Με πόσα δισ. ευρώ κερδίζονται οι εκλογές;


Μέσα στην πολυπλοκότητά τους, οι πολιτικές εξελίξεις είναι συχνά πολύ απλές και προδιαγράφονται χάρις στην ικανότητα των πρωταγωνιστών κάθε περιόδου να «διαβάζουν» την διαμορφούμενη πραγματικότητα και να διερμηνεύουν την εκάστοτε κυρίαρχη βούληση της κοινωνικής πλειοψηφίας

Δύο πρόσφατα παραδείγματα από τον δημόσιο λόγο των πρωταγωνιστών της εγχώριας πολιτικής σκηνής το μαρτυρούν. Την προηγούμενη Παρασκευή, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας σε τηλεοπτικό πρωινάδικο δήλωσε τα εξής: «Αν εγώ είχα να μοιράσω 50 δισ. θα έβγαινα πρωθυπουργός μέχρι να βαρεθώ να βγαίνω. Ο κ. Μητσοτάκης τα μοίρασε χωρίς κριτήρια. Πήγαν σε ημέτερους. Ωφελήθηκαν οι ισχυροί και η μεγάλη πλειοψηφία δεν ενισχύθηκε».

Τέσσερις μέρες αργότερα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματός του, είπε στους βουλευτές του: «Θέλω να είμαστε πολύ μετρημένοι στον τρόπο με τον οποίον επικοινωνούμε σε αυτές τις εξαιρετικά δύσκολες συγκυρίες. Έχουμε να επιδείξουμε πάρα πολλά ως κυβερνητικό έργο», αλλά «υπάρχει και η άλλη όψη της πραγματικότητας» που «λέει ότι η κοινωνία περνάει δύσκολα, έχει μεγάλη αβεβαιότητα για τον χειμώνα που έρχεται».

Και γι΄ αυτό, συμπλήρωσε, «θα πρέπει να επιδεικνύουμε την απαραίτητη σεμνότητα στην επικοινωνία μας ώστε να μην αισθάνονται οι πολίτες ότι υπερφίαλα στεκόμαστε πάνω στις πολλές και σημαντικές επιτυχίες».

Που τέμνονται οι δύο αυτές -από πρώτη ματιά ασύμβατες μεταξύ τους- παρεμβάσεις; Τέμνονται στην ένθεν κακείθεν παραδοχή ότι η κυβερνητική παράταξη διαθέτει αδιαμφισβήτητο εκλογικό προβάδισμα, κάτι άλλωστε που καταγράφεται σε όλες τις μετρήσεις με τις διαθέσεις της κοινής γνώμης.

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει σε κάθε ευκαιρία ότι δεν πιστεύει στις δημοσκοπήσεις, με το επιχείρημα ότι «δεν υπάρχει άλλη χώρα που κάνει τόσες δημοσκοπήσεις κατά τη διάρκεια του έτους». Επιχείρημα το οποίο κανονικά θα έπρεπε να τον οδηγεί στο αντίθετο συμπέρασμα από τη στιγμή που όλες αποτυπώνουν την ίδια ακριβώς τάση.

Όταν, όμως, θεωρεί ο ίδιος ότι οι εκλογές κερδίζονται με 50 δισ. ευρώ, τότε δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αναγνωρίζει, με προφανή ηττοπάθεια, ότι την επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση την κέρδισε ήδη ο αντίπαλος του, τον οποίο κατηγορεί ότι μοίρασε το ποσό αυτό.

Δεν ξέρω αν οι απόψεις που εκφράζει ο τέως πρωθυπουργός είναι προϊόν δικής του σύλληψης ή αποτελούν ιδέες των επικοινωνιολόγων που τον συμβουλεύουν, αλλά αυτό δεν αλλάζει ουσιωδώς την κατάσταση. Ο ίδιος, άλλωστε, κέρδισε σχετικά άνετα τις εκλογές του 2015, υποσχόμενος να διανείμει δισ. που δεν είχε στη διάθεσή του, αλλά έχασε πανηγυρικά στις κάλπες του 2019 παρόλο που είχε μοιράσει σωρεία επιδομάτων χωρίς να καταφέρει να αναστρέψει την κατάσταση.

Στον αντίποδα, ο νυν πρωθυπουργός, είτε με δική του πρωτοβουλία, είτε επειδή έτσι τον συμβουλεύουν οι δικοί του επικοινωνιολόγοι, εμφανίζεται τόσο σίγουρος για τα αποτελέσματα της διακυβέρνησης του που αρκείται σε παροτρύνσεις προς τα στελέχη της παράταξης του να επιδεικνύουν κοινωνική ενσυναίσθηση και να μην προκαλούν τους πολίτες με τους πανηγυρισμούς τους, που όποιος ακούει κάποιους συνεργάτες του, όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης, εύκολα διαπιστώνει ότι δεν αποφεύγουν τον «πειρασμό».

Χωρίς να υποτιμά κανείς τη σημασία που έχει η δυνατότητα μιας κυβέρνησης να διαθέτει χρήματα για τη στήριξη των πολιτών της, το κριτήριο αυτό δεν είναι το μοναδικό με βάση το οποίο οι πολίτες επιλέγουν εκείνους που θέλουν να τους κυβερνήσουν. Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα που βλέπουμε γύρω μας να το αποδεικνύουν.

Στη γειτονική Ιταλία, η συμμαχία Δεξιάς και Ακροδεξιάς, η οποία οδήγησε στην πτώση την επιτυχημένη -με ευρωπαϊκούς όρους- κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι, αντί να τιμωρηθεί από τους Ιταλούς ψηφοφόρους για την κρίση που προκάλεσε, επιβραβεύτηκε στις κάλπες που στήθηκαν πρόωρα και η Τζόρτζια Μελόνι, που ήταν η μόνη που μέχρι πρότινος έκανε αντιπολίτευση, ετοιμάζεται να ορκιστεί πρωθυπουργός.

Στο Βερολίνο, η τρικομματική κυβέρνηση… τίναξε την μπάνκα στον αέρα αποφασίζοντας να διαθέσει 200 δισ. ευρώ για την αναχαίτιση της ενεργειακής κρίσης στη Γερμανία, αλλά η δημοτικότητα του επικεφαλής της, σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Όλαφ Σολτς, παραμένει χαμηλή και το κόμμα του είναι πολύ πιθανό ότι θα υποστεί δεινή ήττα στις τοπικές εκλογές που θα γίνουν το προσεχές διάστημα.

Δεν μπορώ να ξέρω αν ο κ. Τσίπρας, ο οποίος ταξίδεψε αυτές τις μέρες στην Πράγα για να λάβει μέρος στη Σύνοδο των -άλλοτε… «επάρατων»- Ευρωσοσιαλιστών, είχε την ευκαιρία να ανταλλάξει απόψεις με τον κ. Σολτς. Αν το έκανε, τότε μπορεί να αντελήφθη ότι η πολιτική αξιοπιστία είναι υπέρτατη αξία σε σχέση με τους προϋπολογισμούς.

Όταν, όμως, ο ίδιος κάνει ρεαλιστική στροφή στο Μεταναστευτικό, αναγνωρίζοντας αφενός ότι η θάλασσα έχει σύνορα και αφετέρου ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να είναι ξέφραγο αμπέλι, αλλά ο περίγυρός του -με πρώτη και καλύτερη την «Αυγή»- «παρεξηγείται» επειδή η κυβέρνηση κατηγορεί την Τουρκία για εργαλειοποίηση των μεταναστών, το κέρδος του ρεαλισμού σπαταλιέται ασκόπως και δεν εκταμιεύεται.

Το ίδιο, λίγο ως πολύ, συμβαίνει και με τα δισ., τα οποία ποτέ δεν είναι αρκετά για να αλλάξουν την προδιαγεγραμμένη πορεία.

Γρηγόρης Τζιοβάρας

* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια