Το υπουργικό συμβούλιο της Σαουδικής Αραβίας ενέκρινε χθες Τετάρτη την απόφαση σύνδεσης με τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης, υπό καθεστώς "εταίρου διαλόγου” αρχικά, σηματοδοτώντας έτσι το βάθος της προσέγγισης του βασιλείου προς τις ευρασιατικές δυνάμεις, σε απόκλιση από την παραδοσιακή συμμαχία του με την Ουάσιγκτον.
Υπενθυμίζεται ότι ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης ιδρύθηκε το 2001 με ρωσο-κινεζική πρωτοβουλία, ως ένα οιονεί αντι-ΝΑΤΟ για τον ευρασιατικό χώρο, και έχει έκτοτε διευρυνθεί συμπεριλαμβάνοντας την Ινδία, το Πακιστάν και από το περασμένο φθινόπωρο και το Ιράν. Σε αντίθεση πάντως με το ΝΑΤΟ, το οποίο έχει ιστορία 74 ετών, ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης ακόμη αποτελεί ένα μάλλον χαλαρό φόρουμ συνεργασίας στον τομέα της ασφάλειας, με κύρια δραστηριότητα τη διεξαγωγή κοινών στρατιωτικών ασκήσεων.
Η προοπτική σύνδεσης της Σαουδικής Αραβίας με τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης είχε συζητηθεί κατά την επίσκεψη του Κινέζου ηγέτη Σι Τζινπινγκ στο βασίλειο τον περασμένο Δεκέμβριο – και θα πρέπει να ιδωθεί σε συνδυασμό με άλλες κινήσεις, όπως λ.χ. η συμφωνία αποκατάστασης των σχέσεων του Ριάντ με την Τεχεράνη, η οποία επετεύχθη υπό κινεζική διαμεσολάβηση και ανακοινώθηκε στις 10 Μαρτίου στο Πεκίνο.
Σημειώνεται ότι τόσο η Σαουδική Αραβία όσο και το Ιράν φέρονται ως χώρες υποψήφιες για ένταξη στο επόμενο κύμα διεύρυνσης της Ομάδας BRICS, επίσης ρωσο-κινεζικής εμπνεύσεως.
Η φιλοδοξία του ισχυρού άνδρα της Σαουδικής Αραβίας, πρίγκηπα διαδόχου Μοχάμαντ μπιν Σαλμάν να διαφοροποιήσει την οικονομία της χώρας του, απεξαρτώντας την από τη "μονοκαλλιέργεια” του πετρελαίου, οδηγεί, όπως δείχνουν τα πράγματα, σε αντίστοιχες κινήσεις "διαφοροποίησης” ή "αντιστάθμισης κινδύνου” και στο γεωπολιτικό πεδίο.
Υπενθυμίζεται ότι παρά την προνομιακή σχέση της με τις ΗΠΑ σε ό,τι αφορά την προμήθεια εξοπλισμών, αξίας πολλών δισ. δολαρίων, η Σαουδική Αραβία έχει προχωρήσει σε αγορές στρατιωτικού υλικού (κυρίως βαλλιστικών πυραύλων) από την Κίνα ήδη τα έτη 1992, 2007 και 2014, ενώ το 2021, σύμφωνα με πληροφορίες της Wall Street Journal, εισήγαγε κινεζική τεχνολογία για την εγχώρια κατασκευή πυραύλων.
Παράλληλα, την εβδομάδα αυτή ανακοινώθηκε ότι η Saudi Aramco υπέγραψε δύο συμφωνίες κατασκευής μεγάλου πετροχημικού συμπλέγματος και διυλιστηρίου στην Κίνα.
Ο μεγαλύτερος καταναλωτής πετρελαίου στην Ανατολική Ασία και ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου στο δυτικό άκρο της ίδιας ηπείρου εκδηλώνουν ολοένα και εντονότερη τη διάθεση να συναλλάσσονται χωρίς την παρεμβολή τρίτων. Η παγκόσμια κυριαρχία του πετροδολαρίου απειλείται έτσι σε βάθος χρόνου από την εμφάνιση του πετρο-γιουάν.
Η Κίνα επιχειρεί συστηματικά να μεγαλώσει το αποτύπωμά της στην περιοχή του Περσικού Κόλπου και να προωθήσει το νόμισμά της στην αγορά υδρογονανθράκων. Δεν είναι ασήμαντο ορόσημο το γεγονός ότι στο Χρηματιστήριο Πετρελαίου και Φυσικού Αερίου της Σαγκάης μόλις ολοκληρώθηκε η πρώτη αγοραπωλησία LNG, προελεύσεως Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, σε γιουάν, με ενδιάμεσο την γαλλική εταιρεία Total.
Ο αναπροσανατολισμός της Σαουδικής Αραβίας σε μια θέση περισσότερο αυτόνομη στρατηγικά είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων.
Ήδη οι εμπορικές ροές εξηγούν αρκετά: το 2012 οι ΗΠΑ ήταν ο κύριος εμπορικός εταίρος της Σαουδικής Αραβίας, με όγκο συναλλαγών 76 δισ. δολάρια. Το 2021 ο όγκος συναλλαγών είχε περιορισθεί στα 29 δισ. δολάρια, ενώ η Κίνα, η Ινδία και η Ιαπωνία είχαν ξεπεράσει τις ΗΠΑ.
Οι πολιτικοί παράγοντες είναι εξίσου σημαντικοί. Θεμέλιο της αμερικανο-σαουδαραβικής σχέσης ήταν συναλλαγή "πετρέλαιο έναντι ασφάλειας”. Και η σχέση αυτή ήταν τόσο ισχυρή ώστε να αντέξει κλυδωνισμούς, όπως το πετρελαϊκό εμπάργκο του 1973 και η συμμετοχή Σαουδαράβων στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Ωστόσο, ο Οίκος των Σαούντ άρχισε σταδιακά να αμφιβάλλει κατά πόσον οι ΗΠΑ εγγυώνται την ασφάλειά του. Η ανατροπή του Μουμπάρακ στην Αίγυπτο το 2011 με έμμεση αμερικανική ενθάρρυνση υπήρξε μεγάλο σοκ. Το γεγονός ότι ο Μπαράκ Ομπάμα διαπραγματεύτηκε με το Ιράν (μεγάλο περιφερειακό ανταγωνιστή της Σαουδικής Αραβίας) για το πυρηνικό του πρόγραμμα χωρίς να διαβουλευτεί με το βασίλειο αξιολογήθηκε επίσης. Καταλυτικές επίσης υπήρξαν οι επιθέσεις των φιλο-ιρανών ανταρτών Χούθι της Υεμένης το 2019, οι οποίες έθεσαν προσωρινά εκτός λειτουργίας το ήμισυ της σαουδαραβικής πετρελαϊκής υποδομής. Τότε ο Ντόναλντ Τραμπ έσπευσε να δηλώσει χαρακτηριστικά ότι το ζήτημα δεν αφορούσε την αμερικανική ασφάλεια. Αλλά το πώς υπερασπίζεται η Αμερική την ασφάλεια του δικού της προσωπικού στη Μέση Ανατολή έγινε οδυνηρά αντιληπτό το 2020, όταν το Ιράν απάντησε στη δολοφονία του στρατηγού Σολεϊμανί εκτοξεύοντας πυραύλους σε αμερικανικές βάσεις στο Ιράκ, χωρίς να υπάρξει ανταπάντηση. Η δε χαοτική αποχώρηση των Αμερικανών από την Καμπούλ το 2021 οδήγησε τους ενδιαφερόμενους σε εξαγωγή ποικίλων συμπερασμάτων.
Ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν προτίμησε έτσι τον δρόμο της απευθείας συνεννόησης με τους περιφερειακούς του αντιπάλους, εγκαινιάζοντας στη Βαγδάτη τις συνομιλίες που εντέλει καρποφόρησαν στο Πεκίνο. Άλλωστε ο ίδιος, ως το λιγότερο συνδεόμενο με τις ΗΠΑ μέλος της βασιλικής οικογένειας, έχει λόγους να υποψιάζεται ότι η Ουάσιγκτον δεν επιθυμεί την εμπέδωση της εξουσίας του – και η καταγγελία του ρόλου του στην δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Χασόγκι έριξε σκιά στις σχέσεις του με την κυβέρνηση Μπάιντεν. Το Πεκίνο, ως γνωστόν, δεν συνοδεύει τις συναλλαγές του με πολιτικούς όρους.
Τελευταίος παράγοντας ο οποίος επιτάχυνε τις εξελίξεις είναι η κατάσχεση των διαθεσίμων της Τράπεζας της Ρωσίας σε δυτική δικαιοδοσία μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία. Κάθε διεθνής παίκτης ο οποίος έχει λόγους να φοβάται ότι τα διαθέσιμά του μπορεί να βρεθούν όμηρος πολιτικών συγκρούσεων είναι υποχρεωμένος να κάνει βήματα απομάκρυνσης από το δολάριο.
0 Σχόλια