Οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ – από εκείνο το «ηρωικό» 4,7% του 2015 ως το «ταλαιπωρημένο» 8,1% του 2019 – ήταν εκείνοι που έστω και με διακοπές, στήριξαν τον χώρο της κεντροαριστεράς, που πλήρωσε όσο κανένας άλλος τα Μνημόνια/
Είχαν ψηφίσει τον Γιώργο Παπανδρέου το 2009, είχαν ψηφίσει τον Βαγγέλη
Βενιζέλο , είχαν ψηφίσει την Φώφη Γεννηματά. Επομένως, έχουν τον πρώτο –
αλλά όχι και τον τελευταίο - λόγο στην εκλογή της επόμενης Κυριακής.
Δύο προβλήματα έχει ο συγκεκριμένος χώρος από το 2011 και εντεύθεν: πώς θα
παραμείνει ενωμένος και πως θα μεγαλώσει και πάλι. Με την Φώφη Γεννηματά, ο
πρώτος στόχος σχεδόν επετεύχθη και για τον δεύτερο , αν μη τι άλλο, έγινε
μία αρχή.
Επομένως, ο επόμενος πρόεδρος του ΚΙΝ.ΑΛ (ή του ΠΑΣΟΚ, όπως προτιμούν οι
περισσότεροι εκ των υποψηφίων) οφείλει να επαναβεβαιώσει την ενότητα του
χώρου και να διασφαλίσει την διεύρυνση της βάσης του.
Ως προς το πρώτο, τα πράγματα είναι μάλλον απλά: τα πάντα εξαρτώνται από τον
τρόπο που θα πολιτευτεί ο επόμενος: αν θα καταφέρει να εμπλέξει τους πάντες
στις πολιτικές μάχες που θα ακολουθήσουν την εκλογή του, προφανώς θα
διασφαλίσει ότι ο χώρος θα προχωρήσει ενωμένος, τουλάχιστον σε επίπεδο
στελεχών. Άν όχι, τετέλεσται.
Ως προς το δεύτερο ζητούμενο – τη διεύρυνση της βάσης του χώρου – τα
πράγματα είναι επίσης απλά, αλλά δεν έχουν να κάνουν τόσο με τις κινήσεις
του επόμενου προέδρου, αλλά με τις επιλογές των ψηφοφόρων.
Όλο το τελευταίο διάστημα, οι δημοσκοπήσεις προσπάθησαν να μετρήσουν ποιος
είναι «ο καταλληλότερος», ποιος είναι ο «δημοφιλέστερος», ποιος κερδίζει
ποιον στον δεύτερο γύρο και όλα τα σχετικά.
Λογικό – αλλά όχι για ένα κόμμα που στην τελευταία εκλογική του καταγραφή
«έγραψε» 8,1% στην κάλπη, ενώ 10 χρόνια νωρίτερα είχε λάβει 44%.
Το ζητούμενο για το ΚΙΝΑΛ θα έπρεπε να είναι ποιος είναι ο υποψήφιος που
θεωρείται από τους ψηφοφόρους ως ελκυστικός προκειμένου να επανακάψει ένα
μέρος εκείνων που έφυγαν τρέχοντας... το 2012, καταλογίζοντας στην τότε
ηγεσία του την κατάρρευση της χώρας και την προσφυγή στην τρόικα των
δανειστών.
Ένα ερώτημα του τύπου «με ποιον από τους υποψηφίους υπάρχει μεγάλη
πιθανότητα να ψηφίσετε το Κίνημα Αλλαγής» ,θα είχε ένα νόημα – και κατά πάσα
πιθανότητα, θα έδινε αρκετά πιο ρεαλιστικές απαντήσεις από εκείνες που
εμφανίζουν το μισό εκλογικό σώμα να ασχολείται με το τι συμβαίνει στο
εσωτερικό του 8,1% - άντε, του 10%, όπως δείχνουν οι περισσότερες
δημοσκοπήσεις.
Η φόρτιση από τον αδόκητο θάνατο της Φώφης Γεννηματά έδωσε το έναυσμα σε
πολλούς να ξαναεστιάσουν στον χώρο που ψήφιζαν και εγκατέλειψαν. Οι
μετρήσεις δείχνουν ότι έναν μήνα μετά, αυτό αφορά 3-4 ποσοστιαίες μονάδες
του εκλογικού σώματος , προφανώς πρώην ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, που είχαν
σκορπίσει σε διάφορους κομματικούς χώρους, χωρίς ποτέ να στεγαστούν
πραγματικά.
Οι ψηφοφόροι αυτοί προφανώς δεν είναι... αμελητέα ποσότητα, αλλά προφανώς
δεν αρκούν για να αλλάξουν δραματικά το ειδικό βάρος του κόμματος, ούτε τον
συσχετισμό ΚΙΝΑΛ – ΣΥΡΙΖΑ στον χώρο της κεντροαριστεράς. Άλλωστε, κάτι
τέτοιο είχε παρατηρηθεί και στις παραμονές της εκλογής του 2017, χωρίς να
υπάρξει συνέχεια…
Οι τρεις βασικοί υποψήφιοι για την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ υπόσχονται – ο καθένας
με τον τρόπο του – ένα αρκετά μεγαλύτερο ποσοστό για το κόμμα τους στις
επόμενες εκλογές, όποτε κι αν γίνουν. Ο καθένας έχει τα δικά του πολιτικά
χαρακτηριστικά, τις δικές του δυνατότητες τα δικά του «κουσούρια» - και
φυσικά, ο καθένας έχει το δικό του πολιτικό παρελθόν.
Αν όμως προσέξει κανείς τι δείχνουν οι δημοσκοπήσεις για το τι είχαν ψηφίσει
εκείνοι που ξανασκέφτονται τώρα το ΠΑΣΟΚ, θα διαπιστώσει ότι και η ΝΔ είχε
πάρει ψήφους και ο ΣΥΡΙΖΑ και σχεδόν όλα τα υπόλοιπα κόμματα. Επομένως, αν
θέλει το Κίνημα Αλλαγής να μεγαλώσει, πρέπει να ξαναγίνει πολυσυλλετικό –
πράγμα που σημαίνει ότι οι υποψήφιοι πρέπει να πείσουν πρώτα τους εαυτούς
τους και στη συνέχεια τους υπολοίπους, ότι θα συνυπάρξουν δημιουργικά την
επόμενη μέρα.
Στέφανος Τζανάκης
0 Σχόλια