Οι αστροναύτες που θα επιχειρήσουν το πρώτο ταξίδι μετ' επιστροφής στον Άρη θα έχουν να αντιμετωπίσουν έναν σαφώς σοβαρότερο κίνδυνο από την αναπόφευκτη βαρεμάρα του πολύμηνου ταξιδιού, σύμφωνα με νέα επιστημονική έρευνα: τη διαστημική ακτινοβολία.
Η διαστημική ακτινοβολία αποτελεί πολύ πιο σοβαρό κίνδυνο, από ό,τι είχε εκτιμηθεί ως τώρα.
Οι ερευνητές του Νοτιοδυτικού Ινστιτούτου Ερευνών του Κολοράντο, με επικεφαλής τον Κάρι Ζάιτλιν εξέτασαν στοιχεία που για πρώτη φορά συνέλλεξε το ρομποτικό ρόβερ Curiosity, αναφορικά με τα υψηλής ενέργειας κοσμικά σωματίδια που το «βομβάρδιζαν», όσο κράτησε το οκτάμηνο ταξίδι του από τη Γη έως τον «κόκκινο» πλανήτη.
Το συμπέρασμα είναι ότι οι αστροναύτες θα λάβουν μια πολύ μεγάλη δόση επιβλαβούς -και δυνητικά καρκινογόνου- ακτινοβολίας μέχρι να φτάσουν στον Άρη και άλλη τόση κατά την επιστροφή τους, αλλά και κατά την παραμονή τους.
Το Curiosity, που έφθασε στον Αρη πέρυσι τον Αύγουστο, έκανε το ταξίδι των 560 εκατ. χιλιομέτρων σε 253 μέρες. Αν οι αστροναύτες χρειαστούν 360 μέρες για να πάνε στον Άρη και να γυρίσουν, θα δεχτούν το 60% της μέγιστης ακτινοβολίας για όλη του τη ζωή που μπορεί να δεχτεί ένας επαγγελματίας αστροναύτης (800 έως 1.200 mSv), η οποία ισοδυναμεί με αύξηση 3% έως 5% του κινδύνου για εμφάνιση καρκίνου.
Η δόση αυτή, αν υπολογιστεί και η έξτρα ακτινοβολία που θα δεχτούν οι τολμηροί αστροναύτες όσο κινούνται στην επιφάνεια του πλανήτη, αναμένεται να υπερβεί τα ανεκτά όρια ασφαλείας για τις ακτινοβολίες. Έτσι, οι πιθανότητες εμφάνισης θανατηφόρου καρκίνου πλέον θα ξεπεράσουν το ανώτατο όριο που σήμερα θεωρείται αποδεκτό. Ένας αστροναύτης που ζει επί έξι μήνες στο Διεθνή Διαστημικό Σταθμό, δέχεται δόση περίπου 100 mSv (συγκριτικά, μια ακτινογραφία κοιλίας εκπέμπει περίπου 10 mSv).
Η διαπίστωση αυτή δημιουργεί την υποχρέωση στους μηχανικούς να επενδύσουν το διαστημικό σκάφος μιας μελλοντικής επανδρωμένης αποστολής με έξτρα «ασπίδες» κατά της ακτινοβολίας, όμως θεωρείται δεδομένο ότι ακόμα αυτές δεν θα κρατήσουν μακριά μερικά από τα πιο επικίνδυνα σωματίδια. Τα πράγματα θα ήταν καλύτερα, αν ήταν δυνατό να συντομευθεί το ταξίδι για τον Αρη, αλλά αυτό είναι αδύνατο με την υπάρχουσα τεχνολογία. Σε εξέλιξη βρίσκεται πάντως ο σχεδιασμός νέου τύπου μηχανών προώθησης των πυραύλων, που ίσως στο μέλλον μειώσουν σε μερικές εβδομάδες τη διάρκεια του ταξιδιού.
Η ακτινοβολία του διαστήματος περιλαμβάνει δύο βασικές κατηγορίες. Τα σωματίδια που εκπέμπει ο Ήλιος μας και όσα έρχονται από άλλες γαλαξιακές πηγές εκτός του ηλιακού μας συστήματος, όπως οι εκρήξεις υπερκαινοφανών αστέρων (σούπερ-νόβα) και οι μαύρες τρύπες. Η δεύτερη αυτή κατηυγορία των γαλαξιακών κοσμικών ακτίνων (σωματίδίων) έχουν υψηλότερη ενέργεια και συνεπώς είναι πιο επικίνδυνες για να προκαλέσουν μεταλλάξεις στο γενετικό υλικό (DNA) μέσα στα κύτταρα των έμβιων οργανισμών. Στη Γη οι άνθρωποι και τα ζώα προστατεύονται αρκετά από την πυκνή ατμόσφαιρα και το γήινο μαγνητικό πεδίο.
Η διαστημική ακτινοβολία αποτελεί πολύ πιο σοβαρό κίνδυνο, από ό,τι είχε εκτιμηθεί ως τώρα.
Οι ερευνητές του Νοτιοδυτικού Ινστιτούτου Ερευνών του Κολοράντο, με επικεφαλής τον Κάρι Ζάιτλιν εξέτασαν στοιχεία που για πρώτη φορά συνέλλεξε το ρομποτικό ρόβερ Curiosity, αναφορικά με τα υψηλής ενέργειας κοσμικά σωματίδια που το «βομβάρδιζαν», όσο κράτησε το οκτάμηνο ταξίδι του από τη Γη έως τον «κόκκινο» πλανήτη.
Το συμπέρασμα είναι ότι οι αστροναύτες θα λάβουν μια πολύ μεγάλη δόση επιβλαβούς -και δυνητικά καρκινογόνου- ακτινοβολίας μέχρι να φτάσουν στον Άρη και άλλη τόση κατά την επιστροφή τους, αλλά και κατά την παραμονή τους.
Το Curiosity, που έφθασε στον Αρη πέρυσι τον Αύγουστο, έκανε το ταξίδι των 560 εκατ. χιλιομέτρων σε 253 μέρες. Αν οι αστροναύτες χρειαστούν 360 μέρες για να πάνε στον Άρη και να γυρίσουν, θα δεχτούν το 60% της μέγιστης ακτινοβολίας για όλη του τη ζωή που μπορεί να δεχτεί ένας επαγγελματίας αστροναύτης (800 έως 1.200 mSv), η οποία ισοδυναμεί με αύξηση 3% έως 5% του κινδύνου για εμφάνιση καρκίνου.
Η δόση αυτή, αν υπολογιστεί και η έξτρα ακτινοβολία που θα δεχτούν οι τολμηροί αστροναύτες όσο κινούνται στην επιφάνεια του πλανήτη, αναμένεται να υπερβεί τα ανεκτά όρια ασφαλείας για τις ακτινοβολίες. Έτσι, οι πιθανότητες εμφάνισης θανατηφόρου καρκίνου πλέον θα ξεπεράσουν το ανώτατο όριο που σήμερα θεωρείται αποδεκτό. Ένας αστροναύτης που ζει επί έξι μήνες στο Διεθνή Διαστημικό Σταθμό, δέχεται δόση περίπου 100 mSv (συγκριτικά, μια ακτινογραφία κοιλίας εκπέμπει περίπου 10 mSv).
Η διαπίστωση αυτή δημιουργεί την υποχρέωση στους μηχανικούς να επενδύσουν το διαστημικό σκάφος μιας μελλοντικής επανδρωμένης αποστολής με έξτρα «ασπίδες» κατά της ακτινοβολίας, όμως θεωρείται δεδομένο ότι ακόμα αυτές δεν θα κρατήσουν μακριά μερικά από τα πιο επικίνδυνα σωματίδια. Τα πράγματα θα ήταν καλύτερα, αν ήταν δυνατό να συντομευθεί το ταξίδι για τον Αρη, αλλά αυτό είναι αδύνατο με την υπάρχουσα τεχνολογία. Σε εξέλιξη βρίσκεται πάντως ο σχεδιασμός νέου τύπου μηχανών προώθησης των πυραύλων, που ίσως στο μέλλον μειώσουν σε μερικές εβδομάδες τη διάρκεια του ταξιδιού.
Η ακτινοβολία του διαστήματος περιλαμβάνει δύο βασικές κατηγορίες. Τα σωματίδια που εκπέμπει ο Ήλιος μας και όσα έρχονται από άλλες γαλαξιακές πηγές εκτός του ηλιακού μας συστήματος, όπως οι εκρήξεις υπερκαινοφανών αστέρων (σούπερ-νόβα) και οι μαύρες τρύπες. Η δεύτερη αυτή κατηυγορία των γαλαξιακών κοσμικών ακτίνων (σωματίδίων) έχουν υψηλότερη ενέργεια και συνεπώς είναι πιο επικίνδυνες για να προκαλέσουν μεταλλάξεις στο γενετικό υλικό (DNA) μέσα στα κύτταρα των έμβιων οργανισμών. Στη Γη οι άνθρωποι και τα ζώα προστατεύονται αρκετά από την πυκνή ατμόσφαιρα και το γήινο μαγνητικό πεδίο.
0 Σχόλια