Sponsor

ATHENS WEATHER

Η… ματαιότητα της μομφής και η κρίση για τους κρίνοντες


Στην πολιτική καθημερινότητα γίνονται πολύ συχνά πράγματα τα οποία, παρόλο που είναι προφανώς μάταια, δεν μπορεί κανείς να τα αποφύγει, ιδίως αν είναι επαγγελματίας του είδους και έχει επιλέξει να ακολουθήσει την πεπατημένη

Πάρτε για παράδειγμα τις διάφορες συναθροίσεις κομματικών οργάνων, στις οποίες μαζεύονται οι ίδιοι και οι ίδιοι άνθρωποι που, μάλιστα, κατά τεκμήριο συμφωνούν μεταξύ τους και αναλώνονται σε χειροκροτήματα προς τον ομιλητή, ο οποίος συνήθως είναι ο αρχηγός τους με τον οποίο ουδείς διαφωνεί.

Η όλη τελετουργία στήνεται αποκλειστικά και μόνον για το τηλεοπτικό θεαθήναι και πιο συγκεκριμένα για να επιλέξουν οι δημοσιογράφοι μια ατάκα που θα παίξει στα δελτία ειδήσεων και θα γίνει τίτλος σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης.

Έναν τέτοιο χαρακτήρα είναι σαφές πως είχε, για όποιον τουλάχιστον διέθετε τον χρόνο και την υπομονή να την παρακολουθήσει, η πρωτοβουλία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υποβάλει πρόταση δυσπιστίας προς την κυβέρνηση με αφορμή το πολυσυζητημένο θέμα των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων.

Με εξαίρεση ίσως λίγους πολύ θερμοκέφαλους φανατικούς, δεν μπορώ να φανταστώ άλλους και κυρίως ανθρώπους με στοιχειώδη κοινό νου που να θεώρησαν ότι πλησίαζε η ώρα να πέσει η κυβέρνηση όταν είδαν τον Αλέξη Τσίπρα να βγαίνει το πρωί της περασμένης Τρίτης από τα γραφεία της ΑΔΑΕ με τον γνωστό φάκελο ανά χείρας και το βράδυ της ίδιας μέρας να προαναγγέλλει έξω από το Προεδρικό Μέγαρο ότι την επομένη ημέρα θα δημοσιοποιούσε το περιεχόμενό του από το βήμα της Βουλής.


Δεν ήταν μόνον που τα στοιχεία του φακέλου τον οποίο κρατούσε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είχαν διαρρεύσει στα φιλικά του μέσα λίγο μετά την αναχώρησή του από τα γραφεία της ανεξάρτητης αρχής, που είναι ταγμένη να… διασφαλίζει το απόρρητο των επικοινωνιών, ήταν πολύ περισσότερο που το ίδιο βράδυ η κυβέρνηση προέτρεπε επισήμως, δια του εκπροσώπου της Γιάννη Οικονόμου, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υποβάλει πρόταση μομφής (δυσπιστίας).

Κακά τα ψέματα, όμως, παρόλο που ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ είχε χάσει το momentum του πολιτικού αιφνιδιασμού, που είναι συνήθως εκείνο που δίνει υπόσταση σε τέτοιες κοινοβουλευτικές πρωτοβουλίες, η πρόταση μομφής, την οποία εντέλει υπέβαλε ο κ. Τσίπρας, ήταν πλέον μονόδρομος. Ήταν μια πρόταση, την οποία δεν μπορούσε να ματαιώσει, ακόμη και αν ο ίδιος ήταν βέβαιος -που ήταν!- για το προεξοφλημένο αποτέλεσμά της.

Με βάση τις εγχώριες, αλλά και τις διεθνείς, κοινοβουλευτικές παραδόσεις, οι προτάσεις δυσπιστίας αποκτούν πολιτικό νόημα σε δύο περιπτώσεις: Πρώτον όταν μια κυβέρνηση αντιμετωπίζει ζητήματα εσωτερικής συνοχής. Και, δεύτερον, όταν βρίσκεται σε προφανή δυσαρμονία με τη λαϊκή βούληση. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, καμία από τις δύο προϋποθέσεις δεν φαίνεται να εκπληρώνεται.

Η «επένδυση» στελεχών και υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ στη διαφοροποίηση «καραμανλικών» και «σαμαρικών» βουλευτών, ήταν εξ αρχής μια απόλυτη ψευδαίσθηση που κατέληξε φρούδα ελπίδα. Δεν υπάρχει βουλευτής που να έχει εκλεγεί με κάποιο κόμμα και να είναι διατεθειμένος λίγες βδομάδες πριν από την προκήρυξη των εκλογών να αποσκιρτήσει από την παράταξη με την οποία εξελέγη. Πολύ περισσότερο όταν αυτή η παράταξη προηγείται σε όλες ανεξαιρέτως τις δημοσκοπήσεις και στην κοινωνία δεν έχουν διαμορφωθεί συνθήκες που να προοιωνίζονται πολιτική αλλαγή.

Συμπερασματικά, η πρόταση μομφής του ΣΥΡΙΖΑ κατά της κυβέρνησης ήταν μια αναμφισβήτητα μάταιη πρωτοβουλία. Μάταιη υπό την έννοια ότι ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Αν η σκοπιμότητα της πρόκλησης της κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης εξαντλείται στην πληροφόρηση της κοινής γνώμης ότι η κυβέρνηση έχει εμπλακεί σε αντιθεσμικές και ενδεχομένως παράνομες διαδικασίες, έχει καλώς. Ως εκεί όμως.

Διότι, κατά τα λοιπά, είναι ακραία αντιφατικό την ίδια ώρα που ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιεί την έκφραση του Ελευθερίου Βενιζέλου σύμφωνα με την οποία «υπάρχουν δικασταί εις τας Αθήνας», στελέχη του κόμματος από το ίδιο το βήμα της Βουλής να μιλούν για «διεφθαρμένους εισαγγελείς» που έθεσαν στο αρχείο υποθέσεις που κινήθηκαν από τους ίδιους σε βάρος πολιτικών τους αντιπάλων.

Θα πρέπει κάποια στιγμή σε αυτόν τον τόπο να συμφωνήσουμε όλοι ότι πρέπει να εμπιστευόμαστε τη Δικαιοσύνη, όπως πολύ σωστά δήλωνε πριν από λίγο καιρό ο κ. Τσίπρας έξω από το γραφείο του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, και να μην το κάνουμε αυτό επιλεκτικά. Δεν γίνεται να θεωρείται αδέκαστος ο Χρήστος Ράμμος επειδή έγινε πρόεδρος ανεξάρτητης αρχής κατόπιν εισηγήσεως του γνωστού και μη εξαιρετέου Δημήτρη Παπαγγελόπουλου και να στοχοποιείται ανελέητα ο Ισίδωρος Ντογιάκος επειδή ανέλαβε το αξίωμα του με πρόταση του νυν υπουργού Δικαιοσύνης Κώστα Τσιάρα.

Αναμφίβολα και οι κρίνοντες κρίνονται για τις πράξεις και τις παραλείψεις τους. Αλλά με τα ίδια μέτρα και σταθμά. Και όχι με απολύτως ιδιοτελή κριτήρια.

Γρηγόρης Τζιοβάρας

* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια