Η «Κυβέρνηση ανοχής», την οποία προτείνει ο κ. Τσίπρας στον κ. Βαρουφάκη αρχικά και κατόπιν και στον κ. Κουτσούμπα – αν τυχόν γινόταν αποδεκτή – θα συνιστούσε θεσμική και πολιτική ανωμαλία
«Κυβέρνηση» που να μη διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (151), αλλά να «στηρίζεται» στην λεγόμενη «ψήφο ανοχής», είναι όχι απλώς άγνωστη, αλλά πλήρως αντίθετη στο γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος καθώς καταστρατηγεί, καταδολιεύει την «αρχή της δεδηλωμένης». Η αρχή αυτή, καθιερωθείσα από το 1875, επί Χαριλάου Τρικούπη, απαιτεί πρωθυπουργός να διορίζεται ο αρχηγός του κόμματος που έχει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών της Βουλής.
Ακολουθώντας την αρχή αυτή το Σύνταγμα στο άρθρο 37 παρ. 2, εδ. α΄ ορίζει ότι: «Πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός του κόμματος το οποίο διαθέτει στην Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών» (151). Το ίδιο, φυσικά, απαιτείται και για τους λαμβάνοντες διερευνητική εντολή, τρεις, πολιτικούς αρχηγούς, αν κανένα κόμμα δεν διαθέτει 151.
Το Σύνταγμα ορίζει λοιπόν ότι σε κάθε περίπτωση ο πολιτικός αρχηγός που θα διοριστεί Πρωθυπουργός και θα σχηματίσει Κυβέρνηση, πρέπει να έχει την δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της Βουλής, με πλειοψηφία 151 τουλάχιστον Βουλευτών.
Επομένως, κατά τις διατάξεις αυτές, αν ο κ. Τσίπρας δεν διαθέτει 151 έδρες τουλάχιστον, δεν μπορεί να πάρει εντολή σχηματισμού Κυβερνήσεως. Ούτε, βεβαίως, δικαιούται να του την δώσει η Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Παρά ταύτα, και ενώ τα πράγματα είναι απολύτως σαφή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 37 του Συντάγματος, διατυπώνεται η άποψη ότι είναι δυνατός ο σχηματισμός Κυβερνήσεως που να μη διαθέτει 151 βουλευτές, αρκεί να διαθέτει σχετική πλειοψηφία, με «ψήφο ανοχής» ενός ή περισσότερων κομμάτων. Αυτό οφείλεται σε ηθελημένη ή μη, πρόδηλη πάντως, «παρανόηση» των διατάξεων του άρθρου 84 του Συντάγματος που επιβάλλει μέσα σε δέκα πέντε ημέρες από την ορκωμοσία του Πρωθυπουργού, η Κυβέρνηση να εμφανιστεί στην Βουλή για να ζητήσει και να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης.
Και εδώ… εμφιλοχωρεί η «παρεξήγηση». Γιατί η παράγραφος 6 του άρθρου αυτού ορίζεται πώς παρέχεται και πώς αίρεται η εμπιστοσύνη της Βουλής:
«6. Πρόταση εμπιστοσύνης δεν μπορεί να γίνει δεκτή εκτός αν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών η οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα δύο πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών.
Πρόταση δυσπιστίας γίνεται δεκτή μόνο αν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών».
Υποστηρίζεται δηλαδή το συνταγματικώς απαράδεκτο και πολιτικώς αδιανόητο ότι ένας αρχηγός κόμματος που π.χ. διαθέτει 130 βουλευτές μπορεί να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης, αν η Αξιωματική Αντιπολίτευση έχει 102 και τα λοιπά κόμματα δηλώσουν «ανοχή» στην Κυβέρνηση.
Η αλλόκοτη αυτή άποψη θέλει να αγνοεί τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 37 (για να διοριστεί πρωθυπουργός πρέπει να έχει 151 ψήφους), αλλά και αλλοιώνει την έννοια του ιδίου του άρθρου 84. Το οποίο αναφέρεται σε Κυβέρνηση που έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής κατά τον σχηματισμό της. Και ορίζει τις απαιτούμενες πλειοψηφίες για την παροχή (ανανέωση – σχετική)) και την άρση της εμπιστοσύνης (απόλυτη).
Η αληθής αυτή έννοια του άρθρου 84 καταγράφεται σαφέστατα στην σχετική αγόρευση του – ουσιαστικού συντάκτη του Συντάγματος του 1975 – Κων. Παπακωνσταντίνου, κατά την συζήτηση και ψήφιση του άρθρου αυτού. Ο οποίος, επειδή η τότε Αντιπολίτευση ζητούσε η εμπιστοσύνη να παρέχεται και να αίρεται με την ίδια, απόλυτη, πλειοψηφία (151) μεταξύ άλλων είχε πει:
- «Βασίζεται η αρχή της ειδικής πλειοψηφίας διά την παροχήν προτάσεως μομφής εις την προϋπόθεσιν ότι ούτως είναι δυνατόν να εξασφαλισθή ο σχηματισμός μιας νέας Κυβερνήσεως, η οποία θα απολαμβάνη της πλειοψηφίας της Βουλής. Τούτο δε, κατά τινα τρόπον, εξασφαλίζεται εάν η πρότασις μομφής κατά της Κυβερνήσεως γίνη δεκτή από την απόλυτον πλειοψηφίαν του όλου αριθμού των βουλευτών».
- «Η πρότασις παροχής ψήφου εμπιστοσύνης δεν χρειάζεται να έχη, όπως είπον, την απόλυτον πλειοψηφίαν του όλου αριθμού των βουλευτών. Η Κυβέρνησις πρέπει να έχη τύχει της εμπιστοσύνης της Βουλής άμα τω σχηματισμώ της. Η ευνοϊκή κρίσις της Βουλής επί τεθείσης προτάσεως εμπιστοσύνης διαπιστώνει απλώς ότι η Κυβέρνησις εξακολουθεί να απολαμβάνη της εμπιστοσύνης της Βουλής και ότι είναι δυνατόν να συνεχίση το έργον της».
Περισσότερο καθαρά δεν μπορούσε κανείς να υπογραμμίσει ότι η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 84 αφορά αποκλειστικά και μόνο στην «πρόταση εμπιστοσύνης» που καταθέτει η Κυβέρνηση για να συνεχίσει το έργο της και δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την «εμπιστοσύνη» που επιβάλλεται εκ του Συντάγματος κατά την αρχή της δεδηλωμένης να έχει ο εντολοδόχος πρωθυπουργός, προκειμένου η διερευνητική εντολή να μετατραπεί σε εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως.
Το Σύνταγμα, επομένως, ορίζει ξεκάθαρη διαδικασία και απαιτεί καθαρές πολιτικές λύσεις, κατά τους ορισμούς του και όχι με επινοήσεις απροκάλυπτων σκοπιμοτήτων περί… «δεδηλωμένης ανοχής».
Ας μου επιτραπεί να κλείσω με μια τελείως προσωπική παρατήρηση: Με δημοσιογραφική εμπειρία μισού σχεδόν αιώνα πρώτη φορά βλέπω «πρόταση Κυβερνητικής συνεργασίας» να διατυπώνεται με τέτοια επιθετικότητα, εριστικότητα και απειλές από τον προτείνοντα κ. Τσίπρα. Ο οποίος θεωρεί «δεδομένον» τον, ωρυόμενο, κ. Ανδρουλάκη και… υποχρεωμένους να την αποδεχθούν τους κ.κ. Βαρουφάκη και Κουτσούμπα. Οι οποίοι, με την σειρά τους, ασυζητητί την απορρίπτουν προεκλογικά. Φανταστείτε να την αποδεχθούν (οι δύο πρώτοι) μετεκλογικά…
Ανδρέας Ζούλας
0 Σχόλια