Δεν ξέρω πόσοι συμπολίτες μας είχαν την απορία, την υπομονή, τη διάθεση ή και την υπομονή, αφού, εκτός των άλλων, ήταν και σε ώρες εργάσιμες, να παρακολουθήσουν την πολυαναμενόμενη κόντρα των πολιτικών αρχηγών στη Βουλή για την υπόθεση -ή αν θέλετε το σκάνδαλο- των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων που απασχολεί την επικαιρότητα από τις αρχές του περασμένου Αυγούστου
Επειδή ήμουν ένας από εκείνους που από επαγγελματική υποχρέωση (ή και… διαστροφή) την παρακολούθησα σχεδόν από την αρχή έως το τέλος της, μπορώ να διαβεβαιώσω όσους δεν είχαν αυτή την ευκαιρία ότι δεν έχασαν τίποτε, αν δεν κέρδισαν κιόλας. Παρότι τόσο από την πλευρά της κυβέρνησης όσο και από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχαν καλλιεργηθεί προσδοκίες, το αποτέλεσμα ήταν πολύ κατώτερο του ανανεωμένου και από όσους ήταν στη Βουλή ή στήθηκαν μπροστά στις τηλεοράσεις τους ουδείς έγινε σοφότερος.
Παρακολουθώντας τις ένθεν κακείθεν αιτιάσεις και την αδυναμία να συμφωνήσουν σε έναν ελάχιστο παρονομαστή κοινής λογικής, όπως, για παράδειγμα, αν το βάρος της απόδειξης μιας καταγγελίας φέρει ο καταγγέλλων ή ο καταγγελλόμενος, μου δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι οι μόνοι κερδισμένοι από όλη αυτή τη συζήτηση είναι οι κάθε λογής ψεκασμένοι και συνωμοσιολόγοι που τα έχουν όλα φίρδην μίγδην στο μυαλό τους και αρκούνται στις εύκολες εξηγήσεις ότι «όλα είναι στημένα από το σύστημα και τη νέα τάξη πραγμάτων».
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δεν πήγαινε επί πέντε εβδομάδες στη Βουλή, όπως τον (εγ)καλούσε να δώσει εξηγήσεις ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας με αφορμή τα δημοσιεύματα για λίστες παρακολουθούμενων. Η δικαιολογία την οποία προέβαλε ήταν ότι ετοίμαζε «θεσμική απάντηση» με τη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης του.
Μόνον, όμως, που το κυβερνητικό νομοθέτημα που προωθείται τέσσερις μήνες μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου, κάθε άλλο παρά ως «θεσμική απάντηση» μπορεί να εκληφθεί από τη στιγμή που ούτε μάθαμε ούτε θα μάθουμε ποτέ γιατί ένας Έλληνας πολίτης (πολύ περισσότερο που συμβαίνει να είναι και πολιτικός), ο Νίκος Ανδρουλάκης, τέθηκε παραλλήλως υπό καθεστώς παρακολούθησης τόσο από την ΕΥΠ όσο και από ιδιώτες (;) που διέθεταν το διαβόητο λογισμικό predator.
Πεισματικά και ετσιθελικά η κυβέρνηση επέμεινε στην κατάργηση του δικαιώματος του παρακολουθούμενου να ενημερώνεται ότι τέθηκε σε καθεστώς επισύνδεσης μόλις ολοκληρωθεί ο χρόνος παρακολούθησής του και εφόσον δεν προκύψει κάτι εις βάρος του. Ήταν μια ρύθμιση η οποία ίσχυσε από το 1994 μέχρι το 2021, οπότε καταργήθηκε χωρίς ποτέ να εξηγηθεί πως διακυβεύθηκε η εθνική ασφάλεια από την εφαρμογή της. Εφεξής θα πρέπει να περάσουν τρία χρόνια για να μπορέσει κάποιος να επιβεβαιώσει ότι τον παρακολουθούσαν οι αρχές της χώρας είτε από άστοχη επιλογή είτε από κακόβουλη καταγγελία. Ζήσε Μάη μου…
Από την άλλη, άγονη και προβληματική αποδείχθηκε η παράσταση που έδωσε από το βήμα της Βουλής ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, αποπειρώμενος να αποσπάσει απαντήσεις από τον πρωθυπουργό αν παρακολουθούσε τους υπουργούς του και την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων ή γιατί δεν μηνύει τους δημοσιογράφους που γράφουν όσα γράφουν.
Αλήθεια, τί νόημα έχει το ερώτημα αν θα παραιτηθεί ο κ. Μητσοτάκης εφόσον αποδειχθεί ότι παρακολουθούσε τον υπουργό του Κωστή Χατζηδάκη ή τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ στρατηγό Φλώρο; Υπήρχε περίπτωση να έμενε έστω και ένα λεπτό στο Μέγαρο Μαξίμου αν τεκμηριωνόταν κάτι τέτοιο; Όσο για τις μηνύσεις, είναι ακόμη πιο αστείος ο ισχυρισμός που διατυπώθηκε όταν είναι γνωστό ότι τα φιλικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ μέσα… χάλασαν τον κόσμο, κάνοντας λόγο για εκφοβισμό, όταν ο τέως γενικός γραμματέας Γρηγόρης Δημητριάδης προχώρησε σε αγωγές για όσα του καταμαρτυρήθηκαν γύρω από τη συγκεκριμένη υπόθεση.
Είναι προφανές ότι οι ακτιβιστικού χαρακτήρα επισκέψεις που έκανε τις προηγούμενες ημέρες ο Αλέξης Τσίπρας στον Άρειο Πάγο και στην Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΑΔΕ) δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα. Είτε διότι δεν υπάρχουν στοιχεία για παρακολουθήσεις είτε επειδή τα ίχνη αυτά σβήστηκαν. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση οι ατεκμηρίωτες μεγαλοστομίες φαίνεται ότι δεν σώζουν τα προσχήματα. Ούτε πείθουν κανέναν άλλο πέραν των τυφλά φανατικών ότι ο Αλέξης Τσίπρας, όπως γράφουν τα φιλικά του μέσα, «έτρεψε σε φυγή» τον Κυριάκο Μητσοτάκη επειδή του παρεχώρησε το βήμα για να… ομολογήσει!
Κακά τα ψέματα, αν η αξιωματική αντιπολίτευση και οι φιλικές προς αυτήν επικοινωνιακές και άλλες δυνάμεις διέθεταν στοιχεία για όσα ισχυρίζονται θα τα είχαν ρίξει στην αγορά και η κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να σταθεί όποια δέσμευση και αν είχε αναλάβει ο πρωθυπουργός απέναντι στον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε φυσικά θα χρειαζόταν ο Αλέξης Τσίπρας να επικαλείται ως δικά του επιχειρήματα τις δηλώσεις των πρώην πρωθυπουργών Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά ότι δεν θέλουν να πιστέψουν ότι η κυβέρνηση υπέκλεπτε τηλεφωνικές συνομιλίες και πως αν ίσχυαν όλα αυτά, θα επρόκειτο για μια αντιδημοκρατική εκτροπή.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τόσο η επίκληση του απορρήτου από την κυβέρνηση για να μην αποκαλυφθεί το τι πραγματικά λάμβανε χώρα στην ΕΥΠ επί των ημερών του κ. Κοντολέοντος όσο και οι ατεκμηρίωτες καταγγελίες για παρακολουθήσεις με απόπειρα μάλιστα εμπλοκής ανώτατων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων δίνουν «τροφή» σε κάθε είδους ψεκασμένους και συνωμοσιολόγους. Ας λάβουμε, άλλωστε, υπόψη μας όσα αποκαλύφθηκαν -μέσω παρακολουθήσεων προφανώς- πρόσφατα στο Βερολίνο με τους επίδοξους πραξικοπηματίες ή όσα αποτολμήθηκαν τον Ιανουάριο του 2021 στην Ουάσιγκτον με την έφοδο των οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο.
Η αδυναμία των πολιτικών δυνάμεων να συνεννοηθούν στα στοιχειώδη και η γενικευμένη αμφισβήτηση των θεσμών και της λογικής έχουν συχνά ολέθρια αποτελέσματα. Και δεν θα είναι μακριά από την πραγματικότητα όποιος υποστηρίξει ότι οι εγχώριοι ομοϊδεάτες των Γερμανών πραξικοπηματιών και των όπου γης τραμπιστών θα… έτριβαν τα χέρια τους παρακολουθώντας τη συζήτηση στη Βουλή.
Γρηγόρης Τζιοβάρας
0 Σχόλια