«Με το δάχτυλο στη σκανδάλη», «έτοιμοι για πόλεμο», κλπ. Όλα τα κλισέ γράφτηκαν και ακούστηκαν τις τελευταίες ημέρες. Και όμως, μια κλασικού τύπου «εισβολή» της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι -με τα μέχρι τώρα δεδομένα- απίθανη. Προφανώς όχι αδύνατη, αλλά απίθανη. Οι «προβλέψεις» κάποιων για εισβολή στα μέσα Φεβρουαρίου βασίζονται απλώς σε υπολογισμούς για την επάρκεια της ρωσικής προετοιμασίας, παρακάμπτοντας το μείζον ζήτημα που είναι κατά πόσον μια απόφαση για πόλεμο έχει όντως ληφθεί ή πρόκειται να ληφθεί.
Γράφει ο Κώστας Λάβδας *
Από την άλλη πλευρά, εάν μια εισβολή είναι απίθανη, οι υβριδικές
επιχειρήσεις, στις οποίες η Ρωσία πρωταγωνίστησε στο πρόσφατο παρελθόν,
είναι αναμφίβολα πολύ πιθανές. Άλλωστε, από τακτική άποψη, η Μόσχα επιθυμεί
την απόκτηση και της Μαριούπολης ώστε να μειώσει ακόμη περισσότερο την
ναυτική παρουσία της Ουκρανίας και να την διώξει από τη Θάλασσα του Αζόφ.
Όμως αυτό όμως που κυρίως διακυβεύεται είναι το μέλλον των σφαιρών επιρροής
και οι δυνατότητες -μαζί και τα όρια- του νέου, πολυκεντρικού κόσμου.
Η Ρωσία επιδίδεται σε μια μορφή προχωρημένης και παρακινδυνευμένης
διαπραγματευτικής διάδρασης (brinkmanship), στο πλαίσιο της οποίας η πίεση
που ασκείται στον απέναντι για να κάνει πίσω μπορεί να φτάσει στα ακρότατα
όρια της διαπραγμάτευσης πριν το ξέσπασμα της σύγκρουσης. Ένα πιθανό σενάριο
είναι αυτό που -χωρίς ίχνος χιουμοριστικής διάθεσης- προβάλλει τις
τελευταίες ημέρες το Βερολίνο: εάν η Ρωσία εισβάλλει, δεν θα πραγματοποιηθεί
ο Nord Stream 2.
Με άλλα λόγια, με δεδομένο ότι η Ρωσία πιθανότατα δεν θα εισβάλλει,
νομιμοποιείται σε ευρωατλαντικό πλαίσιο και ο Nord Stream 2. Μέσα στην
κρίση, η Γερμανία είχε αρχικά αναζητήσει μια γέφυρα με την Μόσχα μέσω της
λεγόμενης Διάταξης της Νορμανδίας (Γαλλία – Γερμανία – Ρωσία – Ουκρανία, από
το 2014) αλλά στη συνέχεια, όταν Παρίσι και Βερολίνο τράβηξαν διακριτούς
δρόμους, το Βερολίνο εστιάστηκε στη βασική διμερή συζήτηση Γερμανίας –
Ρωσίας.
Έχουμε αναλύσει τι θέλει σήμερα η Ρωσία του Πούτιν και πώς εξηγείται αυτό το
σύνθετο πλέγμα προτεραιοτήτων. Με τη σοβαρή κρίση που αντιμετωπίζουμε
σήμερα, το ουσιαστικό ερώτημα μπορεί να τεθεί ως εξής. Όταν η παρούσα κρίση
περάσει σε φάση άμβλυνσης, κατά πόσον θα έχουν επηρεαστεί τα βασικά
χαρακτηριστικά των σχέσεων μεταξύ των βασικών δρώντων;
Συχνά οι κρίσεις αναδεικνύουν και τις λιγότερο εμφανείς διαστάσεις. Η
παρούσα κρίση υπογράμμισε αφενός ότι η Ρωσία του Πούτιν επιμένει να
λαμβάνεται υπόψη και μάλιστα βάσει μιας αντίληψης για σφαίρες επιρροής με
σαφείς ιστορικές αναφορές, αφετέρου ότι η «Δύση» αποτελεί ήδη ταμπέλα για το
άθροισμα διαφορετικών ομάδων δρώντων με συγκλίνουσες και αποκλίνουσες
οπτικές.
Παράλληλα, όσο η όξυνση εντείνεται, η αμεσότητα της κρίσης οδηγεί και σε
περίσκεψη. Ο «πολύς» πρόεδρος της Λευκορωσίας Λουκασένκο δήλωνε το 2019 ότι
οι σχέσεις της χώρας του με την Ρωσία ήταν τόσο στενές που οι δύο χώρες «θα
μπορούσαν να ενωθούν άμεσα χωρίς κανένα πρόβλημα». Όμως χθες, ενώ τα ρωσικά
στρατεύματα συνέχιζαν να αυξάνονται στα σύνορα με την Ουκρανία, ο Λουκασένκο
εξήγησε ότι πόλεμος μπορεί να γίνει «αλλά μόνο σε δύο περιπτώσεις: εάν
υπάρξει ευθεία επίθεση σε βάρος της Λευκορωσίας θα υπερασπιστούμε τα εδάφη
και την πατρίδα μας […] και η δεύτερη περίπτωση εμπλοκής της Λευκορωσίας σε
πόλεμο είναι εάν η Ρωσία, που είναι σύμμαχός μας, δεχτεί επίθεση».
Περίσκεψη και στο Κίεβο, όπου ο πρόεδρος Ζελένσκι δηλώνει από χθες έτοιμος
για συνάντηση με τον Πούτιν και καλεί τη Δύση «να μην προκαλεί πανικό» με
υπερβολές για επικείμενο πόλεμο. Για τον Ζελένσκι, η πιθανότητα ενός πολέμου
«δεν εξαφανίστηκε αλλά δεν ήταν λιγότερο σοβαρή το 2021, δεν βλέπουμε
μεγαλύτερη κλιμάκωση από όση υπήρχε πέρσι».
Διαφορετικές οπτικές, επαναλαμβανόμενες εντάσεις
Αλλά το Κρεμλίνο θα επιμείνει στην πίεση μέχρι να διαπιστώσει κάποιες
παραχωρήσεις που (ανεξαρτήτως των όποιων διατυπώσεων περί «εγγυήσεων
ασφάλειας») θα συνίστανται ουσιαστικά στην αποδοχή εκ μέρους του ΝΑΤΟ ότι η
περαιτέρω διεύρυνση στα ανατολικά δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς τη
συναίνεση της Ρωσίας. Η πρόσφατη, πρωτοφανής κρίση στο Καζακστάν προστέθηκε
στη συνολική εικόνα και χρωμάτισε ακόμη περισσότερο τις ερμηνείες της στο
Κρεμλίνο.
Στην Μόσχα, πολλοί εξακολουθούν να σκέφτονται με όρους περικύκλωσης, μιας
παλαιότατης ρωσικής και σοβιετικής ανάγνωσης του περιφερειακού και διεθνούς
περιβάλλοντος. Και ισχυρίζονται ότι η συναίνεση της Μόσχας στην επανένωση
της Γερμανίας το 1990 δόθηκε μετά από διαβεβαίωση ότι το ΝΑΤΟ δεν θα
επεκταθεί ανατολικά, διαβεβαίωση που οι χώρες του ΝΑΤΟ αρνούνται ότι έδωσαν.
Στην Ουάσιγκτον, από την άλλη πλευρά, πολλοί επιμένουν ότι η σοβαρή ένταση
με την Ρωσική Ομοσπονδία ξεκίνησε με την κρίση της Κριμαίας και τη ρωσική
εισβολή το 2014.
Οι δυο αυτές προσεγγίσεις είναι όχι μόνο διαφορετικές αλλά και εξόχως
ελλειπτικές. Ακόμη και αν αγνοήσουμε ορισμένα κρίσιμα ιστορικά προηγούμενα,
που θα μας πήγαιναν πολλές δεκαετίες πίσω, η σημερινή κρίση έχει τις ρίζες
της όχι στο 2014 αλλά στο 2004. Μέσα στο 2004 φάνηκε ότι το Κρεμλίνο, μετά
από μια παροδική αμφιταλάντευση, εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει τις σχέσεις
με όρους ιστορίας και σφαιρών επιρροής. ΟΙ πολιτικές αλλαγές στη Γεωργία και
την Ουκρανία το 2003-2004 με την αποχώρηση του Σεβαρτνάτζε και του Κούτσμα
αντίστοιχα, πυροδότησαν στο Κρεμλίνο μια ανησυχία που μετατράπηκε από τον
Πούτιν σε ενεργητική αναζήτηση ισχυρής γεωπολιτικής ρελάνς. Αλλά ενώ ο
Σαακασβίλι στη Γεωργία αποτελούσε εξαρχής αρνητική εξέλιξη για τον Πούτιν,
στην Ουκρανία ο Βίκτορ Γιανουκόβιτς ως διάδοχος του Κούτσμα ήταν αποδεκτός.
Τον Ιούλιο του 2004, σε συνάντησή τους στη Γιάλτα, στο ίδιο κτίριο στο οποίο
τον Φεβρουάριο του 1945 είχε επιβεβαιωθεί το μοίρασμα του μεταπολεμικού
κόσμου σε σφαίρες επιρροής, ο Πούτιν και ο Κούτσμα επιχείρησαν να
προσδιορίσουν ένα νέο οικονομικό χώρο που θα συγκροτούσαν κυρίως η Ρωσική
Ομοσπονδία, η Ουκρανία, η Λευκορωσία και το Καζακστάν. Παράλληλα, το
Κρεμλίνο κατέστησε σαφές ότι η πραγματοποιηθείσα επέκταση του ΝΑΤΟ στα
ανατολικά, με την αύξηση των μελών του από 19 σε 26 (και αργότερα σε 30),
αποτελούσε μια τελική πράξη και ακουμπούσε μια κόκκινη γραμμή. Ο Πούτιν
θεωρούσε ότι η Γεωργία, η Ουκρανία και η Λευκορωσία ήταν και θα έπρεπε να
παραμείνουν απολύτως εκτός της σφαίρας επιρροής της Δύσης.
Βεβαίως, η «πορτοκαλί επανάσταση» στο τέλος του 2004 φάνηκε να τραβάει την
Ουκρανία προς τη Δύση μεταξύ 2005-2010 (το 2008 υποβλήθηκε και αίτημα για
συμμετοχή στο «NATO Membership Action Plan»), αλλά η επάνοδος του
Γιανουκόβιτς το 2010 έγειρε και πάλι την πλάστιγγα προς την πλευρά της
Ρωσίας και οι σκέψεις για το ΝΑΤΟ εγκαταλείφθηκαν. Όπως είχε επισημάνει σε
σχετική ανάλυσή της η Angela Stent, οι εκλογές που επανέφεραν τον
Γιανουκόβιτς το 2010 δεν είχαν σημάδια παρατυπιών και η διεθνής κοινότητα
αποδέχτηκε το αποτέλεσμα. Ο επανακάμψας Γιανουκόβιτς υπέγραψε συμφωνία για
παραμονή του ρωσικού στόλου στη Μαύρη Θάλασσα μέχρι το 2042 ενώ παράλληλα
δήλωνε ότι η Ουκρανία θα παραμείνει «ουδέτερη».
Το σημαντικό σημείο – για να συντομεύσουμε μια συναρπαστική αλλά μακρά
ιστορία – είναι ότι δέκα χρόνια αργότερα, όταν με τη νέα Ουκρανική εξέγερση
του 2014 ανατράπηκε η κυβέρνηση του Γιανουκόβιτς, ξέσπασαν διαδηλώσεις
οργανωμένες από δίκτυα προσκείμενα στη Μόσχα που ζητούσαν στενούς δεσμούς με
την Ρωσία αλλά και ανεξαρτησία για την Κριμαία. Η ύπαρξη ισχυρών ρωσόφωνων
ομάδων ήταν ούτως ή άλλως μια πραγματικότητα. Η εισβολή στην Κριμαία και η
προσάρτησή της («επανένωση» στο ρωσικό αφήγημα) αποτέλεσε μια τεράστιας
σημασίας σφραγίδα του νέου ρόλου της πολιτικής των τετελεσμένων για τον
μεταπολεμικό κόσμο στην Ευρασία.
Διαπράττοντας στρατηγικό σφάλμα, η κυβέρνηση Ομπάμα διάβασε με διαφορετικό
τρόπο αυτή την εξέλιξη. «Η Ρωσία είναι μια περιφερειακή δύναμη που φέρνει σε
δύσκολη θέση τους γείτονές της όχι εξαιτίας της ισχύος αλλά λόγω της
αδυναμίας της», είχε δηλώσει ο Ομπάμα τον Μάρτιο 2014 αναφερόμενος στην
ουκρανική κρίση και την προσάρτηση της Κριμαίας.
Πράγματι, η Ρωσική Ομοσπονδία ήταν και παραμένει μια χώρα οικονομικά
εξασθενημένη και δημογραφικά καταρρακωμένη. Όμως διαθέτει στρατιωτική
(συμβατική και πυρηνική) ισχύ που επανακάμπτει και μια προσέγγιση που
κυριολεκτικά δεν διστάζει να παίξει με τη φωτιά, στοχεύοντας σε μια συνεχή
απομείωση των επιλογών του αντιπάλου. Η εμπειρία του 2014 φάνηκε σαν
διευρυμένη επανάληψη του 2008 (όταν αποδείχτηκε ότι η εδαφική ακεραιότητα
της Γεωργίας δεν μπορούσε να βασίζεται σε παρέμβαση της Δύσης) και εδραίωσε
στο Κρεμλίνο την πεποίθηση ότι μπορεί να διαχειριστεί τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.
Επί Τραμπ, η πεποίθηση αυτή ενισχύθηκε, για διαφορετικούς εν μέρει λόγους.
Σήμερα, η Ρωσία αναμένει (και συνυπολογίζει) πιθανές κυρώσεις σε περίπτωση
πολέμου στη Ουκρανία, αλλά όχι ένοπλη επέμβαση από το ΝΑΤΟ.
Όλα αυτά κατά κανένα τρόπο δεν συνεπάγονται κάποια μορφή αποδοχής των
επιχειρημάτων που αποδίδουν ίδια βαρύτητα ή ίδια απαξία στις θέσεις των δυο
πλευρών (equivalency arguments). Το Κρεμλίνο προωθεί τους στόχους του με μια
ανελέητη εξόντωση των αντιπάλων του Πούτιν εντός και εκτός Ρωσίας,
υιοθετώντας τακτικές χαρακτηριστικές ενός αυταρχικού καθεστώτος που επιζητεί
και πάλι έναν ρόλο ανάμεσα στους διεθνείς πρωταγωνιστές. Όμως η οπτική γωνία
του Κρεμλίνου πρέπει να γίνει κατανοητή και οι φωνές που επιθυμούν τη
σύγκρουση για τη σύγκρουση πρέπει να εκτεθούν γι αυτό που αντιπροσωπεύουν:
την συνηγορία για μια στρατιωτικά παρεμβατική «Δύση» όταν οι κάθε λογής
προϋποθέσεις γι αυτή την παρεμβατικότητα στο συγκεκριμένο σημείο του πλανήτη
έχουν εν πολλοίς, καλώς ή κακώς, εκλείψει. Όπως ο βετεράνος Γάλλος
διπλωμάτης Gérard Araud μας υπενθύμισε πρόσφατα, η συμμετοχή μιας χώρας σε
μια συμμαχία δεν είναι «δικαίωμα» της χώρας: αποτελεί επιλογή των μελών της
συμμαχίας. Ενδιάμεσες λύσεις, ειδικά καθεστώτα, συνθήκες συνεργασίας
αποτελούν πιθανές εναλλακτικές.
Ο αβέβαιος πολυκεντρικός κόσμος και η Ελλάδα
Όταν μετά την τρομοκρατική θηριωδία της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, οι ΗΠΑ
ξεκίνησαν να οργανώνουν τις ενέργειές τους, οι αλληλεπιδράσεις με τους
συμμάχους τους και με την Ρωσία αποδείχθηκαν σύνθετες και απρόβλεπτες.
Ειδικά σε σχέση με το Ιράκ, η προσπάθεια εξεύρεσης στηριγμάτων το 2002-2003
αποδείχτηκε δυσχερής, παρά την βοήθεια που προσέφεραν η Βρετανία και η
Ισπανία. Τελικά, ο Σιράκ, ο Σρέντερ και ο Πούτιν σχημάτισαν ένα ισχυρό τρίο
επιφυλακτικότητας και – όταν ξεκίνησε ο πόλεμος στο Ιρακ – αντίθεσης με τις
αμερικανικές ενέργειες. Στην Ουάσιγκτον, όπως έχουν αναλύσει οι Peter Baker
και Susan Glasser, η εικόνα ήταν ότι η Γαλλία και η Γερμανία είχαν την
πρωτοβουλία κινήσεων και ο Πούτιν τάχθηκε τελικά μαζί τους ανοικτά αντί να
ακολουθήσει την προτροπή του Πεκίνου για διακριτική αποστασιοποίηση.
Φιλοδοξώντας ίσως να επαναλάβει την λακωνική ευστοχία του Λόρδου Ismay, η
Condoleezza Rice το 2003 διατύπωσε (σε στενό κύκλο και χωρίς να ευθύνεται
για την μαζική διαρροή) την περίφημη προτροπή: «Punish France, forgive
Russia, and ignore Germany». Η ακόμη περιφημότερη λακωνική σύνοψη της
λογικής πίσω από την ίδρυση του ΝΑΤΟ από τον Λόρδο Ismay το 1952 («to keep
the Soviet Union out, the Americans in, and the Germans down») καθρέφτιζε
ακόμη περισσότερο τις βεβαιότητες ενός διαφορετικού, φθίνοντος κόσμου.
Αλλά βρισκόμαστε στο 2022. Για την Ελλάδα, οι εξελίξεις σημαίνουν πρωτίστως
ότι η εύθραυστη ισορροπία μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας θα διαμορφώνεται στο
εξής σε ένα επίσης εύθραυστο και απρόβλεπτο περιφερειακό και διεθνές
περιβάλλον. Ως προς τον πιθανό ρόλο των σεναρίων εξέλιξης στην Ουκρανία για
την συμπεριφορά της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, είναι προφανές ότι η
Τουρκία θα επιχειρήσει να διαδραματίσει πάλι τον επιτήδειο ουδέτερο, ακόμη
και τον πρόθυμο διαμεσολαβητή. Αλλά στην πραγματικότητα μια πλήρης ρήξη ΗΠΑ
– Ρωσίας θα αποτελέσει κρίσιμο, ακόμη και υπαρξιακό τεστ για την Άγκυρα.
Η «Δύση» εμφανίζεται ουσιαστικά διαιρεμένη ενώ ο Πούτιν παίζει με τη φωτιά.
Αλλά η διαίρεση στη «Δύση» δεν είναι πια δυνατό να ξεπεραστεί, παρά τις
δηλώσεις περί του αντιθέτου. Διαίρεση προς τα έξω, με διακριτές γεωπολιτικές
στοχεύσεις, αλλά και διαίρεση εντός, με ανάδυση διαφορετικών υποδειγμάτων
πολιτικής λειτουργίας σε ένα κατ΄ όνομα «δημοκρατικό» πλαίσιο.
Όλα δείχνουν ότι ο Πούτιν θέλει να αυξήσει τη ρωσική σφαίρα επιρροής σε έναν
κόσμο που και ο ίδιος τον ερμηνεύει ότι κινείται σε πολυκεντρική κατεύθυνση.
Η σινο-ρωσική προσέγγιση, που όπως έχουμε επισημάνει αποτελεί πραγματικότητα
παρά τις διαφορές και τις διακυμάνσεις, προσθέτει περιπλοκότητα στις σχέσεις
χωρίς να οδηγεί την παγκόσμια αρχιτεκτονική σε ένα νέο διπολισμό. Στο
προσεχές μέλλον, τα δυο πιθανά σημεία ανάφλεξης –Ουκρανία και Ταϊβάν–
αντανακλούν, αντίστοιχα, τις εντάσεις στις σχέσεις της «Δύσης» με την Ρωσία
και την Κίνα. Τα ζητήματα με την Ρωσία και με την Κίνα που θα
αντιμετωπίσουμε στο προσεχές μέλλον θα είναι σύνθετα και πάντως ευρύτερα
αυτών που επισημαίνονται στα δυο θεωρούμενα ως σημεία ανάφλεξης.
Όμως η «Δύση» παραμένει κατακερματισμένη –αναμενόμενο σε ένα ουσιωδώς,
πλέον, πολυκεντρικό κόσμο– και η Ρωσία συνεχίζει την πολιτική διάνοιξης
ρωγμών, κάτι στο οποίο το καθεστώς Ερντογάν την βοηθά συστηματικά. Θα την
βοηθούσε ακόμη αποτελεσματικότερα με μια εσωτερική σύγκρουση στο ΝΑΤΟ, όπως
θα ήταν ένα «θερμό επεισόδιο» μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας. Η αναθεωρητική
Τουρκία συνεχίζει τον ρόλο της, η προσέγγιση «χαμηλής πολιτικής» δοκιμάστηκε
κατ’ επανάληψη και απέτυχε. Κανένας εφησυχασμός δεν δικαιολογείται.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει
διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στο London School of
Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών
«Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του
Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ
0 Σχόλια