Το περασμένο Σάββατο, σε απάντηση προς την επίθεση με εναέρια και υποβρύχια drones ενάντια στον ναύσταθμο της Σεβαστούπολης, η Ρωσία ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από την συμφωνία για την εξαγωγή ουκρανικών σιτηρών, η οποία είχε συναφθεί στις 22 Ιουλίου και προβλεπόταν να έχει αρχική διάρκεια 120 ημερών.
Η απόφαση της Ρωσίας δικαιολογήθηκε με το επιχείρημα ότι οι ασφαλείς διάδρομοι ναυσιπολοϊας τους οποίους δημιουργούσε η συμφωνία χρησιμοποιούνται για την διενέργεια στρατιωτικών επιχειρήσεων, όπως αυτή στη Σεβαστούπολη. Ωστόσο, αποτελούσε κοινό μυστικό ότι η ρωσική πλευρά αναζητούσε ούτως ή άλλως τρόπους να απεμπλακεί από τη συμφωνία ή να την επαναδιαπραγματευθεί, διότι θεωρούσε ότι δεν εκπληρούνται οι όροι που ενδιέφεραν την ίδια, ήτοι η διευκόλυνση της εξαγωγής σιτηρών και λιπασμάτων από τη Ρωσία.
Ο ίδιος ο Βλαντίμιρ Πούτιν έχει δημοσίως χλευάσει την συμφωνία, υποστηρίζοντας ότι αφενός τα εξαχθέντα στο πλαίσιό της σιτηρά κατευθύνθηκαν κυρίως προς ανεπτυγμένες χώρες (και όχι προς τις διατροφικά εξαρτημένες περιοχές της Αφρικής και της Ασίας, που αποτελούσαν το διακηρυγμένο αντικείμενο του διεθνούς ενδιαφέροντος) και αφετέρου ότι η αγροτική παραγωγή της Ουκρανίας αποτελεί στην πραγματικότητα πλέον ένα πρότζεκτ της Δύσης, μετά την εξαγορά τεράστιων ουκρανικών γαιών από διεθνείς ομίλους.
Όπως δήλωσε ειρωνικά στις 7 Σεπτεμβρίου, από τα 87 πλοία με ουκρανικά σιτηρά που είχαν πραγματοποιήσει δρομολόγια στον πρώτο ενάμιση μήνα ισχύος της συμφωνίας, μόνο δύο είχαν τροφοδοτήσει διατροφικά επισφαλείς χώρες, συγκεκριμένα την Υεμένη και το Τζιμπουτί.
Ωστόσο, ευθύς μετά τις ανακοινώσεις του Σαββάτου η Μόσχα άρχισε να τροποποιεί το μήνυμά της, δηλώνοντας (λ.χ. στην επί του θέματος συζήτηση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ τη Δευτέρα) ότι "υποχρεώθηκε” να αποσυρθεί από τη συμφωνία μόνο "προσωρινά”. "Η χρήση του ασφαλούς διαδρόμου για τρομοκρατικές επιθέσεις στον Στόλο της Μαύρης Θάλασσας είναι απαράδεκτη. Δεν μπορεί να υπάρξει συμφωνία για τα σιτηρά υπό τους προηγούμενους όρους”, τόνισε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος της ρωσικής Δούμας, Βιατσεσλάβ Βολόντιν (με τους "προηγούμενους όρους” να αποτελούν ασφαλώς τη λέξη-κλειδί), ενώ και ο πρωθυπουργός της Ρωσίας Μιχαήλ Μισούστιν δήλωσε την Τρίτη ότι η χώρα του θα συνεχίσει να συμμετέχει στις προσπάθειες αναβίωσης της συμφωνίας. Και διόλου τυχαία, ο εκ των αρχιτεκτόνων της συμφωνίας Ταγίπ Ερντογάν ανέφερε ότι συνεχίζει τις προσπάθειες αναβίωσής της συμφωνίας "για το καλό της ανθρωπότητας”, όπως είπε.
Είναι αυτού του τύπου τα μηνύματα που οδήγησαν σε υποχώρηση της τιμής των σιτηρών, μετά το άλμα που προκάλεσε αρχικά η ρωσική απόφαση, στην αγορά του Σικάγο την Τρίτη.
Ερωτηματικά
Η συμφωνία προβλέπει τη λειτουργία στην Κωνσταντινούπολη ειδικού συντονιστικού κέντρου, με τη συμμετοχή εκπροσώπων του ΟΗΕ και της Ρωσίας, για την πραγματοποίηση ελέγχων στα διερχόμενα πλοία τα οποία μεταφέρουν σιτηρά από και προς την Οδησσό και δύο παρακείμενα ουκρανικά λιμάνια. Οι Ρώσοι εκπρόσωποι δεν έχουν λάβει εντολή απομάκρυνσης, ενώ την Δευτέρα και την Τρίτη πραγματοποιήθηκαν κανονικά οι 16 προγραμματισμένες διελεύσεις πλοίων από τα στενά (εκ των οποίων μία με προορισμό την Αιθιοπία). Ωστόσο, άγνωστο παραμένει το τι θα συμβεί μετά τα τέλη της εβδομάδας, οπότε θα εκπνεύσει η υφιστάμενη ασφαλιστική κάλυψη των πλοίων, καθώς οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν αναμένεται να την ανανεώσουν.
Το ουσιαστικό πρόβλημα είναι εμφανές, καθώς χώρες όπως λ.χ. ο Λίβανος εξαρτώνται κατά 60% από τις εισαγωγές ουκρανικών σιτηρών. Υπάρχει όμως και η επικοινωνιακή διάσταση, καθώς οι μεν δυτικές δυνάμεις είναι εμφανές ότι σκοπεύουν να αφιερώσουν την επικείμενη σύνοδο κορυφής της G20 στο Μπαλί της Ινδονησίας (όπου ενδέχεται να παραστεί και ο Πούτιν) εξολοκλήρου στην καταγγελία της Ρωσίας ως διασπορέα του λιμού παγκοσμίως, η δε Μόσχα εξαγγέλλει ότι θα χορηγήσει απευθείας 500.000 τόνους σιτηρών σε φτωχές χώρες.
Από την πλευρά της η Παγκόσμια Τράπεζα χοτηγεί έκτακτα δάνεια σε χώρες όπως η Αίγυπτος, η Τυνησία και ο Λίβανος για την αντιμετώπιση της διατροφικής κρίσης, ενώ το Μαλάουι έγινε η πρώτη χώρα που προχώρησε σε αντίστοιχη συμφωνία με το ΔΝΤ, ύψους 88,3 εκατ. δολαρίων.
0 Σχόλια