Οι ελβετικές αρχές μπορεί να απέτρεψαν την καταστροφή αναγκάζοντας σε συγχώνευση τις δύο μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας, την προβληματική Credit Suisse και την ισχυρότερη UBS. Οι ενέργειές τους, ωστόσο, στέλνουν επίσης ένα ανησυχητικό μήνυμα: μιάμιση δεκαετία μετά την τελευταία παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση, οι ρυθμιστικές αρχές εξακολουθούν να μην είναι βέβαιες ότι μπορούν να διαχειριστούν με ασφάλεια την κατάρρευση μιας συστημικά σημαντικής τράπεζας, ακόμη και σχετικά μικρής.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η εξαγορά από την UBS ήταν ίσως η καλύτερη λύση στην οποία θα μπορούσαμε να ελπίζουμε. Δεδομένου του πόσο γρήγορα τράπηκαν σε φυγή οι καταθέτες και οι αντισυμβαλλόμενοι της Credit Suisse και πόσο επειγόντως οι ρυθμιστικές αρχές αναζητούσαν μια συμφωνία μέσα στο σαββατοκύριακο, οποιοδήποτε άλλο αποτέλεσμα θα είχε προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερο όλεθρο. Η ενιαία οντότητα μετά τη συγχώνευση λογικά θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της και να διατηρήσει κρίσιμες λειτουργίες.
Μια εξαγορά που είναι... διάσωση
Ωστόσο, μην αυταπατάστε: πρόκειται για διάσωση. Η ελβετική κυβέρνηση, εκ μέρους των φορολογουμένων, συμφώνησε να παράσχει στην UBS εγγύηση σχεδόν 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων έναντι ζημιών σε ορισμένα περιουσιακά στοιχεία και να καλύψει τυχόν ζημίες με μια πιστωτική γραμμή έκτακτης ανάγκης 108 δισεκατομμυρίων δολαρίων από την κεντρική τράπεζα της Ελβετίας (SNB). Αντιμέτωποι με τη χρεοκοπία της Credit Suisse, οι Ελβετοί αξιωματούχοι έδωσαν στην UBS εκείνο που ήθελε και δημιούργησαν μια ακόμη μεγαλύτερη τράπεζα με ρητά διατυπωμένες κρατικές εγγυήσεις. Αυτό ενισχύει την αντίληψη ότι οι κυβερνήσεις θα στέκονται πάντα πίσω από συστημικά σημαντικές τράπεζες - μια προσδοκία η οποία ενθαρρύνει ακόμη πιο πολύ την ανεύθυνη συμπεριφορά.
Αυτό είναι ιδιαίτερα ατυχής εξέλιξη, δεδομένου ότι οι ρυθμιστικές αρχές σε παγκόσμια κλίμακα πέρασαν την τελευταία δεκαετία προετοιμαζόμενες προκειμένου να ανταποκριθούν διαφορετικά. Όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι ΗΠΑ, έτσι και η Ελβετία δημιούργησε έναν μηχανισμό εξυγίανσης μεγάλων τραπεζών ο οποίος επιτρέπει στους αξιωματούχους των αρμόδιων αρχών να εισέλθουν, να αντικαταστήσουν τη διοίκηση και να ανακεφαλαιοποιήσουν ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα το οποίο καταρρέι χωρίς να διακόπτουν τις παγκόσμιες δραστηριότητές του.
Το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο απαίτησε μάλιστα από τις τράπεζες να έχουν ένα επιπλέον στρώμα χρέους το οποίο να απορροφά ζημιές και το οποίο να μπορεί να διαγραφεί ή να μετατραπεί σε μετοχικό κεφάλαιο, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οποιαδήποτε αναδιάρθρωση δε θα συμβεί σε βάρος των φορολογουμένων και των καταθετών. Η ΕΕ χρησιμοποίησε επιτυχώς τον σχετικό μηχανισμό το 2017, για να σώσει και να πουλήσει την αφερέγγυα Banco Popular της Ισπανίας.
Από πολλές απόψεις, η Credit Suisse ήταν καλή υποψήφια για μια τέτοια διαδικασία. Σε σχέση με τα περισσότερα συστημικά σημαντικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, δεν ήταν εξαιρετικά μεγάλη, με λιγότερα από 600 δισεκατομμύρια δολάρια σε περιουσιακά στοιχεία στο τέλος του 2022 (η Deutsche Bank είχε περισσότερα από 1,4 τρισεκατομμύρια δολάρια). Η δυσκολία της προήλθε κυρίως από την έλλειψη εμπιστοσύνης στη διαχείριση: είχε δραστηριότητες οι οποίες θα μπορούσαν να είναι πολύτιμες στα σωστά χέρια, συμπεριλαμβανομένης της παγκόσμιας διαχείρισης πλούτου και ενός κερδοφόρου εγχώριου τραπεζικού βραχίονα. Είχε πολλά ίδια κεφάλαια και χρέη που θα μπορούσαν να διαγραφούν για την προστασία των φορολογουμένων και των καταθετών - μια πιθανότητα που, κρίνοντας από τις τιμές των μετοχών και των ομολόγων της τράπεζας, οι αγορές πλησίαζαν γρήγορα στο να αποδεχτούν.
"Στο πόδι"
Ωστόσο, όταν η Credit Suisse έφτασε στο χείλος του γκρεμού, οι κρατικοί αξιωματούχοι έδειξαν ελάχιστη πίστη στην ικανότητά τους να λύσουν το πρόβλημα με ασφάλεια. Αντ' αυτού, επέλεξαν μια λύση η οποία επινοήθηκε "στο πόδι". Διέγραψαν περίπου 17 δισεκατομμύρια δολάρια σε ομόλογα bail-in, επέτρεψαν ωστόσο στους μετόχους να λάβουν περισσότερα από 3 δισεκατομμύρια δολάρια σε μετοχές της UBS, ανατρέποντας την παραδοσιακή κλίμακα "αρχαιότητας" των επενδυτών.
Και, φυσικά, θέτουν σε κίνδυνο τους φορολογούμενους. Ίσως θεώρησαν ότι το περιβάλλον της αγοράς ήταν πολύ εύθραυστο, ότι η εμπιστοσύνη είχε υποχωρήσει πολύ χαμηλά για να μπορέσει αποκατασταθεί σε μια νέα διαδικασία αναδιάρθρωσης. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, έδειξαν ότι οι κυβερνήσεις δεν είναι πρόθυμες να πατήσουν τη σκανδάλη - ακόμη και όταν έχουν να κάνουν με ένα ίδρυμα, πόσο μάλλον με μια επανάληψη των πολλαπλών και επάλληλων καταστάσεων έκτακτης ανάγκης του 2008.
Αυτό το επεισόδιο θα πρέπει να εμπνεύσει μια σοβαρή ρυθμιστική ενδοσκόπηση. Τουλάχιστον, εάν ορισμένες τράπεζες εξακολουθούν να είναι πολύ μεγάλες για να χρεοκοπήσουν, οι αξιωματούχοι θα πρέπει να απαιτήσουν πολύ περισσότερα ίδια κεφάλαια για να καταστήσουν εξαρχής λιγότερο πιθανά τέτοια γεγονότα. Ακόμη όμως και τα άφθονα ίδια κεφάλαια δεν θα σταματήσουν απαραιτήτως τα bank run του είδους που γνώρισαν η Credit Suisse και η Silicon Valley Bank. Η αντιμετώπιση αυτής της αστάθειας θα απαιτήσει μια πολύ βαθύτερη επανεξέταση, με στόχο να διασφαλιστεί ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα μπορούν πάντα να αποπληρώνουν τις υποχρεώσεις τις οποίες δημιουργούν.
Μέχρι να συμβεί αυτό, το μάθημα για τις τράπεζες από τη διάσωση της Credit Suisse είναι επικίνδυνο: εάν είστε αρκετά μεγάλοι και μια κατάρρευσή σας μοιάζει τρομακτική, η κυβέρνηση θα σας βάζει πλάτη ούτως ή άλλως.
0 Σχόλια