Η "ώρα της αλήθειας" πλησιάζει ταχύτατα σε ό,τι αφορά τις ευρω-ρωσικές σχέσεις, τουλάχιστον στον ενεργειακό τομέα, καθώς οι "27", αντιμέτωποι με την αντίφαση να αντιμάχονται την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, την ίδια ώρα που τη χρηματοδοτούν εμμέσως ως καταναλωτές ενέργειας, έκαναν το βήμα προς την επιβολή πετρελαϊκού εμπάργκο στη Μόσχα, στο πλαίσιο της συζητούμενης έκτης δέσμης κυρώσεων.
Βέβαια, η απεξάρτηση από το ρωσικό πετρέλαιο είναι ευκολότερη υπόθεση (όσο και αν δεν έλειψαν οι εσωτερικές διαφωνίες) σε σχέση με την απεξάρτηση από το φυσικό αέριο, όπου το πλεονέκτημα του Πούτιν παραμένει ισχυρό. Και δεν λείπουν όσοι εκτιμούν ότι ο ισχυρός άνδρας του Κρεμλίνου αποκτά ολοένα και περισσότερα κίνητρα να χρησιμοποιήσει αυτό το πλεονέκτημα πρώτος, προχωρώντας εναντίον της Ε.Ε. σε εμπάργκο φυσικού αερίου. Οι επιπτώσεις, υπό οποιοδήποτε σενάριο, για την ευρωπαϊκή οικονομία είναι προς το παρόν αδύνατον να προβλεφθούν.
Αρκεί και μόνο να θυμίσουμε ότι η αγορά της Ε.Ε. αντιστοιχεί στο 60% των ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου, αλλά και ότι η Ρωσία κάλυπτε το 2020 τα δύο τρίτα των ευρωπαϊκών αναγκών.
Οι εσωτερικές διαφωνίες
Ο διάβολος κρύβεται βεβαίως στις λεπτομέρειες – αλλά οι διεργασίες στους κόλπους των "27" τα τελευταία 24ωρα παραπέμπουν, με βάση και τις τελευταίες προτάσεις της Κομισιόν, σε μία ισχυρότερη του αναμενόμενου ευρωπαϊκή "επίθεση" στις ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου, όπου οι συζητούμενες μέχρι πρότινος "έξυπνες λύσεις" (επιβολή ειδικών δασμών κ.ο.κ.) δίνουν τη θέση τους απλούστατα στο κλείσιμο της στρόφιγγας.
Η διαμόρφωση κοινής γραμμής υπήρξε επίπονη υπόθεση, δεδομένης της μεγάλης εξάρτησης από το ρωσικό πετρέλαιο κεντροευρωπαϊκών χωρών δίχως πρόσβαση στην από θαλάσσης τροφοδοσία, οι οποίες ακόμη στηρίζονται στις υποδομές του πάλαι ποτέ "ανατολικού μπλοκ", όπως ο ρωσικός πετρελαιαγωγός "Ντρούζμπα". Πολύ χαρακτηριστικά, ο Βίκτορ Όρμπαν, πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, η οποία καλύπτει το 44,6% των αναγκών της σε πετρέλαιο από τη Ρωσία, χαρακτήρισε το εμπάργκο "ατομική βόμβα για την ουγγρική οικονομία", ενώ για την λιγότερο θορυβώδη Σλοβακία το αντίστοιχο ποσοστό φθάνει στο εντυπωσιακό 78,4%. Όλα αυτά τα προβλήματα καλύφθηκαν εντέλει με τη συνήθη μέθοδο των ευρωπαϊκών συμβιβασμών.
Τροποποιημένες προτάσεις
Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες, οι τροποποιημένες προτάσεις της Κομισιόν προβλέπουν τον τερματισμό προμήθειας ρωσικού αργού πετρελαίου μέσα στους επόμενους έξι μήνες και προϊόντων διύλισης, λ.χ. ντίζελ, μέχρι τέλους του έτους. (Η διαφορά των δύο μηνών επιβλήθηκε από το γεγονός ότι η εξάρτηση από το ρωσικό ντίζελ είναι πολύ ισχυρότερη, αφού αντιστοιχεί στο ήμισυ των ευρωπαϊκών αναγκών.) Για τις πλέον ευάλωτες χώρες δόθηκαν, σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, οι σχετικές παρατάσεις: μέχρι τέλους του 2024 για την Ουγγαρία και τη Σλοβακία και μέχρι τον Ιούνιο του 2024 για την Τσεχία, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα προμηθευτεί πετρέλαιο μέσω αγωγού από την νότια Ευρώπη.
Όλα αυτά δεν θα είχαν καταστεί δυνατά, εάν δεν ανταποκρίνονταν στις ανάγκες της Γερμανίας, η οποία υπολογίζει ότι μέχρι τέλους του καλοκαιριού θα έχει βρει αντικατάστατα των ρωσικών εισαγωγών, ενώ το πρόβλημα του διυλιστηρίου της Rosatom στο Σβεντ (το οποίο απασχολεί άνω των χιλίων εργαζομένων και τροφοδοτεί το αεροδρόμιο του Βερολίνου) πιθανότατα θα επιλυθεί μέσω ιδιωτικοποίησης.
Η γερμανική στροφή
Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για αξιοσημείωτη στροφή της κυβέρνησης του Όλαφ Σολτς, με κατάρρευση του συμβιβασμού στον οποίο έδειχνε να στηρίζεται το προηγούμενο δίμηνο (ακύρωση του αγωγού NordStream2 και προσχώρηση στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, με εξαίρεση όμως του ενεργειακού τομέα και χωρίς εμπλοκή στην παροχή οπλισμού στην Ουκρανία). Όμως το πολιτικό κόστος είναι βαρύ, όπως δείχνουν οι αντιδράσεις συνδικάτων και διανοουμένων, οι οποίες έχουν ενισχύσει το υπέρ της ουδετερότητας ρεύμα στη γερμανική κοινή γνώμη.
Στο στόχαστρο και τα τάνκερ
Το χρονοδιάγραμμα και το εύρος προϊόντων που καλύπτει το εμπάργκο δεν είναι το μοναδικό στοιχείο από το οποίο κρίνεται η αποφασιστικότητα των "27". Τα συνοδευτικά μέτρα ή δευτερογενείς κυρώσεις που θα το πλαισιώσουν είναι ακόμη μεγαλύτερης σημασίας, στον βαθμό που έχουν τη δυνατότητα να εμποδίσουν την ανακατεύθυνση των ρωσικών εξαγωγών προς άλλες αγορές, όπως οι ασιατικές. Κορυφαίας σημασίας από αυτή την άποψη είναι η απαγόρευση μεταφοράς ρωσικού πετρελαίου από πλοία ευρωενωσιακής σημαίας ή ιδιοκτησίας και η ακύρωση της ασφάλισής της – κατά το προηγούμενο των κυρώσεων εις βάρος του Ιράν, το οποίο υποχρεώθηκε να αναβάλει το κόστος ασφάλισης των τάνκερ ανεβάζοντας το συνολικό κόστος.
Όλα αυτά προοιωνίζονται μια "μάχη" που πρόκειται να μεταφερθεί σε πολύ μακρινά σημεία του κόσμου. Αρκεί να αναφερθεί ότι πολλές ευρωπαϊκές χώρες προμηθεύονται ντίζελ από διυλιστήρια της Ινδίας που μέχρι τώρα προμηθεύονται ρωσικό αργό με έκπτωση.
Το άμεσο κόστος για τον Πούτιν και ο "πειρασμός" του φυσικού αερίου
Πώς πρόκειται να αντιδράσει η ρωσική πλευρά; Παραδόξως, η μείωση των εξαγωγών της δεν προκαλεί απαραιτήτως άμεσο οικονομικό "πόνο", στον βαθμό που συντελεί στη δημιουργία στενότητας στην αγορά και άρα στην περαιτέρω άνοδο των ήδη τριψήφιων τιμών – την ώρα που ο ρωσικός προϋπολογισμός ισοσκελίζεται στα 44 δολάρια ανά βαρέλι, με αποτέλεσμα να υπάρχει περιθώριο και για δελεαστικές εκπτώσεις προς τρίτους πελάτες. Το μεγαλύτερο πρόβλημα προκύπτει όχι από την αναζήτηση αγοραστών και εσόδων, όσο από την ανάγκη τροποποίησης των υποδομών για την ανακατεύθυνση των εξαγωγών.
Στο επίπεδο του φυσικού αερίου, πάλι, η πολύ μεγαλύτερη αλληλεξάρτηση Ε.Ε. και Ρωσίας (στον βαθμό μάλιστα που η μεταφορά στηρίζεται σε αγωγούς που προϋποθέτουν διαρκή ροή για να μην φθαρούν) καθιστά όλους τους ενδιαφερόμενους περισσότερο προσεκτικούς. Με δεδομένη, ωστόσο, την πρόθεση της Ε.Ε. να προχωρήσει την ενεργειακή της μετάβαση, αλλά και την απεξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο (αν και μεσοπρόθεσμα η πρώτη ευνοεί τη δεύτερη) όλα τα σενάρια βρίσκονται πάνω στο τραπέζι.
Δεν λείπουν πάντως και αναλύσεις, όπως του Eurointelligence, οι οποίες υποδεικνύουν ως όλο και πιο πιθανό το ενδεχόμενο να είναι ο Πούτιν, ο οποίος θα κινηθεί πρώτος διακόπτοντας τη ροή προς Δυσμάς, για λόγους άμεσου πολιτικού οφέλους. Πόσω μάλλον που η Κομισιόν διαμηνύει στα κράτη-μέλη ότι το σχήμα αγοράς αερίου με μετατροπή σε ρούβλια συνιστά παράβαση των κυρώσεων.
Η λιγότερο προετοιμασμένη απέναντι σε ένα σοκ διακοπής του ρωσικού φυσικού αερίου είναι πάντως η Γερμανία – λιγότερο και από την Ιταλία η οποία επενδύει 13 δισ. στην κατασκευή σταθμών αφυγροποίησης και αντίστοιχων υποδομών. Η Αυστρία, από την πλευρά της, δηλώνει ότι θεωρεί το εμπάργκο φυσικού αερίου "σαφή κόκκινη γραμμή", και διαμηνύει ότι οι δαπάνες της για την οικοδόμηση αποθεμάτων δεν περιλαμβάνουν τον σταθμό αποθήκευσης της Gazprom στο Χάινταχ, κοντά στο Σάλτσμπουργκ, που εξυπηρετεί αποκλειστικά γερμανικές ανάγκες.
0 Σχόλια