Αρκετά διαφορετικό περιβάλλον για την ελληνική αλλά και τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες θα διαμορφωθεί το επόμενο έτος, καθώς επανέρχονται οι αυστηροί κανόνες για τα ελλείμματα στους κρατικούς προϋπολογισμούς και το δημόσιο χρέος, τους οποίους πρέπει να εφαρμόζουν τα κράτη-μέλη.
Οι κανόνες της λεγόμενης δημοσιονομικής εποπτείας είχαν τεθεί υπό αναστολή αρχικά λόγω της πανδημίας και στη συνέχεια της ενεργειακής κρίσης ώστε οι χώρες-μέλη να έχουν τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν τις οικονομίες με κρατικές δαπάνες, έστω και δημιουργώντας ελλείμματα, πέρα από τα όρια (3%) που προέβλεπε το Σύμφωνο Σταθερότητας.
Αυτή ακριβώς η δημοσιονομική χαλάρωση επέτρεψε στην ελληνική κυβέρνηση να ξοδέψει περισσότερα από 40 δισ. ευρώ για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων για να μην καταρρεύσουν υπό την πίεση των lockdown και για να στηριχτούν εν μέσω της έκρηξης των τιμών της ενέργειας.
Η αναστολή της απαγόρευσης των ελλειμμάτων συνοδεύτηκε από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία αγόραζε κρατικά ομόλογα στην ελεύθερη (δευτερογενή) αγορά ώστε να πέσουν τα επιτόκια και οι κυβερνήσεις να έχουν τη δυνατότητα φθηνού δανεισμού.
Το... πάρτυ τελειώνει όμως από το επόμενο έτος και ίσως μάλιστα να τελειώσει απότομα, καθώς η Γερμανία απαιτεί οι νέοι κανόνες να είναι αυστηροί και να επιβάλλονται αυτόματα, χωρίς τη δυνατότητα παρεκκλίσεων, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι η επιβολή τους θα ρίχνει την οικονομία σε ύφεση.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν) προτείνει ένα σύστημα με βάση το οποίο θα υπάρχει ένα ανώτατο όριο πρωτογενών κρατικών δαπανών, ήτοι εκείνες που αφορούν τη λειτουργία του κράτους (μισθούς, συντάξεις, υγεία, παιδεία, χωρίς εκείνες για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους). Το όριο των δαπανών θα υπολογίζεται ανάλογα με το ύψος του χρέους και τις ιδιαίτερες ανάγκες της οικονομίας έτσι ώστε η τελευταία να μην οδηγείται σε ύφεση.
Σύμφωνα με τις προτάσεις αυτές, η Κομισιόν θα υπογράφει ένα σύμφωνο με κάθε χώρα, με διαφορετικούς στόχους, ανάλογα με τις συνθήκες και θα επιβλέπει την εφαρμογή του εκδίδοντας συστάσεις ή επιβάλλοντας κυρώσεις εφόσον υπάρχουν υπερβάσεις.
Με το σχέδιο συμφωνούν η Γαλλία και αρκετές χώρες κυρίως του Νότου, και όχι μόνο, αλλά αντιδρά η Γερμανία, η οποία υποστηρίζει ότι κάθε χώρα που έχει χρέος μεγαλύτερο από το 60% του ΑΕΠ θα πρέπει να το μειώνει κατά 1% του ΑΕΠ ετησίως και ότι θα πρέπει να υπάρχει ένας αυτόματος «κόφτης» για να επιτυγχάνεται ο στόχος.
Εάν δηλαδή το χρέος δεν μειώνεται κατά 1% του ΑΕΠ με βάση τις δαπάνες που «βγάζει» η Κομισιόν, η χώρα-μέλος θα υποχρεώνεται να τις περικόπτει ή να επιβάλλει φόρους για να καλυφθεί ο στόχος του 1%, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι η οικονομία θα βυθιστεί σε ύφεση λόγω της λιτότητας.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, για παράδειγμα, προβλέπεται ονομαστικός ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ (μαζί με τον πληθωρισμό) 4,8% για την επόμενη δεκαετία, κάτι που σημαίνει ότι το όριο αύξησης των πρωτογενών κρατικών δαπανών είναι 2,6% ετησίως. Εάν όμως το χρέος δεν μειώνεται κατά μία μονάδα του ΑΕΠ οι δαπάνες θα πρέπει να περιορίζονται.
Το θέμα διχάζει τις χώρες-μέλη, με δέκα χώρες να υποστηρίζουν τις θέσεις της Γερμανίας, η οποία, εκτός των άλλων, θέλει τον αυτόματο «κόφτη» χρέους για να περιορίσει και τη δυνατότητα πολιτικής διαπραγμάτευσης που θα αποκτήσει η Κομισιόν εφόσον εφαρμοστεί το σύστημα που προτείνει. Και τούτο διότι το πρόγραμμα θα είναι διαφορετικό για κάθε χώρα - ορισμένοι χρησιμοποιούν τον όρο «μνημόνια» αλά καρτ.
Εάν δεν υπάρξει συμφωνία ως το τέλος του χρόνου, θα επανέλθουν σε ισχύ οι παλιοί κανόνες που είναι ακόμα πιο σκληροί από εκείνους που ζητά η Γερμανία, αφού προβλέπουν ότι οι χώρες πρέπει να μειώνουν κάθε χρόνο το 1/20 του χρέους που υπερβαίνει το όριο του 60% του ΑΕΠ.
Γ. Χ. Παπαγεωργίου
0 Σχόλια