Η στρατιωτική εισβολή της Ρωσίας στα ενδότερα της Ουκρανίας είναι ένα από τα σπάνια εκείνα γεγονότα που δεν θα επηρεάσουν απλώς τον κόσμο, αλλά θα τον αλλάξουν. Αυτό υποστηρίζει ο αρθρογράφος Gerald F. Seib της Wall Steet Journal.
Όπως υποστηρίζει, εισβάλλοντας περαιτέρω σε ένα κυρίαρχο κράτος προκειμένου
να το "βάλει στο χέρι”, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν ουσιαστικά
διέρρηξε την αρχιτεκτονική ασφάλειας που επικρατούσε στην Ευρώπη από το
τέλος του Ψυχρού Πολέμου και μετά, και κανείς δεν ξέρει τι θα την
αντικαταστήσει.
Η προσπάθεια των ΗΠΑ να κάνουν αυτό που έχουν δεσμευτεί τρεις διαδοχικοί
πρόεδροι -να επιλύσουν τις άλλες διεθνείς "εμπλοκές” προκειμένου να
επικεντρωθούν στην κόντρα με την Κίνα- μπαίνει και πάλι σε δεύτερη μοίρα. Οι
στρατιωτικές δαπάνες πιθανότατα θα αυξηθούν στη Δύση. Η οικονομική
παγκοσμιοποίηση θα ανατραπεί.
Εν τω μεταξύ, το χάσμα που υποβόσκει στην αμερικανική πολιτική σκηνή, και
χωρίζει τους διεθνιστές και τους νεο-απομονωτιστές, γίνεται πιο ορατό,
ιδιαίτερα στους κόλπους του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Αυτές είναι μερικές μόνο από τις δευτερογενείς επιπτώσεις. Όπως και οι
τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, η σύρραξη αυτή, που θα
μπορούσε να εξελιχθεί στον μεγαλύτερο πόλεμο στην Ευρώπη μετά τον Β’
Παγκόσμιο Πόλεμο, σηματοδοτεί μια τέτοια απόκλιση από τον γενικό κανόνα,
ορισμένες από τις συνέπειες της οποία είναι αδύνατο να τις γνωρίζουμε με
βεβαιότητα, ενώ κάποιες άλλες αναμένεται να ανακύψουν με απρόσμενους τρόπους
τα επόμενα χρόνια.
Ωστόσο, δύο επιπτώσεις μοιάζουν βέβαιες. Πρώτον, η Ρωσία έχει επιταχύνει
δραστικά την από καιρό υπεσχημένη προσπάθεια του Πούτιν να ανακτήσει μέρος
της επιρροής και του εδάφους που είτε κατείχε είτε ήλεγχε η πρώην Σοβιετική
Ένωση. Αυτός και μόνο ο στόχος θα επηρεάσει την ψυχολογία περισσότερων των
δέκα χωρών που είναι διάσπαρτες πλέον στον νέο, μετασοβιετικό χάρτη της
Ευρώπης. Οι κυβερνήσεις της Πολωνίας, της Λιθουανίας, της Λετονίας και της
Εσθονίας θα ανησυχούν πώς θα είναι οι επόμενες στη σειρά στη λίστα του
Πούτιν με τα κοντινά κράτη που θέλει να αποσταθεροποιήσει.
Δεύτερο, οι συμμαχίες της Δύσης γενικότερα, και Οργανισμός Βορειοατλαντικού
Συμφώνου ειδικότερα, έχουν προσφάτως ενωθεί και έχουν σφυρηλατήσει τη σχέση
τους.
Αυτή η ενότητα θα δοκιμαστεί τώρα από τις πιέσεις που θα ακολουθήσουν τις
επόμενες εβδομάδες και μήνες. Εάν αντέξει, πιστεύουν ανώτεροι Αμερικανοί
αξιωματούχοι, αυτή η ανανεωμένη δυτική αποφασιστικότητα θα μπορούσε να
μετατρέψει την "περιπέτεια” της Ουκρανίας σε μια τεράστια στρατηγική γκάφα
του Πούτιν. Το βάθος και η ανθεκτικότητας της συνοχής της Δύσης πρόκειται να
δοκιμαστεί κυρίως στη Γερμανία, η οποία ορισμένες φορές έχει εμφανιστεί
αμφίθυμη ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης του Πούτιν.
Ωστόσο, τις τελευταίες εβδομάδες έχει αναδειχθεί επίσης μια παράμετρος που
απομακρύνει τη Γερμανία από τη Ρωσία: οι αμερικανικές εξαγωγές υγροποιημένου
φυσικού αερίου έχουν αρχίσει να καλύπτουν το κενό που δημιούργησε η μείωση
των ρωσικών εξαγωγών, υποδηλώνοντας τη δυνατότητα μιας νέας ενεργειακής
σχέσεις με τους Ευρωπαίους συμμάχους.
Ένα βασικό ερώτημα είναι εάν οι προσπάθειες που γίνονται τώρα για την
απομόνωση της Μόσχας, μέσω των οικονομικών κυρώσεων, θα οδηγήσουν τη Ρωσία
πιο κοντά στην Κίνα με ουσιαστικό τρόπο. Αυτές οι δύο χώρες μοιράζονται τον
κοινό στόχο να οικοδομήσουν "άμυνες” ενάντια στις οικονομικές πιέσεις που
μπορούν να ασκήσουν οι ΗΠΑ, ως η πιο ισχυρή δύναμη στην τρέχουσα "εκδοχή”
της διεθνούς οικονομίας.
Η πιο άμεση βοήθεια που μπορεί να προσφέρει η Κίνα στη Ρωσία είναι απλή
ανακούφιση από τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Μόσχα, οι οποίες πρόκειται
να διευρυνθούν. Σε ευρύτερο επίπεδο, η Κίνα και η Ρωσία μοιράζονται στην
κοινή επιδίωξη να συνεργαστούν προκειμένου να δημιουργήσουν ένα παράλληλο
διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, διαχωρισμένο από το δολαριοποιημένο και
κυριαρχούμενο από την Αμερική υφιστάμενο σύστημα. Βέβαια, το όραμα από την
πράξη είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα, αλλά το όραμα αυτό σήμερα
ενδεχομένως να φαντάζει ελκυστικό.
Από την άλλη, βέβαια, έχει συμφέροντα που προκύπτουν από τη σχέση της με τις
ΗΠΑ και δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται να σπάσει τους δεσμούς αυτού, γεγονός
που θα μπορούσε να περιορίσει τη σινο-ρωσική συνεργασία. Αυτά τα
αντικρουόμενα συμφέροντα μπορεί να εξηγούν την αμήχανη αντίδραση μέχρι
στιγμής του Πεκίνου, το οποίο από τη μία απέφυγε να ενθαρρύνει την κίνηση
της Μοσχας και από την άλλη μίλησε αόριστα για σεβασμό "των νόμιμων
ανησυχιών ασφάλειας των των εμπλεκόμενων χωρών” στην Ουκρανία.
Σε δεύτερο επίπεδο, οι τριγμοί από την Ουκρανία θα μπορούσαν να επηρεάσουν
φαινομενικά άσχετα θέματα, όπως η προσπάθεια της κυβέρνησης Μπάιντεν να
επιτύχει μια νέα συμφωνία με την Τεχεράνη όσον αφορά το πυρηνικό της
πρόγραμμα. Εάν ορισμένες από τις υφιστάμενες ρωσικές οδούς ενεργειακού
εφοδιασμού αποκοπούν από τις παγκόσμιες αγορές, μια συμφωνία που θα ανοίγει
τις "βάνες” του ιρανικού πετρελαίου θα μπορούσε να προσφέρει σημαντική
ανακούφιση. Οι διαπραγματευτές των δύο πλευρών ακούγονται ήδη πιο αισιόδοξο
για το ενδεχόμενο συμφωνίας· οι δε προσπάθειές τους έχουν λάβει πλέον νέα
ώθηση.
Σε ένα πιο δυσμενές σενάριο, ορισμένοι αξιωματούχοι ανησυχούν ότι η Βόρεια
Κορέα θα μπορούσε να επιδιώξει να εκμεταλλευτεί την κατάσταση στην Ουκρανία
προκειμένου να αυξήσει τα πυρηνικά της όπλα και τις πυραυλικές της
δυνατότητες.
Οι επιπτώσεις της ρωσο-ουκρανικής κρίσης γίνονται αισθητές τόσο στο
εσωτερικό των ΗΠΑ όσο και στο εξωτερικό. Κι αυτό γιατί η Ουκρανία επαναφέρει
στο προσκήνιο και τη "δύσκολη” διαμάχη μεταξύ αυτών που προκρίνουν έναν
ενεργό παγκόσμιο ρόλο για τις ΗΠΑ -φοβούμενοι ότι τα συμφέροντα της Αμερικής
θα πληγούν ανεπανόρθωτα εάν επιτραπεί σε αυταρχικούς δικτάτορες να ασκούν τα
"θέλω” τους με τη βία- και εκείνων που υποστηρίζουν ότι οι ΗΠΑ πρέπει να
αποσυρθούν από τις διεθνείς ευθύνες τους και να εστιάσουν στα του οίκου
τους.
Πρόκειται για ένα χάσμα υπαρκτό στην αμερικανική πολιτική σκηνή, που
προσφάτως ενσαρκώθηκε στα επιχειρήματα του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ
Τραμπ περί της στρατηγικής του "Πρώτα η Αμερική”. Σήμερα, αυτή η τάση
εκπροσωπείται ίσως περισσότερο από τον υποψήφιο Γερουσιαστή του Οχάιο, του
Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, Τζει Ντι Βανς, που διακηρύττει ότι η "διαμάχη στα
σύνορα Ρωσίας - Ουκρανίας δεν σχετίζεται με την εθνική μας ασφάλεια” και ότι
"οι ηλίθιοι ηγέτες μας” αφήνουν τη διαμάχη αυτή να τους αποσπά την προσοχή
από τα εσωτερικά προβλήματα.
Σχόλια που προκάλεσαν την άμεση απάντηση μίας εκ των αντιπάλων του
Ρεπουμπλικανών στις προκριματικές εκλογές, Τζέιν Τίμκεν, η οποία επίσης
αυτοχαρακτηρίζεται ως συμπορευόμενη με τον Τραμπ αλλά έγραψε στο Twitter πως
οι Αμερικανοί "πιστεύουν στη δύναμη των ηγετών τους κι όχι στην αδιαφορία”.
0 Σχόλια