To "χάσμα που άνοιξε ο σεισμός", εν προκειμένω ανάμεσα στους κυβερνώντες και τους ψηφοφόρους της Τουρκίας, δεν δείχνει να κλείνει όσο πλησιάζει το ραντεβού της 14ης Μαΐου με την κάλπη των προεδρικών και βουλευτικών εκλογών στη γείτονα. Η πολιτική επιβίωση του Ερντογάν εξαρτάται πλέον από ευφάνταστες τακτικές.
Τα δημοσκοπικά δεδομένα θέλουν τον επικεφαλής του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (CHP) και κοινό υποψήφιο της εξακομματικής "Εθνικής Συμμαχίας" της αντιπολίτευσης Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου να διατηρεί σαφές (αν και όχι απόλυτα ασφαλές) προβάδισμα έναντι του νυν προέδρου, με ανοικτή την πιθανότητα επικράτησής του ακόμη και από τον πρώτο γύρο των εκλογών.
Συγκεκριμένα, ο Κιλιτσντάρογλου καταγράφει ποσοστά πρόθεσης ψήφου της τάξης του 51%, με τον Ερντογάν στο 44%, σύμφωνα με τον μέσο όρο τεσσάρων πρόσφατων δημοσκοπήσεων, κεφαλαιοποιώντας προφανώς και την απόφαση του φιλοκουρδικού, τρίτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος HDP να μην προτείνει δικό του προεδρικό υποψήφιο, πριμοδοτώντας εμμέσως τον αρχηγό του CHP.
Πάντως η "ψαλίδα", που στις αρχές του Μαρτίου είχε ανοίξει στις δέκα μονάδες, δείχνει να κλείνει και σύμφωνα με μία έρευνα, αυτής της Metropoll που ανακοινώθηκε στις 27 Μαρτίου, έχει περιοριστεί στις 2,5 μονάδες. Το παιχνίδι παραμένει ανοικτό.
Η κάλπη των βουλευτικών
Εξού και η τακτική του Ερντογάν συνίσταται στο να οδηγήσει την αναμέτρηση σε δεύτερο γύρο, έχοντας εξασφαλίσει από τον πρώτο γύρο υπεροχή των συμπολιτευόμενων δυνάμεων στις βουλευτικές εκλογές, ώστε να προτείνει στο εκλογικό σώμα την ανάγκη αποφυγής μιας άβολης "συγκατοίκησης" ανάμεσα σε μια Εθνοσυνέλευση και μια εκτελεστική προεδρία υπό τον έλεγχο διαφορετικών παρατάξεων.
Αλλά ούτε και για τις βουλευτικές εκλογές επιτρέπονται ασφαλείς προγνώσεις. Σύμφωνα με τον μέσο όρο των τελευταίων δημοσκοπήσεων 11 διαφορετικών εταιρειών, τον οποίο παρουσιάζει το Euronews, η "Εθνική Συμμαχία" προηγείται με το 42,2% της πρόθεσης ψήφου, ενώ η περί τον Ερντογάν "Λαϊκή Συμμαχία" αποσπά το 40,6%. Ειδικότερα, το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης καταγράφει ποσοστό 32,8%, το CHΡ 27,6%, το εκτός αμφοτέρων των μπλοκ HDP 10,7%, το εθνικιστικό κόμμα της Μεράλ Άκσενερ (δεύτερο μεγαλύτερο της "Εθνικής Συμμαχίας") 10,5%, το συμπολιτευόμενο Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης του Ντεβλέτ Μπαχτσελί 6,5%, το Κόμμα της Πατρίδας 2,9%, και τα κόμματα των Αλί Μπαμπατζάν και Αχμέτ Νταβούτογλου (άλλοτε κορυφαίων συνεργατών του Ερντογάν που προσχώρησαν στην αντιπολίτευση) από 1,3%.
Οι τέσσερις υποψήφιοι
Στις προεδρικές εκλογές εγκρίθηκαν τέσσερις υποψηφιότητες: αυτές του Ερντογάν, του Κιλιτσντάρογλου, του Μουχαρέμ Ιντζέ και του Σινάν Ογάν. Ο τελευταίος εκπροσωπεί το Κόμμα της Νίκης και άλλα τέσσερα εθνικιστικά κόμματα, με ατζέντα κυρίως αντιμεταναστευτική.
Αλλά τα βλέμμα στρέφονται κυρίως στον Ιντζέ – αφού από τις δικές του επιδόσεις κατεξοχήν εξαρτάται το αν οι προεδρικές εκλογές θα οδηγηθούν σε δεύτερο γύρο ή όχι. Συμβαίνει άλλωστε ο Ιντζέ να είναι ο υποψήφιος που αναμετρήθηκε με τον Ερντογάν στις εκλογές του 2019, προταθείς ως ο κύριος υποψήφιος της αντιπολίτευσης από... τον Κιλιτσντάρογλου.
Ο Ιντζέ αποχώρησε από το CHP το 2021 και ίδρυσε το Κόμμα της Πατρίδας. Αποβλέπει στο 15% των ψηφοφόρων (ιδίως νέων) που φέρονται διατεθειμένοι να αποδοκιμάσουν και τα δύο μεγάλα κομματικά μπλοκ και όσους παραδοσιακά προσκείμενοι στην αντιπολίτευση ενοχλούνται από τα κουρδικά ανοίγματα του Κιλιτσντάρογλου. Ο τελευταίος είχε συνάντηση με τον Ιντζέ προσπαθώντας να τον πείσει να αποσύρει την υποψηφιότητά του. Όμως κοντά στα τόσα όπλα που διαθέτει το καθεστώς Ερντογάν (τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού και των μέσων ενημέρωσης, τη στήριξη μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων κτλ.), η ενθάρρυνση ενός ρήγματος στην αντι-ερντογανική ψήφο αποτελεί μια διόλου αμελητέα προσθήκη για τον έλεγχο του εκλογικού αποτελέσματος. Η διαμόρφωση της διαφοράς ψήφων μεταξύ των δύο μονομάχων σε οριακά επίπεδα αλλάζει την ψυχολογία των ψηφοφόρων, αλλά και διευκολύνει τυχόν διαδικαστικές λαθροχειρίες που δεν έχουν έδαφος σε ένα περιβάλλον καθαρής νίκης του Κιλιτσντάρογλου.
Αναπροσαρμογές και αντιφάσεις στην τουρκική εξωτερική πολιτική
Όσο πλησιάζει η ώρα της κάλπης, τόσο περισσότερο επείγεται ο Ερντογάν να επιδείξει έργο στο εξωτερικό μέτωπο. Επιδίωξη αντιφατική, διότι από τη μια προϋποθέτει κλείσιμο μετώπων που αποτελούν πολυτέλεια στην παρούσα προεκλογική, μετασεισμική και γεωπολιτικά ρευστή συγκυρία, αλλά από την άλλη ωθούν σε επιδείξεις "εθνικού μεγαλείου", τουλάχιστον στο ρητορικό επίπεδο.
Σε μια τέτοια επίδειξη προέβη ο Τούρκος πρόεδρος λέγοντας, απευθυνόμενος σε κοινό στρατιωτικών: "Τις επόμενες ημέρες θα εμφανίσουμε στον λαό μας νέα σχέδια που θα αυξήσουν την ισχύ μας στις θάλασσες, στους αιθέρες αλλά και στην ξηρά. Το σημείο που φτάσαμε είναι σημαντικό αλλά δεν είναι στο επίπεδο που θα μας φέρουν στον πραγματικό μας στόχο. Τον αγώνα μας τον συνεχίζουμε με μεγάλο κόπο και πολλούς πόρους, όμως έχει μείνει λίγος χρόνος για να υψώσουμε τη σημαία μας πάνω στα κάστρα. Τα αμυντικά μας προγράμματα τα οποία συνεχίζουμε, τα βλέπουμε ως συμπλήρωμα της πολιτικής και οικονομικής μας ισχύος. Κι αν το πετύχουμε αυτό, με τη βοήθεια του Θεού, θα ξεκινήσει ο "αιώνας της Τουρκίας”. Αυτό δεν θα είναι ένα απλό σύνθημα".
Σε αντίστοιχο πνεύμα ανέσυρε και το "επίτευγμα" της μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, εξαπολύοντας μύδρους για αθέτηση της διαθήκης του Πορθητή, εναντίον του Τεμέλ Καραμολάογλου, ηγέτη του ισλαμιστικού κόμματος Σααντέτ της αντιπολίτευσης, ο οποίος άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο μερικής επαναμετατροπής του μνημείου σε μουσείου.
Μεταξύ ΝΑΤΟ και Πούτιν
Προς το παρόν, πάντως, ο Ερντογάν ακροβατεί ανάμεσα στα διαπιστευτήρια που δίνει προς τη Δύση με την έγκριση από την Τουρκική Εθνοσυνέλευση της εισδοχής της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ από τη μια, και την επιθυμία του από την άλλη να δει τον Βλαντίμιρ Πούτιν να επισκέπτεται τη χώρα του με την αφορμή την έναρξη της τροφοδοσίας του ρωσικής κατασκευής σταθμού ηλεκτροπαραγωγής του Ακουγιού με πυρηνικό καύσιμο στις 27 Απριλίου.
Σε κάθε περίπτωση, είτε με επανεκλογή Ερντογάν είτε με επικράτηση του Κιλιτσντάρογλου, η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας οδηγείται προς μια αναπροσαρμογή, το βάθος και η διάρκεια της οποίας δεν είναι δυνατό να προσδιορισθεί. Οι αλλαγές στις περιφερειακές ισορροπίες (βλ. ενδεικτικά την αποκατάσταση των σχέσεων της Σαουδικής Αραβίας με το Ιράν και συντόμως και με τη Συρία ή τις εντάσεις στον Καύκασο), αλλά και οι ανάγκες της ίδιας της Τουρκίας ενθαρρύνουν τη βελτίωση των σχέσεων με τη Δύση.
Το αν αυτές θα περιλαμβάνουν, στο πνεύμα της ανταλλαγής επιστολών για την 25η Μαρτίου, και την Ελλάδα, αν θα την εξαιρούν ή αν θα την προσπερνούν είναι ένα ερώτημα που δεν μπορεί προκαταβολικά να απαντηθεί.
0 Σχόλια