Το όνειρο του Τσίπρα, τα "δώρα" και οι απρόσμενες συμμαχίες...


Το όνειρο και διακαής πόθος του Τσίπρα είναι του χρόνου στη ΔΕΘ να μιλήσει και να δώσει συνέντευξη τύπου ως πρωθυπουργός και όχι πάλι ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Για να το καταφέρει θα πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να κερδίσει τις εκλογές. Ενδεχομένως, αυτό δεν θα είναι αρκετό. Θα πρέπει να βρεθούν και κόμματα, τα οποία στο όνομα της «προοδευτικής διακυβέρνησης» θα συμπράξουν για να δημιουργηθεί κυβερνητική πλειοψηφία με πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα
Προσώρας και τα δύο έχουν αυξημένο βαθμό δυσκολίας με το δεύτερο περισσότερο από το πρώτο. Όχι επειδή αρνείται ο Νίκος Ανδρουλάκης, αλλά επειδή το ΚΚΕ δεν πρόκειται να συναινέσει, ενώ δεν είναι και σίγουρο ότι το κόμμα του Γιάνη Βαρουφάκη, το ΜΕΡΑ25, θα βρίσκεται στη Βουλή.

Δεν είναι όμως αυτό το πρόβλημα του τέως πρωθυπουργού, τώρα. Αυτό που τον απασχολεί είναι να εκμεταλλευθεί στο έπακρον τις δύο ευκαιρίες που του πρόσφερε απλόχερα τον τελευταίο μήνα ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Η πρώτη είναι ο (άκρως ενοχικός) χειρισμός του σκανδάλου των υποκλοπών από τον πρωθυπουργό, που αφενός έφερε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση την κυβέρνηση -όχι μόνον στα καθ’ ημάς, αλλά και διεθνώς- και αφετέρου, με την απομάκρυνση του Γρηγόρη Δημητριάδη, η οποία οδήγησε αν όχι σε χρεωκοπία, σίγουρα σε αμηχανία και προφανή δυσλειτουργία το σύστημα εξουσίας του Μαξίμου. Κάποιοι στον ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν ως χειρότερη εξέλιξη για τον Μητσοτάκη όχι την συγκρότηση της Εξεταστικής Επιτροπής και τα αρνητικά δημοσιεύματα του ξένου τύπου, αλλά την απομάκρυνση του Δημητριάδη, αφού χωρίς αυτόν «επιτελικό κράτος» ουσιαστικά δεν υφίσταται και στους λίγους μήνες που απομένουν μέχρι τις εκλογές είναι εξαιρετικά δύσκολο να μονταριστεί ένα νέο σύστημα διακυβερνήσεως. Η εσωτερική αποδιοργάνωση της κυβέρνησης και μάλιστα στην παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, εκ των πραγμάτων ευνοεί την αξιωματική αντιπολίτευση στην προσπάθεια (ανα)κατάληψης του Μεγάρου Μαξίμου.

Η άλλη ευκαιρία είναι η μη αλλαγή του εκλογικού νόμου. Η ηγεσία της Κουμουνδούρου θεωρεί πως η άρνηση του Μητσοτάκη να αλλάξει τον εκλογικό νόμο τους ευνοεί. Πρώτον, επειδή έχει αυξήσει τη δυσαρέσκεια στους κόλπους της συντηρητικής παράταξης και ιδιαίτερα στους βουλευτές, η πλειονότητα των οποίων έχει τη γνώμη ότι έπρεπε ο νόμος να έχει αλλάξει από τον Μάιο και να έχουν γίνει εκλογές πριν ξεσπάσει το σκάνδαλο των υποκλοπών. Τώρα ούτε σύμμαχος για κυβερνητική συνεργασία υπάρχει -εκτός κι αν ο Μητσοτάκης αποφασίσει να …ψωνίσει κεραλοιφές από του Βελόπουλου- ενώ οι μισοί από τους 157 βουλευτές, που στις εκλογές με την απλή αναλογική θα χάσουν την έδρα τους, δεν είναι σίγουροι ότι θα επανεκλεγούν εάν τα αποτελέσματα της πρώτης κάλπης, προς έκπληξη των δημοσκόπων, οδηγήσουν σε ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών.

Και δεύτερον, επειδή, κατά τη γνώμη των συνεργατών του Αλέξη Τσίπρα, η μη αλλαγή του εκλογικού νόμου καθιστά τον Κυριάκο Μητσοτάκη παραγωγό αστάθειας και τον φέρνει απέναντι σε όσους -με προεξάρχοντες τους επιχειρηματίες- επιθυμούν κυβερνητική σταθερότητα. Με το όριο της αυτοδυναμίας στο 38% και με τη ΝΔ χωρίς συμμάχους, ακόμη και μετά τις δεύτερες εκλογές το πιθανότερο είναι ότι δεν θα σχηματίζεται κυβερνητική πλειοψηφία. Κατά συνέπεια, η πρόταση Τσίπρα για κυβερνητική συνεργασία των ευρύτερων προοδευτικών δυνάμεων έχει, λένε οι άνθρωποι του Αλέξη, μεγαλύτερες πιθανότητες ευδοκίμησης ακόμη και σε κύκλους που μέχρι πρότινος δεν ήθελαν να δουν «ούτε ζωγραφιστό» τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό και οι οικονομικές εξαγγελίες και οι προγραμματικές προτάσεις του στην ομιλία του, το βράδυ του Σαββάτου, στη ΔΕΘ είχαν ως στόχο την ενίσχυση του δικού του πρωθυπουργικού προφίλ, της κυβερνησιμότητας του ΣΥΡΙΖΑ και της ανάκτησης της εμπιστοσύνης των παραγωγικών δυνάμεων -και ιδιαίτερα της υγειούς επιχειρηματικότητας και των λαϊκών τάξεων- στο πρόσωπό του. Την εικόνα του «εν αναμονή πρωθυπουργού», που διαπνέεται από ρεαλισμό, σοβαρότητα και υπευθυνότητα ήθελε να φιλοτεχνήσει με την όλη του παρουσία στη ΔΕΘ. Και οι συνεργάτες του θεωρούν ότι το πέτυχε.

Βεβαίως, ο τέως πρωθυπουργός γνωρίζει ότι η ανάγκη δημιουργεί απρόσμενες συμμαχίες. Κατά συνέπεια τα όσα γράφονται και λέγονται περί άρνησης του Ανδρουλάκη να πάει είτε με τον Μητσοτάκη είτε με τον Τσίπρα ή για «τερατογενέσεις», δεύτερες και τρίτες εκλογές είναι σενάρια, τα οποία την επομένη της κάλπης η γομολάστιχα της ανάγκης μπορεί να τα σβήσει . Θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι τις εκλογές για να δούμε ποιές θα είναι τότε οι ανάγκες της χώρας, της οικονομίας, της πολιτικής, της γεωπολιτικής, της διαπλοκής συμφερόντων, οι κομματικές ανάγκες στην αυτοδιοίκηση, στα συνδικάτα, στο κράτος, οι προσωπικές ανάγκες και φιλοδοξίες αρχηγών και ηγετικών ομάδων. Και ανάλογα θα δούμε ποια κυβέρνηση θα έχουμε και με ποιούς πρωταγωνιστές.

Οι τότε ανάγκες θα καθορίσουν τις εξελίξεις και τις κυβερνητικές συμμαχίες και όχι τι λένε σήμερα ο Ανδρουλάκης, ο Μητσοτάκης, ο Τσίπρας και οι δημοσιολογούντες.

Αν το ισοζύγιο των αναγκών επιβάλλει συνεργασία, θα γίνει συνεργασία. Μπορεί ακόμη και να επιβληθεί στα κόμματα, όπως έγινε με τον Λουκά Παπαδήμα. Το ΚΚΕ συνεργάστηκε με την Δεξιά στο όνομα της κάθαρσης, ενώ και ο Ανδρέας Παπανδρέου συνεργάστηκε, στην κυβέρνηση Ζολώτα, με τον «εφιάλτη» της Δημοκρατικής Παράταξης, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, που τον έστειλε στο Ειδικό Δικαστήριο και δεν θα συνεργαστεί το ΠΑΣΟΚ με τη ΝΔ επειδή ο Μητσοτάκης παρακολουθούσε το τηλέφωνο του Ανδρουλάκη ή με τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή ο Τσίπρας «έκλεψε» την πλειοψηφία των παραδοσιακών ψηφοφόρων της Χαριλάου Τρικούπη;

Τις απρόσμενες συμμαχίες που δημιουργεί η ανάγκη είχε στο μυαλό του ο Τσίπρας και προσπάθησε αφενός με τις βαριές κουβέντες για τις παρακολουθήσεις να διευρύνει το χάσμα ανάμεσα στον Μητσοτάκη και τον Ανδρουλάκη και αφετέρου με τις εκκλήσεις για προοδευτική κυβέρνηση να αμβλύνει τις διαφορές του ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ. Κυρίως όμως επιδιώκει να επιτύχει τον ένα και μοναδικό του στόχο: να έλθει ο ΣΥΡΙΖΑ πρώτο κόμμα ώστε να μετέχει στα κυβερνητικά παίγνια από θέση ισχύος. Αυτός είναι και ο λόγος που εκθειάζει την απλή αναλογική ως τον εμβρυουλκό της «νέας μεταπολίτευσης», την οποίαν έχει ανάγκη η χώρα προκειμένου, όπως λέει, «να γίνει και η Ελλάδα μέλος της ευρωπαϊκής κανονικότητας, που δεν είναι άλλη από τις πολυκομματικές κυβερνήσεις και όχι από την αυτοδυναμία και τον μονοκομματισμό, που παραπέμπουν στο παρελθόν, καλλιεργούν τον φανατισμό και τον διχασμό των πολιτών-ψηφοφόρων και αντιμετωπίζουν το κράτος σαν λάφυρο της εκάστοτε κυβέρνησης».

Γι' αυτό και στο δίλημμα του Μητσοτάκη: «Εγώ ή ο Τσίπρας, εγώ ή το χάος, εγώ ή τερατογένεση», απαντά όχι με διλήμματα που εστιάζονται στο πρόσωπο του μελλοντικού κυβερνήτη, αλλά στις παθογένειες που ταλανίζουν τον πολιτικό και δημόσιο βίο των Ελλήνων. Τα διλήμματα του Τσίπρα είναι: «Δημοκρατία ή ολιγαρχία, κράτος ή παρακράτος, υπηρέτης του λαού ή των συμφερόντων;» Και με κορωνίδα για το ποιός θέλουμε να μάς κυβερνήσει: «Η Αγία Οικογένεια (σ.σ. οι Μητσοτάκηδες) ή η Προοδευτική Συμμαχία». Με τη μετατόπιση της αντιπαράθεσης από τα πρόσωπα στα πολιτικά και ιδεολογικά διλήμματα ο Τσίπρας ελπίζει ότι θα συσπειρώσει και ψηφοφόρους από την Αριστερά, που στις τελευταίους εκλογές τον εγκατέλειψαν, αλλά και από την Κεντροαριστερά, η οποία στις εκλογική της συμπεριφορά λαμβάνει σοβαρά υπόψιν τόσο το κράτος δικαίου όσο και τον θεσμικό-πολιτικό εκσυγχρονισμό.

Βέβαια, τα διλήμματα δεν αρκούν για να σε ψηφίσει κάποιος ούτε για να επιτευχθεί προοδευτική κυβερνητική πλειοψηφία. Χρειάζεται ένα πλήρες, ολιστικό και κοστολογημένο πρόγραμμα διακυβέρνησης για «δικαιοσύνη παντού, ανάπτυξη και προστασία για όλους», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στην ομιλία του ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο Αλέξης Τσίπρας σε συνομιλίες με συντρόφους του, αλλά και με παράγοντες του δημοσίου βίου εμφανίζεται να έχει επίγνωση των δυσκολιών, αλλά και της δυσπιστίας μερίδας των πολιτών προς το σύνολο του πολιτικού κόσμου.

Γι’ αυτό και κατά τα λεγόμενά του στόχος είναι η δημιουργία μιας «νέας σχέσης εμπιστοσύνης» προκειμένου «να αμβλυνθούν ανισότητες που διαρκώς οξύνονται, να βελτιωθεί η ζωή των πολιτών και να αποκατασταθούν όσο το δυνατόν περισσότερες αδικίες». Κατά τον Αλέξη Τσίπρα: «Η κοινωνική ανάγκη για δικαιοσύνη είναι πιο επίκαιρη από ποτέ και διαπερνά όλους τους τομείς της καθημερινότητας και της ζωής. Από την κοινωνική, οικονομική και φορολογική δικαιοσύνη, μέχρι την αποκατάσταση του κράτους δικαίου και της θεσμικής ομαλότητας, που έχουν δώσει επί Μητσοτάκη τη θέση τους στην κανονικοποίηση της καταστρατήγησης του Συντάγματος, των θεσμών και την εγκαθίδρυση ενός συντηρητικού και όπως επιβεβαιώθηκε πρόσφατα και παρακρατικού καθεστώτος, μακριά από τις ευρωπαϊκές και προοδευτικές αξίες».

Σύμφωνα με τα όσα μεταδίδονται από την Κουμουνδούρου -και όπως αυτά προέκυψαν από τις πολύωρες συνεδριάσεις του Αλέξη με τους τομεάρχες του κόμματος και τους τεχνοκράτες συμβούλους του- ήθελε η ομιλία στη ΔΕΘ να είναι οραματική και να μην επικεντρωθεί «στα κακώς κείμενα και τις παταγώδεις αποτυχίες του κ. Μητσοτάκη που ούτως ή άλλως είναι πλέον εμφανείς στη ζωή και την καθημερινότητα των πολιτών», αλλά να αναπτύξει «ένα παντελώς διαφορετικό, δημοκρατικό και προοδευτικό μοντέλο και πρόγραμμα διακυβέρνησης».

Όπως λέει χαρακτηριστικά σε συνομιλητές του ο Αλέξης «απέναντι σε μία κυβέρνηση και έναν Πρωθυπουργό που αδυνατεί όχι μόνο να κατανοήσει αλλά ακόμα και να ακούσει τα προβλήματα των πολιτών, που αδιαφορεί για τα αδιέξοδά τους και έχει τη λογική πως «όποιος δεν προσαρμόζεται πεθαίνει», ο ίδιος θέλει να δείξει «συγκεκριμένα, προγραμματικά αλλά και οραματικά τι σημαίνει προοδευτική διακυβέρνηση». Και για να το πετύχει θα έπρεπε στην ομιλία του να επικεντρωθεί, όπερ και το έπραξε, στον κόσμο της εργασίας, τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους συνταξιούχους, τους μικρούς και μεσαίους επιχειρηματίες, τις γυναίκες και τη νέα γενιά. Και φυσικά να υποσχεθεί ότι θα αποκαταστήσει τις αδικίες του ΣΥΡΙΖΑ προς τη μεσαία τάξη, η οποία κατά τον Τσίπρα «βλέπει τις διαψεύσεις των υποσχέσεων Μητσοτάκη να διαδέχεται η μία την άλλη και την ζωή τους να γίνεται διαρκώς και πιο δύσκολη».

Τέλος, στην ομιλία του ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ανέπτυξε τις «έξι εθνικές προτεραιότητες της προοδευτικής κυβέρνησης που θα προκύψει την επομένη των εκλογών με την πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ». Προτεραιότητες που είναι «πλήρως επεξεργασμένες προγραμματικές δεσμεύσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης» και οι οποίες θα αποτελέσουν και «τη βάση των προγραμματικών συγκλίσεων». Το πρόγραμμα που παρουσίασε ο Αλ. Τσίπρας στη ΔΕΘ βασίζεται, όπως είπε «τόσο σε εθνικούς πόρους, όσο και σε κοινοτικούς μέσα από την δικαιότερη ανακατεύθυνση των σημαντικών πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ 21-27, καθώς και σε μεγάλες θεσμικές και διαρθρωτικές τομές».

Οι έξι εθνικές προτεραιότητες είναι:

1. Αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, με δραστική μείωση των λογαριασμών μέσα από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, των τιμών στα καύσιμα και τρόφιμα.
2. Ενίσχυση του εισοδήματος και δικαιότερη φορολογία για μισθωτούς, συνταξιούχους, εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες.
3. Στήριξη του κοινωνικού κράτους με την ανάκτηση της εργασίας, ένα νέο ισχυρό ΕΣΥ, νέα γερά θεμέλια στη δημόσια Παιδεία και κοινωνικές πολιτικές για ΑΜΕΑ
4. Παραγωγική Ανασυγκρότηση με ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και έμφαση σε ΑΠΕ, ιδιοπαραγωγή (μοντέλο prosumer), στοχευμένα προγράμματα για ΟΤΑ, μικρές επιχειρήσεις, αγρότες και βιομηχανίες, καθώς και δημόσιο πυλώνα στο τραπεζικό σύστημα.
5. Ισχυρό Δημοκρατικό Κράτος με μεταρρυθμίσεις στη Δικαιοσύνη και την ΕΥΠ
6. Απάντηση στη δημογραφική πρόκληση με στήριξη της γυναίκας στην εργασία, της μητέρας, κοινωνικές πολιτικές για το παιδί, ειδικό πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης και πλαίσιο για την κοινωνική ένταξη των μεταναστών…

Νίκος Φελέκης

* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια