πολιτικός επιστήμων-διεθνολόγος
Καθώς πλησιάζει ένας χρόνος από το ξεκίνημα του πολέμου, πως λάμνει ο Ελληνισμός στον οίνοπα πόντο που προκάλεσε αυτό το τεκτονικό γεωπολιτικό γεγονός του αιώνα μας; Μία σύγκρουση που ήδη έχει εξελιχθεί σε πόλεμο δι’ αντιπροσώπων Δύσης και Ρωσίας, πολλαπλασιάζοντας το ειδικό βάρος της Τουρκίας και θέτοντας εφιαλτικά διλήμματα στην Ελλάδα, την Κύπρο και τον απανταχού Ελληνισμό. Θα επιχειρήσουμε εδώ να αναδείξουμε, έστω ακροθιγώς, ορισμένα σημεία που έχουν μόνο υφολικά περάσει από το φασματοσκόπιο, πέρα από την καθημερινή εξέλιξη στο στρατιωτικό και πολιτικό παίγνιο.
«Δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν». Η μονοπολική στιγμή που διακήρυξε ο Τσαρλς Κραουθάμερ και ο λοιπός θίασος των neocons έχει τελειώσει, όπως πλέον εννόησαν μέχρι και οι αμβλύνοες. Έτι περαιτέρω, στη λοίσθια ζωή του βρίσκεται πια ολόκληρο το διεθνές μεταπολεμικό οικοδόμημα που είχε ως βασικό πυλώνα τον έλεγχο των ανοιχτών θαλασσών από το αμερικανικό πολεμικό ναυτικό, το οποίο και σήμερα αποτελεί τον σπουδαιότερο συντελεστή εθνικής ισχύος των ΗΠΑ.
Η κυβέρνηση ξεκίνησε με σωστά βήματα: ορθώς έπραξε με τη δίχως αστερίσκους καταδίκη της ρωσικής εισβολής, όπως και με την επίπονη αλλά αναγκαία επίνευση στην επιβολή των κυρώσεων. Ήταν εσφαλμένη, όμως, η επέκεινα λυσσαλέα ταύτιση με τις πιο ακραίες απόψεις του μπαϊντενικού επιτελείου (ένα ακροσφαλές μείγμα παλαιοκλιντονικών και νεοσυντηρητικών) χωρίς καν να της ζητηθεί. Η Τόρι Νούλαντ και ο Μπομπ Κέιγκαν δεν θα παραγοντίζουν για πολύ ακόμα. Δεν αντιπροσωπεύουν τις ΗΠΑ, ούτε το μέλλον των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, τις οποίες, ορθότατα, έχει αναβαθμίσει με επιτυχία η παρούσα κυβέρνηση. Και τους Ρώσους τους χρειαζόμαστε στην Κύπρο, όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω.
Στο επιχειρησιακό κομμάτι, η συγκαιριανή σύγκρουση είναι, πράγματι, ένας αρχετυπικά ρωσικός πόλεμος. Σε δύο πράγματα, διαχρονικά, πρωταγωνιστεί η ρωσική στρατιωτική τέχνη: στο πυροβολικό και σε αυτό που οι εμείς οι Δυτικοί έχουμε μάθει να αποκαλούμε counterinsurgency. Μετά το 1945, στην ημέτερη Δυτική προσέγγιση επικράτησε το δόγμα των ευέλικτων τεθωρακισμένων τα οποία, με την κάλυψη της αεροπορικής ισχύος μαχητικών-βομβαρδιστικών επιχειρούσαν το γρήγορο και καίριο πλήγμα στο κέντρο βαρύτητας του εχθρού με τη μέθοδο (για να το θέσουμε αμερικανικά) one-two punch.
Οι Ρώσοι δεν είναι έτσι. Για λόγους ιστορικούς, πολιτισμικούς και γεωγραφικούς («η γεωγραφία είναι πεπρωμένο»), αυτή η ευκλεής Ευρασιατική πολεμική παράδοση βασίζεται εδώ και περισσότερο από 300 χρόνια στην ισχύ του πυροβολικού, το οποίο η Δύση επιμένει να υποτιμά, με ολέθρια αποτελέσματα: οι Ουκρανοί έχουν σήμερα ξεμείνει από πυρομαχικά ακριβώς γιατί μετά το 2014 έχουν επιδοθεί –άτεχνα– στον ψιττακισμό πασών των ημετέρων θεσφάτων. Το πυροβολικό είναι φθηνό, καταστρεπτικό, αείποτε πρόσφορο στην καταβαράθρωση του ηθικού των εχθρών, δεν επηρεάζεται από τις καιρικές συνθήκες, δεν έχει τα μειονεκτήματα των τρομακτικά ευπρόσβλητων αεροπορικών βάσεων και δεν απαιτεί ιδιαίτερα υψηλή εκπαίδευση. Αυτό που σήμερα στο ΝΑΤΟ αποκαλούμε indirect fire αποτελεί πατέντα του ρωσικού αυτοκρατορικού πυροβολικού.
Πάμε τώρα στο counterinsurgency. Όταν χτίζεις το στρατό σου γύρω από το πυροβολικό, μοιραία το πεζικό θα αναλάβει κυρίως ρόλο φύλαξης εξοπλισμού, παρατήρησης και εντοπισμού και, το σπουδαιότερο, κατάκτησης και κατοχής εδάφους και συνακόλουθα συντριβής πάσας αντίστασης. Σε αυτό οι Ρώσοι είναι διαχρονικά λυσιτελείς. Από τους Πολωνούς μέχρι τους Αζέρους, κυριολεκτικά εκατοντάδες λαοί έχουν πικρή εμπειρία από τη ρωσική τακτική για το τσάκισμα εξεγέρσεων και την επιβολή. Όθεν, οι προσπάθειες δημιουργίας αντάρτικού στις περιοχές υπό ρωσική κατοχή έχουν σημειώσει πενιχρά αποτελέσματα (βοηθά και το γεγονός ότι οι Ρώσοι απολαύουν σημαντικής υποστήριξης από τμήμα του πληθυσμού).
Στο οικονομικό σκέλος, η προσπάθεια στραγγαλισμού της Ρωσίας έχει αποτύχει, όπως σημειώνουν σωστά και οι New York Times. Μόλις το 9% των εταιρειών που εδρεύουν στην ΕΕ και στις χώρες της G7 έχουν κλείσει τις ρωσικές θυγατρικές τους. Η ρωσική κεντρική τράπεζα κατάφερε να στηρίξει την αξία του ρουβλίου και οι ρωσικές εισαγωγές έχουν όχι μόνο επανέλθει στα προπολεμικά επίπεδα, αλλά ήδη τα έχουν ξεπεράσει. Η φράση που ψευδώς αποδίδεται στον Λένιν («οι κεφαλαιοκράτες θα μας πουλήσουν το σχοινί με το οποίο θα τους κρεμάσουμε») αποτελεί αστικό μύθο, αλλά εκφράζει μια αιώνια αλήθεια. Όχι βέβαια πως οι «σιλοβίκι» του Πούτιν έχουν κάποια σχέση με τους μπολσεβίκους.
Μία ακόμα συνέπεια του πολέμου και όχι η λιγότερο σημαντική είναι φυσικά η ασφυκτική πίεση που θα ασκηθεί για package deal στην Κύπρο, ώστε να καταστεί δυνατή η εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου, με στόχους το πλήγμα στη ρωσική ενεργειακή ισχύ, την επίτευξη ελληνοτουρκικής εγκάρδιας συνεννόησης και την ενοποίηση Ελλάδας-Τουρκίας-Κύπρου ως αντιρωσικού προγεφυρώματος. Εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος κατευνασμού της Τουρκίας με νέα προδοσία, ισοδύναμη της Ζυρίχης. Αρέσκονται οι μειοδότες να ομιλούν για ρεαλισμό. Ακριβώς επειδή είμαστε ρεαλιστές, ξεκάθαρα και κρυστάλλινα δηλώνουμε ότι η μη επίλυση του Κυπριακού αφ’ εαυτής συνιστά ευλογία, καθώς βραχυκυκλώνει κάθε προσπάθεια συνεργασίας ΝΑΤΟ – ΕΕ στο στρατιωτικό τομέα, δυναμιτίζει τις τουρκοδυτικές σχέσεις και την πολιτική συνεργασία με τα Ευρωπαϊκά όργανα, ενώ διατηρεί στο διεθνοπολιτικό σκηνικό τη στρατιωτική κατοχή εδάφους της Ευρωπαϊκής επικράτειας. Και έτσι ακριβώς θέλουμε να μείνουν τα πράγματα!
Όθεν, τους Ρώσους (στην Κύπρο τουλάχιστον) δεν πρέπει να τους αποξενώνουμε πλήρως. Ποτέ να μη λησμονούμε ότι οι χείριστοι λυμεώνες της Κύπρου δεν είναι οι Τούρκοι, αλλά οι αγιογδύτες Βρετανοί. Στους Αμερικανούς ευλόγως να δώσουμε (και έχουμε ήδη δώσει) πράγματα, στους Βρετανούς τίποτα. Βρίσκονται στο λυκόφως της ισχύος τους, με την εξάχνωση να επιταχύνεται από το Brexit και την μεσοπρόθεσμα αναπόφευκτη ανεξαρτησία των Σκωτσέζων.
ΥΓ. Οι συνεπείς αναγνώστες μας θα θυμούνται ότι υπήρξαμε από τους πρώτους που κατήγγειλαν τους δεσμούς της κυρίας Εύας Καϊλή με το φιλοτουρκικό Κατάρ. Αυτά το 2020, όχι κατόπιν εορτής. Τούτο όμως δεν μας εμποδίζει (αντίθετα, μας προστάζει…) να δηλώσουμε ξεκάθαρα ότι η προσωρινή κράτηση της κας Καϊλή είναι απαράδεκτη και προσβάλλει την Ελλάδα. Όπως γνωρίζουν πολλοί στις Βρυξέλλες, στον πυρήνα του Κατάργκεϊτ εντοπίζεται πράγματι μια γυναίκα των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών. Βελγίδα όμως, όχι Ελληνίδα. Μελαχρινή, όχι ξανθιά. Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη κυρία δεν βρίσκεται καν μεταξύ των κατηγορουμένων επιβεβαιώνει εκκωφαντικά το πόσο στημένη υπήρξε η υπόθεση από τον οιηματία Μισέλ Κλεζ, τον οποίο πολλοί αγνοί Έλληνες εσφαλμένα θεωρούν ως τη βελγική εκδοχή του Χρήστου Σαρτζετάκη. Οι Έλληνες (πρέπει να) είμαστε μια οικογένεια, όμως αντιδρούμε με ακηδία. Γυρίσαμε δηλαδή στη δεκαετία του 1940, τότε που ο Βρετανός Στιούαρτ Ρόλινς χτυπούσε με μαστίγιο τον στρατηγό Βεντήρη και ο Αμερικανός Πολ Πόρτερ χαστούκιζε τον υπουργό Συντονισμού Στεφανόπουλο. Μπράβο μας… Άραγε οι Ισραηλινοί πως θα αντιδρούσαν σε περίπτωση που η κα Καϊλή ήταν συμπατριώτισσά τους; Ρητορική η ερώτηση.
0 Σχόλια