Βρισκόμαστε, χωρίς αμφιβολία, στο πιο επικίνδυνο σημείο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, τουλάχιστο μετά την κρίση των Ιμίων (1996).
Γράφει ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος
Το κλίμα που τώρα επικρατεί μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι πρόσφορο είτε για στρατιωτικό επεισόδιο, που μπορεί όμως να έχει μείζονες επιπτώσεις, όπως και εκείνο των Ιμίων (που μας οδήγησε στη συμφωνία Χόλμπρουκ, τη Μαδρίτη, τον Οτσαλάν και το Σχέδιο Ανάν), είτε για γενικευμένη καταστρεπτική σύρραξη.
Είναι πρόσφορο γιατί αν, ακόμα και από λάθος, καταρριφθεί ένα αεροσκάφος ή βυθιστεί ένα πλοίο της μίας ή της άλλης πλευράς, η πλευρά που θα το χάσει θα βρεθεί υπό τεράστια πολιτική πίεση, ιδίως σε προεκλογική περίοδο, να απαντήσει στρατιωτικά και κλιμακώνοντας. Αυτό κινδυνεύει να θέσει τις δύο πλευρές σε αυτοτροφοδοτούμενη συγκρουσιακή τροχιά και δεν ξέρουμε πού και αν θα σταματήσει η κλιμάκωση, στο μέτρο μάλιστα που οι ΗΠΑ δεν διαθέτουν σήμερα τον ολοκληρωτικό έλεγχο της Τουρκίας που διέθεταν στο παρελθόν, ενώ η διεθνής αστάθεια αλλά και η ρευστότητα στις σχέσεις Ουάσιγκτον και Άγκυρας έχει φτάσει σε πρωτοφανή ύψη.
Τα όπλα που διαθέτουν Ελλάδα και Τουρκία σήμερα έχουν πολύ μεγαλύτερη καταστρεπτική ισχύ από ό,τι στο παρελθόν. Το κόστος μιας γενικευμένης σύρραξης θα είναι πολύ μεγαλύτερο από το ενδεχόμενο «κέρδος» ενός «νικητή». Σημειωτέον ότι η Ελλάδα έχει μόνο να χάσει από μια σύγκρουση, εκτός αν κάποιος είναι αρκετά παλαβός για να πιστεύει ότι θα πάρουμε την Πόλη ή τη Σμύρνη ή ότι θα διαλύσουμε την Τουρκία. Ευτυχώς δεν υπάρχουν σήμερα τόσοι και τόσο μουρλοί.
Καλό θα είναι επίσης όποιος θέλει να αναλύει την κατάσταση στην περιοχή μας να θυμάται και την τραγική κατάσταση της Ελλάδας, ως κοινωνίας και κράτους. Οι μόνοι που δεν τη σκέφτονται είναι το πολιτικό και εκδοτικό προσωπικό της, μεσοαστικής ή και μεγαλοαστικής κοινωνικής θέσης και ψυχολογίας, οι οποίοι όντως δείχνουν να βρίσκονται κυριολεκτικά στον κόσμο τους. Ακόμα και στις ιδιωτικές συζητήσεις τους δεν θίγεται σχεδόν ποτέ η γενική κατάσταση της χώρας, αλλά μόνο το ποιος θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές.
Ανεξαρτήτως όμως και αυτού του παράγοντα, ένας γενικός πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας σήμερα δεν θα έχει νικητή. Θα έχει μόνο ηττημένους.
Πόλεμος: Κάτω από ποιους όρους και για ποιο σκοπό;
Χρειάζεται στο σημείο αυτό να ξεκαθαρίσουμε την άποψή μας για τον πόλεμο.
Φυσικά η Ελλάδα πρέπει να πάει σε πόλεμο και να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα στη διάθεσή της, αν η Τουρκία επιχειρήσει την κατάληψη της Θράκης, της Χίου, του Καστελόριζου ή της ελεύθερης Κύπρου. Γιατί, αν δεν το κάνει, θα παύσει να υπάρχει εντελώς ως κράτος και ο ελληνικός λαός θα γνωρίσει τη μεγαλύτερη τραγωδία της νεώτερης ιστορίας του.
Όπως έπρεπε να κάνει πόλεμο το 1974 για να σώσει την Κύπρο. Αν άλλωστε ήταν από πριν αποφασισμένη να τον κάνει, δεν θα γινόταν τίποτα στο νησί.
Βέβαια άλλο αυτό και άλλο το να επιτεθεί η Ελλάδα πρώτη, είτε γιατί έχει δήθεν «πληροφορίες» από δήθεν «συμμάχους» πως θα της επιτεθεί η Τουρκία, όπως παρ’ολίγον να συμβεί το 2018 (δες και εδώ).
Όσοι εξαίρουν (και δεν είναι λίγοι δυστυχώς, ιδίως στους αμυντικούς κύκλους) τις επιδόσεις του Ισραήλ στον «προληπτικό πόλεμο» κατά το παρελθόν, μεταφέρουν αστόχαστα στα ελληνοτουρκικά τα μοντέλα τελείως διαφορετικών κρατών σε τελείως διαφορετικές καταστάσεις. Άλλωστε, το Ισραήλ δεν έχει χρησιμοποιήσει αυτή τη μέθοδο τα τελευταία τριάντα χρόνια εναντίον των Αράβων και τον ένα πόλεμο που έκανε ευθέως κατά της Χεζμπολάχ στον Λίβανο το 2006 τον έχασε. Τους Αμερικανούς έβαλε να κάνουν τους πολέμους στη Μέση Ανατολή και αυτούς αγωνίζεται, με νύχια και με δόντια, εδώ και δύο δεκαετίες σχεδόν να σπρώξει κατά του Ιράν. Το σχέδιο όλων αυτών των πολέμων το επεξεργάστηκαν οι Νεοσυντηρητικοί, υπό την καθοδήγηση και με χρηματοδότηση του Μπέντζαμιν Νετανιάχου (βλ. την κομβικής σημασίας έκθεση A Clean Break: A New Strategy for Securing the Realm), που είχε όμως την ευφυία (και τη δυνατότητα) να κρατήσει τη χώρα του εντελώς έξω και από τις συρράξεις και από την ευθύνη για αυτές. Well done, που λένε και οι Αμερικανοί.
Μια ιστορική υπενθύμιση
Επειδή έχει πολύ κρίσιμη σημασία να θυμόμαστε όσα μας συνέβησαν, νομίζουμε καλό είναι να υπενθυμίσουμε δύο πράγματα για το πώς φτάσαμε στην κατάληψη της μισής Κύπρου το 1974, την εκδίωξη του ελληνικού πληθυσμού από τον Βορρά του νησιού και αυτό που ο πτέραρχος Κουρής ονόμασε πεντηκονταετή «ψυχρό πόλεμο» Ελλάδας και Τουρκίας. Έναν πόλεμο που συνέβαλε, λόγω του τρόπου που διεξήχθη από την Αθήνα και του χαρακτήρα της ελληνικής ολιγαρχίας, και στην κλιμάκωση της διαφθοράς και της διαπλοκής στο πολιτικό σύστημα και στην οικονομική κατάρρευση της πατρίδας μας.
Έχει αυτό σημασία, γιατί είναι οι ίδιοι βαθύτεροι παράγοντες, ιδίως η ξένη εξάρτηση, η αναπηρία του κράτους μας και οι αδυναμίες του κοινωνικού μας σχηματισμού συνολικά, που δρουν στο ιστορικό μας υπόβαθρο, προκαλώντας όμως κάθε φορά διαφορετικά αποτελέσματα, ανάλογα με τις μεταβαλλόμενες συνθήκες.
Δύο ήταν οι προϋποθέσεις για να τεθεί σε εφαρμογή το διπλό έγκλημα (χουντικό πραξικόπημα και τουρκική απόβαση) στην Κύπρο.
Η πρώτη ήταν να υπάρχει στρατιωτική δικτατορία στην Ελλάδα και για αυτό έγινε το 1967 η δικτατορία του Παπαδόπουλου, την οποία προετοίμασε η απομάκρυνση του λαοπρόβλητου πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου το 1965 και η Αποστασία. Μία από τις πρώτες ενέργειες της χούντας του Παπαδόπουλου ήταν η απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο.
Σημειωτέον ότι ένας Ισραηλινός αξιωματούχος που επισκέφθηκε την Ελλάδα, το 1955, για να συζητήσει το Κυπριακό με τους Έλληνες πολιτικούς, είχε την προφητική ικανότητα να προβλέψει από τότε, στην έκθεση που υπέβαλε στο ισραηλινό Υπουργείο Εξωτερικών, ότι αυτό το ζήτημα μπορεί να λυθεί μόνο όταν στην Ελλάδα κυβερνά μια κυβέρνηση που δεν θα δίνει λογαριασμό στο λαό.
Η δεύτερη προϋπόθεση ήταν ο ασφυκτικός έλεγχος όλου του ελληνικού στρατεύματος, από τον βαθμό του λοχαγού και πάνω, από τους Αμερικανούς. Έλεγχος που απεδείχθη περίτρανα, όταν ο Ιωαννίδης κατάλαβε ότι τον γέλασαν και θέλησε να επιτεθεί στην Τουρκία, για να διαπιστώσει ότι κανείς δεν τον υπάκουε πια. Ο δικτάτωρ, αναθρεμμένος στο σχολείο της εμφυλιακής και μετεμφυλιακής Ελλάδας-προτεκτοράτου, στο σχολείο δηλαδή της ΚΥΠ, της CIA, του Gladio και του ΙΔΕΑ και μην αντέχοντας να αποκηρύξει τους δασκάλους του, αυτούς στους οποίους αφιέρωσε όλη του τη ζωή και που υπηρέτησε πιστά, νομίζοντας ότι έτσι υπηρετεί την Ελλάδα, πέθανε χωρίς να μιλήσει για το τι συνέβη. Γιατί, όπως είπε, «αν μιλήσω θα γίνουν όλοι οι Έλληνες κομμουνιστές».
Από την Κύπρο στην Exxon
Το ξαναλέμε: Ασφαλώς θα πρέπει να πάμε σε πόλεμο για να υπερασπίσουμε την ελληνική επικράτεια και την ελεύθερη Κύπρο (που, κατά τρόπο εγκληματικά ανόητο, η κυβέρνηση δεν περιέλαβε στην ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία). Γιατί είμαστε οι Έλληνες ήδη με την πλάτη στον τοίχο, όχι μόνο στα ελληνοτουρκικά, αλλά σε όλα τα «μέτωπα», την οικονομία, την κοινωνία, την ηθική και τον πολιτισμό, τη δημογραφία. Δεν αντέχουμε άλλη μεγάλη ήττα, θα διαλυθούμε εντελώς. Ούτε μπορεί να υπάρξει Ελλάδα χωρίς Αιγαίο ή χωρίς Κύπρο.
Αν όμως δεν πήγαμε σε πόλεμο για να σώσουμε τους Έλληνες της Κύπρου το 1974, θα ήταν ασφαλώς γελοίο, τυχοδιωκτικό και αυτοκτονικό συνάμα να πάμε τώρα σε πόλεμο (όπως παρ’ ολίγον να μας συμβεί το 2020) για τον ισραηλινό «αγωγό-φάντασμα» EastMed, που δεν επρόκειτο να γίνει ποτέ ή διεκδικώντας μια ΑΟΖ μέχρι τον πλανήτη Άρη, που δεν θα μας έδινε ποτέ κανένα Διεθνές Δικαστήριο (και την οποία παραχωρήσαμε οι ίδιοι, σε ένα αποκορύφωμα ασυναρτησίας, εμμέσως στην Τουρκία δια της συμφωνίας Δένδια με την Αίγυπτο, που αναγνώρισε μόνο 70% επήρεια στην Κρήτη). Ή να πάμε σε πόλεμο για να προστατεύσουμε τις γεωτρήσεις της Exxon ή γιατί κάποιοι ενδεχομένως θέλουν να τα βάλουν με το καθεστώς Ερντογάν (προσοχή, όχι με την Τουρκία την ίδια) δι’ αντιπροσώπων.
Και επειδή πολλά λέγονται εσχάτως για την Εxxon, η εταιρεία αυτή έχει ισχύ όσο πολλά κράτη μαζί, αλλά και καθοριστική επιρροή στην πολιτική των ΗΠΑ. Αν θέλουμε να παραχωρήσουμε τα κοιτάσματά μας στην εταιρεία αυτή, εννοείται ότι το λιγότερο που θα πρέπει να ζητήσει κανείς είναι να φροντίσει για την άμυνα των εκμεταλλεύσεων αυτών. Ας μην ανησυχούν οι ιθύνοντες, έχει τον τρόπο της.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια