπορικότητας του είδους της επιστημονικής φαντασίας («Star Trek», «Star Wars», Star γενικώς) αγκαλιάστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες φτάνοντας τα 170 εκατ. Δολάρια σε έσοδα.
.Ασφαλώς και έχει μέσα του το στοιχείο της περιπέτειας, όμως το «Gravity» στην ψυχή του είναι μια βαθιά ανθρώπινη, ποιητική ταινία που τελικά υμνεί το μεγαλείο της ζωής και μας υπενθυμίζει ότι η ανάσα μας και τίποτε άλλο είναι τελικά το πολυτιμότερο αγαθό μας και ποτέ δεν πρέπει να το ξεχνάμε.
Βαθμολογία: 4
Αίθουσες: ΟΛΑ ΤΑ VILLAGE - ODEON KOSMOPOLIS MAΡΟΥΣΙ - ODEON STARCITY - STER IΛION – ΑΘΗΝΑΙΟΝ CINEPOLIS ΓΛΥΦΑΔA - AΘΗΝΑΙΟΝ - ΑΕΛΛΩ - ΤΡΙΑ AΣΤΕΡΙΑ - NANA - ΚΗΦΙΣΙΑ - ΔΙΑΝΑ ΜΑΡΟΥΣΙ - ΑΙΓΛΗ ΧΑΛΑΝΔΡΙ - ΦΟΙΒΟΣ – ΑΤΤΑΛΟΣ - ΒΑΡΚΙΖΑ - ODEON ΟΠΕΡΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ VILLAGE COSMOS - STER - ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ
Διαστροφή στο τετράγωνο
«Miss Violence» (2013) του Αλέξανδρου Αβρανά, με τους Θέμη Πάνου, Ρένη Πιττακή, Ελένη Ρουσσινού, Μηνά Χατζησάββα
«Σ’ αυτό το σπίτι δεν έχουμε τίποτε να κρύψουμε!» λέει ο πολύτεκνος πατέρας (Θέμης Πάνου) προς τα μέλη της οικογένειάς του, σε μια σκηνή της πολυσυζητημένης και πολυβραβευμένης δεύτερης μεγάλου μήκους ταινίας του Αλέξανδρου Αβρανά, γυρισμένης αρκετά χρόνια μετά την πρώτη του, το «Without».
Όμως η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Πίσω από την αγαπησιάρικη εικόνα ενός «καθημερινού» ανθρώπου που θυμίζει τον Θανάση Βέγγο με μουστάκι παλιού ρεμπέτη, του άκακου γείτονα της διπλανής πόρτας, λογιστή το επάγγελμα, με τα μυριάδες προβλήματα ενός μικροαστού στην σύγχρονη Αθήνα, αυτός ο προστατευτικός πάτερ φαμίλιας (και κυρίαρχη μορφή της ταινίας), κρύβει έναν άλλο, τρομαχτικό εαυτό. Είναι ένα Τέρας. Τίποτε δεν ξεστομίζεται ξεκάθαρα αλλά όπως λέει και ο ίδιος, όλα είναι φανερά, τα βλέπουμε μπροστά μας.
Η «Miss Violence» ανοίγει και κλείνει με το πλάνο μιας πόρτας η οποία ανήκει στο σπίτι αυτής της οικογένειας, το σπίτι των οργίων και εκεί όπου ως επί το πλείστον διαδραματίζεται η ιστορία του Αβρανά, εμπνευσμένη από πραγματικά περιστατικά που συνέβησαν στην Γερμανία.
Με αφορμή την αυτοκτονία μιας 11χρονης στην αρχή της ταινίας, αργά αλλά μεθοδικά, ο σκηνοθέτης μας βάζει μέσα στο αποπνιχτικό κλίμα αυτού του διαμερίσματος της απελπισίας, καταγράφοντας αδιανόητα διαστροφικές καταστάσεις, άλλοτε με υπονοούμενα, άλλοτε με σκληρές σκηνές, κάποιες από αυτές γυρισμένες σε άλλους χώρους.
Βρισκόμαστε σε ένα περιβάλλον αιμομιξίας, κακοποίησης, καταπίεσης, βιασμών, προαγωγής στην εφηβική πορνεία_ όλα κάτω από τη νοσηρή μπαγκέτα του «μαέστρου» πατέρα αλλά και την σιωπηλή συναίνεση της μητρικής φιγούρας (Ρένα Πιττακή) που παρακολουθεί τα δρώμενα καπνίζοντας μουτρωμένη στην κουζίνα.
Είναι τόσο άρρωστες οι καταστάσεις που λαμβάνουν χώρα μέσα στο σπίτι (αλλά και εκτός αυτού) που δεν είσαι καν σίγουρος για την ακριβή σχέση των μελών. Ποιος είναι πραγματικά ο πατέρας των παιδιών; Μήπως η μεγάλη κόρη (Ελένη Ρουσσινού) είναι και μάνα κάποιων παιδιών; Μήπως κάποια τα έκανε με τον πατέρα της; Ο Αβρανάς δεν δίνει εύκολες απαντήσεις και σε βάζει σε σκέψεις.
Σε άλλες στιγμές η τόσο ενοχλητική αυτή ταινία που τελικά γίνεται ενδιαφέρουσα, σου δίνει την εντύπωση ενός εφιάλτη που προσπαθεί να ισορροπήσει στο μεταίχμιο φαντασίας και πραγματικότητας. Ο κοινωνικός περίγυρος άλλωστε είναι πέρα για πέρα ρεαλιστικός. Μια ψυχρή δημόσια υπάλληλος ανακοινώνει στον πατέρα ότι ο θάνατος του παιδιού του σημαίνει ότι χάνει το επίδομα τριτέκνου, υπάρχουν κάποιες σκηνές στο σχολείο, στην αστυνομία αλλά και με τους κοινωνικούς λειτουργούς.
Δεν υπάρχει ούτε ένα δευτερόλεπτο γνήσιας χαράς σε αυτή την κατάμαυρη ταινία που ενδεχομένως θα θυμίσει σε κάποιους τον «Κυνόδοντα» του Γιώργου Λάνθιμου, δικαιολογημένα ίσως, σε ότι τουλάχιστον αφορά την οικογενειακή διαστροφή που πραγματεύεται. Ωστόσο, στη «Miss Violence», η δομή της ιστορίας δεν είναι αφηρημένη ενώ τόσο η φόρμα όσο και η αισθητική της ταινίας έχουν άλλον χαρακτήρα. Και το λέω εγώ που όταν είδα την ταινία για πρώτη φορά, σκέφτηκα μάλλον πρόχειρα, ότι αν βάλουμε στην θέση του Θέμη Πάνου τον Χρήστο Στέργιογλου, έχουμε μια άλλη εικόνα του «Κυνόδοντα».
Και τώρα που το ξανασκέφτομαι, θα έλεγα ότι τελικά, αν η «Miss Violence» είχε λίγο χιούμορ (γιατί δεν έχει καθόλου) θα ήταν πιο κοντά σε μια πραγματικά σκοτεινή παραλλαγή της «Οικογένειας Ανταμς» παρά στον «Κυνόδοντα».
Βαθμολογία: 3
Αίθουσες: ΑΣΤΥ – ΚΗΦΙΣΙΑ – ΝΙΡΒΑΝΑ – ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ
Ο γέρος και οι νέοι
«Εγώ και εσύ» («Io e te», Ιταλία, 2012) του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, με τους Tέα Φάλκο, Τζάκοπο Ολμο Αντινόρι
Πολλές φορές στην διάρκεια της μακρόχρονης καριέρας του ο βετεράνος πλέον Ιταλός σκηνοθέτης Μπερνάρντο Μπερτολούτσι έχει στρέψει το βλέμμα του προς τους νέους_ αρκεί να θυμηθούμε ταινίες όπως το «Φεγγάρι», ή τους «Ονειροπόλους». Αυτό έκανε και με την κινηματογραφική μεταφορά του γνωστού μυθιστορήματος του Νίκολο Αμανίτι (εκδόσεις Καστανιώτη), μια ταινία που γυρισμένη σχεδόν εξ’ ολοκλήρου στο υπόγειο ενός σπιτιού στην οποία παρακολουθούμε την παράξενη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δυο εφήβους, ένα αγόρι και ένα κορίτσι.
Είναι ετεροθαλή αδέλφια που δεν ξέρει τίποτε το ένα για το άλλο. Ο μικρός (Τζάκοπο Ολμο Αντινόρι), σπυριάρης, μονήρης και μονομανής, θέλει την ησυχία του, γι’ αυτό άλλωστε την κοπάνησε από την εκδρομή του σχολείου. Το υπόγειο του ιδίου του σπιτιού του θα γίνει το καταφύγιό του, εξοπλισμένο με όλα τα κομφόρ (τρόφιμα, αναψυχκτικά κ.ο.κ.) Η κοπέλα, από την άλλη πλευρά (Tέα Φάλκο) είναι διαφορετικός τύπος. Με τον αέρα της όμορφης που το ξέρει, εισβάλλει στην κυριολεξία στον κόσμο του αγοριού και όταν τον απειλεί ότι αν δεν την βάλει μέσα θα τον μαρτυρήσει, εκείνος ενδίδει.
Πάνω στις εναλλαγές των συμπεριφορών τους (αλλά και ένα δυσάρεστο μυστικό) βρίσκονται τα θεμέλια της ταινίας που παρότι κατά το 90 % γυρισμένη στο υπόγειο, καταφέρνει να ξεγλυστρίσει από την θεατρικότητα και να γίνει καθαρό σινεμά. Μεγάλο ποσοστό αυτής της επιτυχίας οφείλεται στις ερμηνείες των δυο παιδιών που έχουν χημεία μεταξύ τους, με την Φάλκο να ξεχωρίζει καθ’ ότι ο ρόλος της σαφως πιο δύσκολος.
Όμως αυτό που ο Μπερτολούτσι πολύ έξυπνα επισημαίνει, ο στόχος που ποτέ δεν θα χάσει, είναι η άποψη (και σωστή) ότι τα παιδιά, σήμερα, μπορούν μόνα τους να ξεπεράσουν κάθε δυσκολία και να τα βρουν μεταξύ τους χωρίς την βοήθεια των γονέων που σε αρκετές περιπτώσεις είναι κυριολεκτικά ανύπαρκτοι
Βαθμολογία: 3
Αίθουσες: ODEON ΕΜΠΑΣΣΥ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ - ODEON ΓΛΥΦΑΔΑ
Οραμα και σκουπίδια
«Η 10η μέρα» (Ελλάδα, 2012) του Βασίλη Μαζωμένου με τον Αλί Χαϊδάρι
Εντυπωσιακή η σκηνοθετική βελτίωση του Βασίλη Μαζωμένου μετά την ψυχρολουσία του «Guilt». Το «ψευδοντοκιμαντέρ» «10η μέρα» είναι το χρονικό του Αλί, ενός Αφγανού λαθρομετανάστη που περιφέρεται με το καροτσάκι του σουπερμάρκετ στους δρόμους μια πόλης χωρίς ελπίδα, της Αθήνας. Εικόνα που ποιόν αλήθεια σκεπτόμενο και ευαίσθητο πολίτη της Αθήνας δεν έχει στοιχειώσει τα τελευταία χρόνια;
Ο Β. Μαζωμένος αποτυπώνει με όρεξη και πηγαίο, ειλικρινές ενδιαφέρον την δραματική πορεία αυτού του ανθρώπου τον οποίο υποδύεται παίζοντας ουσιαστικά τον εαυτό του, ο πραγματικός λαθρομετανάστης Αλι Χαϊδάρι που είναι και ο αφηγητής της ταινίας (στα αγγλικά).
Στην ιστορία παρεμβάλλονται φλας μπακ από αυθεντικά επίκαιρα παλαιότερων εποχών στο Αφγανιστάν, όταν ο Αλι είχε τους γονείς του, είχε τα αδέλφια του, είχε την πατρίδα του, τα είχε όλα και ζούσε την ζωή ενός φτωχού αλλά ευτυχισμένου ανθρώπου. Τότε που όλοι «ονειρευόμασταν το μέλλον που θέλαμε να ζήσουμε» όπως λέει και ο ίδιος. Και που κατέληξε; Στη χαβούζα της Αθήνας.
Επίκαιρο το θέμα, βγαλμένο μέσα από τα βρώμικα σπλάχνα της ελληνικής καθημερινότητας και σίγουρα η καλύτερη ταινία του σκηνοθέτη, ο οποίος θα πρέπει να ευγνωμονεί τους στενούς συνεργάτες του, τους διευθυντές φωτογραφίας Γιώργου Παπανδρικόπουλου και Στάμου Προύσαλη, τον μοντέρ Γιάννη Κωτσαβάρα και τον ειδικό σύμβουλο, δημοσιογράφο Σωτήρη Δανέζη.
Βαθμολογία: 2
Αίθουσες: ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Βαθμολογία
Πηγή: tovima.gr/culture
Ζουμπουλάκης Γιάννης
«Όλα χάθηκαν» («All is lost», ΗΠΑ, 2013) του Τζέι Σι Τσάντορ, με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ
Ο παραπλανητικός τίτλος της ταινίας, «Όλα χάθηκαν», βρίσκεται στην απέναντι όχθη της φιλοσοφίας της.
Στην ουσία, το «Όλα χάθηκαν» πρεσβεύει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που λέει. Τίποτε δεν έχει χαθεί αν το τέλος δεν έρθει καταλυτικό και ολοκληρωτικό, αν η ανάσα δεν κοπεί διά παντός. Η μάχη συνεχίζεται μέχρι το τέλος, η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, ο αγώνας για ζωή επιβάλλεται.
Δεν πρόκειται φυσικά για κάποια πρωτότυπη φιλοσοφία, όμως είναι ωραίο που και που να την ξαναθυμόμαστε μέσα από έξυπνες, ιδιαίτερες ταινίες όπως το «Όλα χάθηκαν», αυτό το μοναχικό ταξίδι επιβίωσης ενός ηλικιωμένου ιστιοπλόου, χαμένου στη μέση του ινδικού ωκεανού όπου το σκάφος του, 1700 ναυτικά μίλια έξω από τη Σουμάτρα, έπαθε τεράστια ζημιά από το κτύπημα ενός κοντέινερ πλοίου.
Με υπομονή και σιγουριά σε αυτό που θέλει να πει, το φιλμ παρακολουθεί τον αγώνα αυτού του ανθρώπου να επιζήσει, την άρνησή του να παρατήσει τα όπλα, το πείσμα του να παραμείνει όρθιος απέναντι στις θηριώδεις ιδιοτροπίες του καιρού που τον κτυπούν συνεχώς και ανελέητα.
Συγχρόνως, με πολύ έξυπνο τρόπο, η ταινία επισημαίνει την ασημαντότητα τόσο της γνώσης, όσο και των εργαλείων που την υποστηρίζουν. Ο ανώνυμος αυτός άνθρωπος δεν είναι άοπλος. Εχει χάρτες, ασύρματο και ιδέες που μπορούν να τον βοηθήσουν να αντιμετωπίσει τις κρίσιμες καταστάσεις, όμως όταν έχεις μπροστά σου το θεριό της φύσης θέλεις και τύχη. Σε μια καταπληκτική σκηνή της ταινίας ένα εμπορικό πλοίο περνά δίπλα του και εκείνος είναι εντελώς ανήμπορος να κάνει κάτι γιατί πολύ απλά δεν τον βλέπουν και η φωνή του πνίγεται από τον θόρυβο.
Η σκηνοθετική επιτυχία του Τζέι Σι Τσάντορ είναι ότι πέτυχε την δημιουργία μιας κυριολεκτικά χειροποίητης, γυμνής από εφέ ταινίας, στεγνής από δραματικά «στολίδια», χωρίς off αφήγηση, σχεδόν σαν ντοκιμαντέρ. Είχα εκτιμήσει τον «Ναυαγό» του Ρόμπερτ Ζεμέκις αλλά κι εκείνο ήταν ένα φιλμ που εγκλώβιζε τον θεατή σε συναισθηματικές φάκες. Όχι το «Όλα χάθηκαν».
Και φυσικά, στο «Όλα χάθηκαν» σημασία επίσης έχει ποιος ηθοποιός κρατά το κουπί. Το κρατά γερά ο ηλικιωμένος πια Ρόμπερτ Ρέντφορντ σε μια γενναία, σωματική ερμηνεία, στην οποία δεν θα βρούμε ούτε μια στιγμή ψευτιάς, επιτήδευσης ή ωραιοπάθειας. Είναι μια ερμηνεία για Οσκαρ και πραγματικά, εύχομαι να τον δω στην πεντάδα των υποψηφίων του χρόνου γιατί το αξίζει.
Βαθμολογία: 4
Αίθουσες: ΑΘΗΝΑΙΟΝ CINEPOLIS ΓΛΥΦΑΔΑ – CINERAMA - ODEON ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΣ ΜΑΡΟΥΣΙ – VILLAGE MALL – VILLAGE ΦΑΛΗΡΟ – VILLAGE ΡΕΝΤΗ – ΧΟΛΑΡΓΟΣ – ΑΒΑΝΑ – ΙΝΤΕΑΛ - ΓΑΛΑΞΙΑΣ – ΑΑΒΟΡΑ - ΕΛΛΗΝΙΣ - STER ΙΛΙΟΝ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ STER ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ -
ΚΟΛΟΣΣΑΙΟΝ
Χαμένοι στο διάστημα
«Gravity» (ΗΠΑ, 2013) του Αλφόνσο Κουαρόν, με τους Σάντρα Μπούλοκ, Τζορτζ Κλούνεϊ
Οσο παράδοξο και αν φανεί, στην περισσότερη ώρα διάρκειας αυτής της παράξενης ταινίας, τα πρόσωπα των δυο πρωταγωνιστών, της Σάντρα Μπούλοκ και του Τζορτζ Κλούνεϊ (επίσης συμπαραγωγός), είναι μόλις διακριτά. Οι δυο σταρ υποδύονται τους αστροναύτες που μετά το ατύχημα στον σταθμό τους έχουν μείνει μόνοι (στην κυριολεξία) στο διάστημα όπου προσπαθούν να επιβιώσουν.
Με τα θολά από την ανάσα τζάμια των σκαφάνδρων να καλύπτουν τα πρόσωπά τους, χωμένοι μέσα στις κάτασπρες στολές τους, σαν δυο λευκές κουκίδες στην αχανή γαλαξιακή μαυρίλα, οι δυο ηθοποιοί παίζουν κυρίως με την slow motion κινησιολογία και το χρώμα των φωνών τους. Θα βρεθούν σε κίνδυνο, θα μοιραστούν αστεία (όπως η αμηχανία σε τέτοιες περιπτώσεις υποθέτω ότι «επιβάλλει») αλλά θα θυμηθούν επίσης, όμορφα και άσχημα περιστατικά της ζωής τους.
Διάστημα και αστροναύτες σημαίνουν ότι τύποις τουλάχιστον, το «Gravity» εντάσσεται στο είδος της επιστημονικής φαντασίας. Επί τοις ουσίας τα πράγματα διαφέρουν. Η ταινία έχει περισσότερη σχέση με την ψυχολογία και την ανθρώπινη κατάσταση, έτσι όπως είχε το «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Το εντυπωσιακό δε είναι ότι το «Gravity» που είναι φτιαγμένο εντελώς κόντρα στις συμβάσεις εμπορικότητας του είδους της επιστημονικής φαντασίας («Star Trek», «Star Wars», Star γενικώς) αγκαλιάστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες φτάνοντας τα 170 εκατ. Δολάρια σε έσοδα.
.Ασφαλώς και έχει μέσα του το στοιχείο της περιπέτειας, όμως το «Gravity» στην ψυχή του είναι μια βαθιά ανθρώπινη, ποιητική ταινία που τελικά υμνεί το μεγαλείο της ζωής και μας υπενθυμίζει ότι η ανάσα μας και τίποτε άλλο είναι τελικά το πολυτιμότερο αγαθό μας και ποτέ δεν πρέπει να το ξεχνάμε.
Βαθμολογία: 4
Αίθουσες: ΟΛΑ ΤΑ VILLAGE - ODEON KOSMOPOLIS MAΡΟΥΣΙ - ODEON STARCITY - STER IΛION – ΑΘΗΝΑΙΟΝ CINEPOLIS ΓΛΥΦΑΔA - AΘΗΝΑΙΟΝ - ΑΕΛΛΩ - ΤΡΙΑ AΣΤΕΡΙΑ - NANA - ΚΗΦΙΣΙΑ - ΔΙΑΝΑ ΜΑΡΟΥΣΙ - ΑΙΓΛΗ ΧΑΛΑΝΔΡΙ - ΦΟΙΒΟΣ – ΑΤΤΑΛΟΣ - ΒΑΡΚΙΖΑ - ODEON ΟΠΕΡΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ VILLAGE COSMOS - STER - ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ
Διαστροφή στο τετράγωνο
«Miss Violence» (2013) του Αλέξανδρου Αβρανά, με τους Θέμη Πάνου, Ρένη Πιττακή, Ελένη Ρουσσινού, Μηνά Χατζησάββα
«Σ’ αυτό το σπίτι δεν έχουμε τίποτε να κρύψουμε!» λέει ο πολύτεκνος πατέρας (Θέμης Πάνου) προς τα μέλη της οικογένειάς του, σε μια σκηνή της πολυσυζητημένης και πολυβραβευμένης δεύτερης μεγάλου μήκους ταινίας του Αλέξανδρου Αβρανά, γυρισμένης αρκετά χρόνια μετά την πρώτη του, το «Without».
Όμως η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Πίσω από την αγαπησιάρικη εικόνα ενός «καθημερινού» ανθρώπου που θυμίζει τον Θανάση Βέγγο με μουστάκι παλιού ρεμπέτη, του άκακου γείτονα της διπλανής πόρτας, λογιστή το επάγγελμα, με τα μυριάδες προβλήματα ενός μικροαστού στην σύγχρονη Αθήνα, αυτός ο προστατευτικός πάτερ φαμίλιας (και κυρίαρχη μορφή της ταινίας), κρύβει έναν άλλο, τρομαχτικό εαυτό. Είναι ένα Τέρας. Τίποτε δεν ξεστομίζεται ξεκάθαρα αλλά όπως λέει και ο ίδιος, όλα είναι φανερά, τα βλέπουμε μπροστά μας.
Η «Miss Violence» ανοίγει και κλείνει με το πλάνο μιας πόρτας η οποία ανήκει στο σπίτι αυτής της οικογένειας, το σπίτι των οργίων και εκεί όπου ως επί το πλείστον διαδραματίζεται η ιστορία του Αβρανά, εμπνευσμένη από πραγματικά περιστατικά που συνέβησαν στην Γερμανία.
Με αφορμή την αυτοκτονία μιας 11χρονης στην αρχή της ταινίας, αργά αλλά μεθοδικά, ο σκηνοθέτης μας βάζει μέσα στο αποπνιχτικό κλίμα αυτού του διαμερίσματος της απελπισίας, καταγράφοντας αδιανόητα διαστροφικές καταστάσεις, άλλοτε με υπονοούμενα, άλλοτε με σκληρές σκηνές, κάποιες από αυτές γυρισμένες σε άλλους χώρους.
Βρισκόμαστε σε ένα περιβάλλον αιμομιξίας, κακοποίησης, καταπίεσης, βιασμών, προαγωγής στην εφηβική πορνεία_ όλα κάτω από τη νοσηρή μπαγκέτα του «μαέστρου» πατέρα αλλά και την σιωπηλή συναίνεση της μητρικής φιγούρας (Ρένα Πιττακή) που παρακολουθεί τα δρώμενα καπνίζοντας μουτρωμένη στην κουζίνα.
Είναι τόσο άρρωστες οι καταστάσεις που λαμβάνουν χώρα μέσα στο σπίτι (αλλά και εκτός αυτού) που δεν είσαι καν σίγουρος για την ακριβή σχέση των μελών. Ποιος είναι πραγματικά ο πατέρας των παιδιών; Μήπως η μεγάλη κόρη (Ελένη Ρουσσινού) είναι και μάνα κάποιων παιδιών; Μήπως κάποια τα έκανε με τον πατέρα της; Ο Αβρανάς δεν δίνει εύκολες απαντήσεις και σε βάζει σε σκέψεις.
Σε άλλες στιγμές η τόσο ενοχλητική αυτή ταινία που τελικά γίνεται ενδιαφέρουσα, σου δίνει την εντύπωση ενός εφιάλτη που προσπαθεί να ισορροπήσει στο μεταίχμιο φαντασίας και πραγματικότητας. Ο κοινωνικός περίγυρος άλλωστε είναι πέρα για πέρα ρεαλιστικός. Μια ψυχρή δημόσια υπάλληλος ανακοινώνει στον πατέρα ότι ο θάνατος του παιδιού του σημαίνει ότι χάνει το επίδομα τριτέκνου, υπάρχουν κάποιες σκηνές στο σχολείο, στην αστυνομία αλλά και με τους κοινωνικούς λειτουργούς.
Δεν υπάρχει ούτε ένα δευτερόλεπτο γνήσιας χαράς σε αυτή την κατάμαυρη ταινία που ενδεχομένως θα θυμίσει σε κάποιους τον «Κυνόδοντα» του Γιώργου Λάνθιμου, δικαιολογημένα ίσως, σε ότι τουλάχιστον αφορά την οικογενειακή διαστροφή που πραγματεύεται. Ωστόσο, στη «Miss Violence», η δομή της ιστορίας δεν είναι αφηρημένη ενώ τόσο η φόρμα όσο και η αισθητική της ταινίας έχουν άλλον χαρακτήρα. Και το λέω εγώ που όταν είδα την ταινία για πρώτη φορά, σκέφτηκα μάλλον πρόχειρα, ότι αν βάλουμε στην θέση του Θέμη Πάνου τον Χρήστο Στέργιογλου, έχουμε μια άλλη εικόνα του «Κυνόδοντα».
Και τώρα που το ξανασκέφτομαι, θα έλεγα ότι τελικά, αν η «Miss Violence» είχε λίγο χιούμορ (γιατί δεν έχει καθόλου) θα ήταν πιο κοντά σε μια πραγματικά σκοτεινή παραλλαγή της «Οικογένειας Ανταμς» παρά στον «Κυνόδοντα».
Βαθμολογία: 3
Αίθουσες: ΑΣΤΥ – ΚΗΦΙΣΙΑ – ΝΙΡΒΑΝΑ – ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ
Ο γέρος και οι νέοι
«Εγώ και εσύ» («Io e te», Ιταλία, 2012) του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, με τους Tέα Φάλκο, Τζάκοπο Ολμο Αντινόρι
Πολλές φορές στην διάρκεια της μακρόχρονης καριέρας του ο βετεράνος πλέον Ιταλός σκηνοθέτης Μπερνάρντο Μπερτολούτσι έχει στρέψει το βλέμμα του προς τους νέους_ αρκεί να θυμηθούμε ταινίες όπως το «Φεγγάρι», ή τους «Ονειροπόλους». Αυτό έκανε και με την κινηματογραφική μεταφορά του γνωστού μυθιστορήματος του Νίκολο Αμανίτι (εκδόσεις Καστανιώτη), μια ταινία που γυρισμένη σχεδόν εξ’ ολοκλήρου στο υπόγειο ενός σπιτιού στην οποία παρακολουθούμε την παράξενη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δυο εφήβους, ένα αγόρι και ένα κορίτσι.
Είναι ετεροθαλή αδέλφια που δεν ξέρει τίποτε το ένα για το άλλο. Ο μικρός (Τζάκοπο Ολμο Αντινόρι), σπυριάρης, μονήρης και μονομανής, θέλει την ησυχία του, γι’ αυτό άλλωστε την κοπάνησε από την εκδρομή του σχολείου. Το υπόγειο του ιδίου του σπιτιού του θα γίνει το καταφύγιό του, εξοπλισμένο με όλα τα κομφόρ (τρόφιμα, αναψυχκτικά κ.ο.κ.) Η κοπέλα, από την άλλη πλευρά (Tέα Φάλκο) είναι διαφορετικός τύπος. Με τον αέρα της όμορφης που το ξέρει, εισβάλλει στην κυριολεξία στον κόσμο του αγοριού και όταν τον απειλεί ότι αν δεν την βάλει μέσα θα τον μαρτυρήσει, εκείνος ενδίδει.
Πάνω στις εναλλαγές των συμπεριφορών τους (αλλά και ένα δυσάρεστο μυστικό) βρίσκονται τα θεμέλια της ταινίας που παρότι κατά το 90 % γυρισμένη στο υπόγειο, καταφέρνει να ξεγλυστρίσει από την θεατρικότητα και να γίνει καθαρό σινεμά. Μεγάλο ποσοστό αυτής της επιτυχίας οφείλεται στις ερμηνείες των δυο παιδιών που έχουν χημεία μεταξύ τους, με την Φάλκο να ξεχωρίζει καθ’ ότι ο ρόλος της σαφως πιο δύσκολος.
Όμως αυτό που ο Μπερτολούτσι πολύ έξυπνα επισημαίνει, ο στόχος που ποτέ δεν θα χάσει, είναι η άποψη (και σωστή) ότι τα παιδιά, σήμερα, μπορούν μόνα τους να ξεπεράσουν κάθε δυσκολία και να τα βρουν μεταξύ τους χωρίς την βοήθεια των γονέων που σε αρκετές περιπτώσεις είναι κυριολεκτικά ανύπαρκτοι
Βαθμολογία: 3
Αίθουσες: ODEON ΕΜΠΑΣΣΥ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ - ODEON ΓΛΥΦΑΔΑ
Οραμα και σκουπίδια
«Η 10η μέρα» (Ελλάδα, 2012) του Βασίλη Μαζωμένου με τον Αλί Χαϊδάρι
Εντυπωσιακή η σκηνοθετική βελτίωση του Βασίλη Μαζωμένου μετά την ψυχρολουσία του «Guilt». Το «ψευδοντοκιμαντέρ» «10η μέρα» είναι το χρονικό του Αλί, ενός Αφγανού λαθρομετανάστη που περιφέρεται με το καροτσάκι του σουπερμάρκετ στους δρόμους μια πόλης χωρίς ελπίδα, της Αθήνας. Εικόνα που ποιόν αλήθεια σκεπτόμενο και ευαίσθητο πολίτη της Αθήνας δεν έχει στοιχειώσει τα τελευταία χρόνια;
Ο Β. Μαζωμένος αποτυπώνει με όρεξη και πηγαίο, ειλικρινές ενδιαφέρον την δραματική πορεία αυτού του ανθρώπου τον οποίο υποδύεται παίζοντας ουσιαστικά τον εαυτό του, ο πραγματικός λαθρομετανάστης Αλι Χαϊδάρι που είναι και ο αφηγητής της ταινίας (στα αγγλικά).
Στην ιστορία παρεμβάλλονται φλας μπακ από αυθεντικά επίκαιρα παλαιότερων εποχών στο Αφγανιστάν, όταν ο Αλι είχε τους γονείς του, είχε τα αδέλφια του, είχε την πατρίδα του, τα είχε όλα και ζούσε την ζωή ενός φτωχού αλλά ευτυχισμένου ανθρώπου. Τότε που όλοι «ονειρευόμασταν το μέλλον που θέλαμε να ζήσουμε» όπως λέει και ο ίδιος. Και που κατέληξε; Στη χαβούζα της Αθήνας.
Επίκαιρο το θέμα, βγαλμένο μέσα από τα βρώμικα σπλάχνα της ελληνικής καθημερινότητας και σίγουρα η καλύτερη ταινία του σκηνοθέτη, ο οποίος θα πρέπει να ευγνωμονεί τους στενούς συνεργάτες του, τους διευθυντές φωτογραφίας Γιώργου Παπανδρικόπουλου και Στάμου Προύσαλη, τον μοντέρ Γιάννη Κωτσαβάρα και τον ειδικό σύμβουλο, δημοσιογράφο Σωτήρη Δανέζη.
Βαθμολογία: 2
Αίθουσες: ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Βαθμολογία
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη, _ : χωρίς άποψη
Πηγή: tovima.gr/culture
0 Σχόλια