Πότε η αντιπολίτευση οφείλει να καταθέσει πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης; Η πρώτη σωστή απάντηση είναι ασφαλώς «όποτε την βολεύει» - πολιτικά, εννοείται. Επομένως, καλά έκανε ο Αλέξης Τσίπρας και το αποφάσισε: η κυβέρνηση πήρε βαθμό κάτω από τη βάση στην τελευταία κακοκαιρία, εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες δοκιμάστηκαν με ποικίλους τρόπους και μία πρωθυπουργική συγγνώμη, έστω και με αποζημίωση για κάποιους από αυτούς, προφανώς δεν είναι αρκετή.
Επομένως, βάση υπάρχει για την κατάθεση μίας πρότασης δυσπιστίας. Ωστόσο, τα
πάντα κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Πιστεύει άραγε ο Αλέξης Τσίπρας ότι
κάποιοι βουλευτές της ΝΔ θα αποφασίσουν να υπερψηφίσουν την πρότασή του
επειδή χιλιάδες οδηγοί εγκλωβίστηκαν για ώρες στη Μαραθώνος, τη Μεσογείων,
την Αττική Οδό και την Κατεχάκη; Διότι μόνον έτσι θα μπορούσε να περάσει η
μομφή στην κυβέρνηση.
Προφανώς και δεν το πιστεύει – και η αλήθεια είναι ότι οι προτάσεις
δυσπιστίας δεν βολεύουν μόνον εκείνον που τις καταθέτει. Έχει αποδειχθεί σε
όλη την ιστορία της μεταπολίτευσης, ότι τέτοιες κινήσεις χρησιμεύουν για την
συσπείρωση τόσο της αντιπολίτευσης, όσο και της κυβέρνησης.
Λογικά, το ίδιο θα συμβεί και τώρα: ο Κυριάκος Μητσοτάκης και οι βουλευτές
της ΝΔ θα έχουν την ευκαιρία να διευρύνουν τη συζήτηση – και να θυμίσουν
στους ψηφοφόρους τους τα κυβερνητικά πεπραγμένα του ΣΥΡΙΖΑ στο πεδίο της
αντιμετώπισης φυσικών καταστροφών. Από την άλλη πλευρά, ο Αλέξης Τσίπρας και
οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ θα έχουν την ευκαιρία να υπενθυμίσουν στους
ψηφοφόρους τους ότι «το θέμα είναι να φύγει ο Μητσοτάκης» - και άρα, να μην
ψάχνονται με επιλογές τύπου ΚΙΝΑΛ.
Το πράγμα μιλάει από μόνον του: ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχει στόχο τον Κυριάκο
Μητσοτάκη και την κυβέρνηση – αλλά τους δικούς του ψηφοφόρους. Μπορεί στον
ΣΥΡΙΖΑ να δηλώνουν ότι οι δημοσκοπήσεις είναι ύποπτες – κι ας ζητούσαν
συγγνώμη μετά από τις εκλογές του 2019 – αλλά γνωρίζουν πολύ καλά ότι ως
τώρα, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν έχει μπορέσει να καρπωθεί
ούτε στο ελάχιστο από την φθορά της κυβέρνησης.
Το αντίθετο: Έτσι όπως ήλθαν τα πράγματα με το ΚΙΝΑΛ, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μία
απώλεια 15% προς το τρίτο κόμμα της Βουλής – μία απώλεια που τείνει να
σταθεροποιηθεί. Αυτό προσπαθεί να προλάβει ο Αλέξης Τσίπρας – να μην γίνει
πραγματικότητα η τάση που διαβλέπουν όλοι οι δημοσκόποι.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης αξιοποίησε το «χαρτί» της πρότασης
μομφής αναλαμβάνοντας το ρίσκο να συσπειρώσει την κυβερνητική παράταξη,
επειδή αν δεν το έκανε θα είχε να χάσει πολύ περισσότερα ο ίδιος.
Στην πραγματικότητα, η κίνηση Τσίπρα είναι μια πρόταση μομφής στο ΚΙΝΑΛ –
που θα κριθεί ως προς την αποτελεσματικότητά της στις επόμενες
δημοσκοπήσεις, όταν θα έχει ενσωματωθεί και το κόστος που θα έχει εντέλει η
κυβέρνηση, όταν τα πράγματα θα έχουν καταλαγιάσει.
Σε ποια περίπτωση θα «βγει» το ρίσκο στον Αλέξη Τσίπρα; Στην περίπτωση που
πείσει το κομμάτι εκείνο των ψηφοφόρων του που «φλερτάρουν» με το ΚΙΝΑΛ ότι
ξαναέρχεται «η ώρα της μεγάλης μάχης» με την Δεξιά – και στο πλαίσιο αυτό
δεν χρειάζονται πειραματισμοί.
Εν ολίγοις, αν οι επόμενες δημοσκοπήσεις, από τα μέσα του Φεβρουαρίου και
μετά, δεν καταγράψουν σημαντική μείωση της διαφοράς μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ,
τότε όλο το εγχείρημα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα έχει
καταλήξει σε ένα άλμα στο κενό: δεν μπορεί η κυβέρνηση να σκοντάφτει κάθε
ημέρα σε πάγους και σπασμένα κλαδιά, ούτε οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ να
προβληματίζονται για πολύ καιρό σχετικά με τις εκλογικές τους επιλογές. Κι
αν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορέσει άμεσα να δείξει στο δικό της κοινό ότι
το «ντέρμπι» με τη ΝΔ δεν είναι χαμένο από τα αποδυτήρια, τότε το πράγμα θα
δυσκολέψει ακόμα περισσότερο.
Ποιες είναι οι πιθανότητες; Ότι το στοίχημα του Αλέξη Τσίπρα δεν θα βγει -
πολύ δύσκολα μία τριήμερη συζήτηση στη Βουλή αλλάζει τους πολιτικούς
συσχετισμούς ή δίνει απάντηση σε προβληματισμένους ψηφοφόρους. Συνήθως, όλα
αυτά τα αναλαμβάνει η ίδια η ζωή.
Στέφανος Τζανάκης
0 Σχόλια